Ιστορία χωρίς όνομα

του Στέφανου Δάνδολου

Πηνελόπη Δέλτα και Ίωνας Δραγούμης. Ένας έρωτας ανολοκλήρωτος, καταστροφικός, ρομαντικός, δυνατός, αυθεντικός, που παλεύει ν’ ανθίσει σε μια εποχή πολέμων, σε μια κοινωνία μαχών. Συναντήθηκαν το 1905. Η απλή γνωριμία εξελίχτηκε σε βαθιά φιλία κι αυτή με τη σειρά της σε έναν αδιέξοδο έρωτα. Η Πηνελόπη Δέλτα, παντρεμένη μεγαλοαστή με τον Στέφανο Δέλτα, με τρεις κόρες, κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Τα αποκαλύπτει όλα στον άντρα της. Το μαθαίνει η οικογένειά της. «Πόσοι άντρες για να λυγίσουν μια γυναίκα;», αναρωτιέται η Δέλτα. Ο σύζυγος απειλεί να της στερήσει τα παιδιά της αν τον εγκαταλείψει. Τελεσίδικη απόφαση: μόλις μετακομίσουν στη Φρανκφούρτη, σε νέα θέση εργασίας του συζύγου της, η Πηνελόπη θα κλειστεί σε ίδρυμα για να θεραπεύσει «την άτιμη καρδιά της», στο σανατόριο του δόκτορος Φρίντμαν στο Γκάινφαρν. Κι εκεί αρχίζει αυτό το μυθιστόρημα.

Η αφηγηματική ευρηματικότητα και η συγγραφική δεξιοτεχνία είναι στο απόγειό τους. Ο κύριος Δάνδολος μελέτησε αρχειακό και έντυπο υλικό, συγκρότησε μέσα του τους ήρωες και την εποχή και άρχισε να γράφει. Δεν είναι όμως μόνο η αποδεδειγμένη ικανότητά του στο γράψιμο ούτε η δύναμή του να αποδώσει σωστά δύο πασίγνωστα ιστορικά πρόσωπα τα στοιχεία που με κέρδισαν από την πρώτη λέξη του βιβλίου αλλά η μυθιστορηματική έμπνευση να κινηθεί αυτό σε δύο άξονες και ταυτόχρονα να εμπλουτιστεί φαντασιακά με άκρως μυθιστορηματικούς κανόνες ώστε να γίνει το κείμενο προσιτό, ενδιαφέρον και πλούσιο. Η ζωή της Πηνελόπης Δέλτα ξετυλίγεται ταυτόχρονα στα 1908, όπου είναι κλεισμένη στο σανατόριο κοντά στη Βιέννη, και στις 26 Απριλίου 1941, παραμονή της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα. Έχουμε δηλαδή μια γυναίκα που παλεύει με τον έρωτα για να ζήσει αλλά και με τους δαίμονες της ανθρωπότητας πριν πεθάνει. Μια τριαντατετράχρονη κοπέλα που αγνοεί τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνικής και οικογενειακής της θέσης για να αφήσει την καρδιά της λεύτερη να χαρεί ό,τι στερήθηκε από τον στείρο γάμο της αλλά και μια εξηκονταετής κυρία, καταξιωμένη συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων, που νιώθει το βάρος της ιστορικής αποτυχίας τόσων και τόσων λογοτεχνών, φιλοσόφων και πνευματικών εν γένει ανθρώπων, μιας και οι βάρβαροι έρχονται. Μάλιστα, φοβάται πως οι Γερμανοί θα παραμείνουν κυρίαρχοι για περισσότερα από τους Τούρκους χρόνια! «Αποτύχαμε όλοι μας. Ο Χίτλερ και το σινάφι του αποδείχτηκαν πιο ικανοί από τους καλλιτέχνες» (σελ. 138).

Στο σανατόριο, η Πηνελόπη Δέλτα ζει ερωτικές στιγμές με τον Ίωνα Δραγούμη που ήρθε να τη βρει ενώ ο καθηγητής Φρίντμαν αποτελεί το αποκούμπι της και τον εξομολογητή της. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που την αγάπησε από την πρώτη στιγμή και κατάλαβε αμέσως την τραγωδία που ζούσε η ασθενής του. «Υπέκυψε στα χάδια αλλά όχι στην ένωση… Θέλει να φύγει απ’ τον γάμο της με το κεφάλι ψηλά» (σελ. 153-154). Γύρω τους κινείται ο άκαμπτος, παρθένος, πιστός στο καθήκον και αυστηρός στις ηθικές του αρχές γραμματέας Πφένιχ, που θεωρεί μιαρή και αποκρουστική τη συμπεριφορά της Δέλτα απέναντι στην οικογένειά της. Πόσο σημαντικό ρόλο θα παίξει αυτός ο άντρας στις αποφάσεις και στο κρίσιμο μέλλον της συγγραφέως; Πόσο μακριά μπορεί να τον παρασύρει η βδελυγμία που νιώθει «για το γύναιο αυτό»; Θα πάρει επιτέλους η Πηνελόπη Δέλτα το θάρρος να αφήσει τα πάντα, ακόμη και τις κόρες της, για να ζήσει αυτό που πραγματικά θέλει;

