Θανάσιμος κίνδυνος

της Agatha Christie

Η Νικ Μπάκλεϊ έχει γλυτώσει τρεις φορές από τον θάνατο, αντιμετωπίζει όμως τα ατυχήματα αυτά ως συμπτώσεις. Ο Ηρακλής Πουαρό όμως, ειδικά μετά τον πυροβολισμό που πέρασε για βούισμα σφήκας, καταλαβαίνει πως τα πράγματα είναι σοβαρά και πως κάποιος έχει βάλει στο στόχαστρο τη νεαρή γυναίκα. Γιατί όμως, μιας και δεν έχει τρανταχτή περιουσία; Ποιος από τους φίλους και γείτονες θέλει το κακό της; Θα καταφέρει ο Πουαρό να εντοπίσει τον δολοφόνο πριν πραγματοποιήσει τα σκοτεινά σχέδιά του;

Την ιστορία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και πάλι ο λοχαγός Άρθουρ Χέιστινγκς, πιστός φίλος του Βέλγου ντετέκτιβ. Είμαστε ακόμη στα πρώτα έργα κι έτσι ο χαρακτήρας αυτός, με εξαίρεση τη «Δολοφονία του Ρότζερ Άκροϊντ» που προηγήθηκε, εμφανίζεται μόνιμα μέχρι τώρα στο πλάι του φίλου του. Φυσικά, όπως πάντα, δρα ανακλαστικά, αυθόρμητα, παρορμητικά ενώ ο Πουαρό κάθεται ήσυχος και δουλεύει τα δεδομένα στο μυαλό του, οπότε καταφέρνει πολλές φορές να διαβλέπει λεπτομέρειες ασύλληπτες για έναν κοινό νου. Είναι υπέροχο και συγκινητικό το ντουέτο αυτό, μιας και ο ντετέκτιβ δε χάνει ευκαιρία να μειώνει, αν και με κομψό τρόπο, την πνευματική αξία του φίλου του αλλά και να τονίζει τα προτερήματά του όταν πρέπει. Πάνω απ’ όλα όμως έχουν ένα βαθύ δέσιμο. Επίσης, ξανασυναντάμε τον Επιθεωρητή Τζαπ για τρίτη φορά (μετά τη συμμετοχή του στα μυθιστορήματα «Η μυστηριώδης υπόθεση στο Στάιλς» και «Οι Μεγάλοι Τέσσερις»).

Οι δύο φίλοι παραθερίζουν στο Σεντ Λου της Κορνουάλης και συζητούν για την αποχώρηση του Ηρακλή Πουαρό από την ενεργό δράση, όσες υποθέσεις κι αν του αναθέτουν υψηλά ιστάμενα πρόσωπα: «Όμως, εφόσον έχω αποσυρθεί, φίλε μου, έχω αποσυρθεί! Έληξε! Δεν είμαι κάποιος αγαπημένος ηθοποιός που ανεβαίνει κάθε τόσο στο σανίδι για μια αποχαιρετιστήρια παράσταση… Ο Ηρακλής Πουαρό διαλεύκανε ήδη την τελευταία υπόθεση της σταδιοδρομίας του» (σελ. 19-20). Πάντως, μηδένα προ του τέλους μακάριζε, μιας και τα μυθιστορήματα ως τώρα άλλα έχουν δείξει! Άλλωστε, όταν ο Πουαρό συναντά τον Τζαπ έχουμε ένα άκρως διασκεδαστικό στιγμιότυπο, που αναφέρεται στη «Δολοφονία του Ρότζερ Άκροϊντ»: «-Κι εγώ που νόμιζα πως τώρα πια καλλιεργούσατε κολοκύθες κάπου στην επαρχία. -Το προσπάθησα, Τζαπ, το προσπάθησα. Όμως, ακόμη και όταν καλλιεργείς κολοκύθες, είναι αδύνατον να ξεφύγεις από τους φόνους» (σελ. 182). Έτσι κι εδώ: η Νικ Μπάκλεϊ, η τελευταία της οικογένειας που κατοικεί επί τρεις αιώνες στο απόμακρο Εντ Χάουζ στο Σεντ Λου, έχει ήδη γλυτώσει από τρεις, για να μην πω τέσσερις, απόπειρες δολοφονίας, κάτι που η ίδια συνεχίζει να αντιμετωπίζει ελαφρόμυαλα.

Είναι διασκεδαστικός ο τρόπος με τον οποίο καταγράφει η συγγραφέας τη νοοτροπία των δεσποινίδων της εποχής της, αποδεικνύοντας και πάλι πως δεν είναι η γυναίκα που έχει αποσυρθεί σε μια πολυθρόνα για να καταφέρεται εναντίον κάθε αλλαγής στις αντιλήψεις της κοινωνίας αλλά η δυναμική, έντονη και διεισδυτική ματιά ενός πανόπτη ατόμου που καταγράφει τα πάντα νοερά και τα εντάσσει σε συναρπαστικές περιπέτειες. Προσέξτε σε αυτό το μυθιστόρημα τι καίριες παρατηρήσεις κάνει: «Στην εποχή μας οι νεαρές κυρίες δεν ντρέπονται για τα εσώρουχά τους. Το κομπινεζόν, το μεσοφόρι δεν αποτελούν πλέον επονείδιστο μυστικό. Κάθε μέρα στην παραλία όλα αυτά τα ρούχα κείτονται σε απόσταση λίγων μέτρων από το σημείο που στέκεσαι» (σελ. 148). Και παρακάτω: «Αυτό είναι το θέμα με τις γυναίκες, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Όλη την ώρα λένε χρυσή μου και καλή μου ενώ στην πραγματικότητα ένα ανάθεμά σε θα εξέφραζε πιστότερα τι αισθάνονται» (σελ. 172).

Η καθαυτή περιπέτεια είναι συναρπαστική, με τις γνωστές ανατροπές, τις παρένθετες ιστορίες που δυσχεραίνουν τη διερεύνηση αλλά είναι αρμονικά και σωστά εντεταγμένες στον κορμό και φυσικά τη μεγάλη αποκάλυψη του φινάλε, όπου εδώ όμως έχουμε μια σεάνς φαντασμάτων που θα οδηγήσει στην αλήθεια κι όχι την κλασική μάζωξη που κανονίζει συνήθως ο Βέλγος ντετέκτιβ. Η υπόθεση περιπλέκεται με μυστηριώδεις διαθήκες, διπλούς ρόλους, παιχνίδια με το μυαλό του Πουαρό και αναπάντεχες δόσεις κοκαΐνης και για άλλη μια φορά δεν μπορούσα ν’ αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου.

Το μυθιστόρημα είναι η όγδοη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό και κυκλοφόρησε σε Αγγλία και Αμερική το 1932. Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που στην αρχή μυθιστορήματος ο Πουαρό θυμάται τις περιπέτειες που έζησε σε προηγούμενο βιβλίο, όπως εδώ που η ιστορία ξεκινάει με αναφορά στο «Μυστήριο του Γαλάζιου Τρένου». Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον τίτλο «Σφήκα σε ψάθινο καπέλο» και σήμερα (2019) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με προλογικό σημείωμα και με νέα μετάφραση (του Χρήστου Καψάλη). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins (1997) ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.

Πάνος Τουρλής