Ταυτόχρονα, το πιο τραγικό και ανατριχιαστικό κομμάτι του μυθιστορήματος είναι το τελευταίο εικοσιτετράωρο αυτής της λαμπερής προσωπικότητας. Με αφορμή τις συζητήσεις και τη φροντίδα της αγαπημένης της οικονόμου, της Μαριάνθης, η συγγραφέας ξαναζεί τις στιγμές της Βιέννης και τα ρομαντικά σκηνικά με τον Ίωνα και χαμογελάει ικανοποιημένη: «Θυμάμαι τα πάντα. Ό, τι συνέβη εκείνες τις τρεις μέρες. Δεν ξέχασα τίποτα. Και σε λίγες ώρες που θα σε δω, θα τα ξαναθυμηθούμε μαζί» (σελ. 33). Είναι άκρως συγκινητικές οι στιγμές που περνάνε με τις αναμνήσεις της οικογένειάς της, καθώς και η αντίστροφη μέτρηση για την κάθοδο των Ούνων, που προσμετράται λέξη προς λέξη από τα έκτακτα ανακοινωθέντα του ραδιοφωνικού σταθμού, σε μια προσπάθειά του να κρατήσει το φρόνημα του λαού υψηλό κι ας ηττήθηκε στη μάχη. Και όσο η στιγμή πλησιάζει, τόσο ο συγγραφέας εφευρίσκει πρωτότυπους τρόπους αφήγησης. Στις τελευταίες σελίδες, μαζί με τη συγγραφέα που ψυχορραγεί (και η οποία κατέληξε στις 2 Μαΐου 1941) πεθαίνει και η πόλη της Αθήνας, με την πλήρη καταγραφή των κυβερνητικών κτηρίων που επιτάχτηκαν, τη σταδιακή κατοχή των γερμανικών δυνάμεων και τον μοιρασμό των κρίσιμων θέσεων στους Γερμανούς στρατιωτικούς.

Μέσα από τριτοπρόσωπες και πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, με την επιλογή του ενεστώτος διαρκείας αντί αορίστου ή παρατατικού να δίνει ασύλληπτη ζωντάνια και ενέργεια στο κείμενο και ειδικό βάρος στα δρώμενα, με τον παραλληλισμό της παράδοσης των Αθηνών στο καφενείο που βρισκόταν στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας απέναντι από το κτήμα Θων, στο ίδιο σημείο όπου σταμάτησαν το 1920 τον Ίωνα Δραγούμη, ύποπτο για συμμετοχή του στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι, κι όπου ο Αντώνης Μπενάκης δεν παρενέβη για να γλυτώσει το λιντσάρισμα και αργότερα την παράνομη εκτέλεση αυτού του ήρωα (κρατούσε άραγε ακόμη μνησικακία στον Ίωνα που εξαιτίας του παραλίγο να τιναχτεί στον αέρα ο καθωσπρεπισμός της οικογένειάς του και κυρίως της παντρεμένης κόρης του, Πηνελόπης Δέλτα;), αποδίδονται με ακρίβεια και μυθιστορηματική δεινότητα σχεδόν όλα τα γεγονότα των δεκαετιών 1910-1920, το ψυχογράφημα του Έλληνα που πολέμησε για ενότητα της φυλής μόνο και μόνο για να δολοφονηθεί από Έλληνες και της γυναίκας και συγγραφέως που κατάφερε να μετουσιώσει τον πόνο της από τον χωρισμό σε δημιουργικότητα, αφιερωμένη στην παιδική ψυχή και νοοτροπία, γαλουχώντας με τα έργα της γενιές και γενιές μικρών αναγνωστών.

Η «Ιστορία χωρίς όνομα» είναι μια συγκλονιστική μυθοπλασία, άρτια συνδυασμένη με την ιστορικότητα και ταυτόχρονα μια δυνατή, ολοζώντανη αναπαράσταση εποχής και ανθρώπων, που φωτίζει κάθε πτυχή, όσο δύσκολη και ντροπιαστική κι αν ήταν, γραμμένη με μαεστρία από έναν συγγραφέα που αγάπησε τους ήρωές του με την ίδια ένταση που αγαπήθηκαν κι αυτοί μεταξύ τους και με τέτοιο τρόπο που ούτε το συναίσθημα εκβιάζει ούτε θυσιάζει την αγνότητα και την ακεραιότητα στον βωμό του στυγνού κουτσομπολιού παρά ενσκήπτει πάνω του με αγάπη, αφοσίωση, πείσμα, αντικειμενικότητα και τον σεβασμό που απαιτεί η ΣΙΩΠΗ.

Πάνος Τουρλής