Η σκηνή των μεγάλων ονείρων

της Mónica Gutiérrez

Ένας διακεκριμένος και βραβευμένος σκηνοθέτης ετοιμάζεται να ανεβάσει «Μάκβεθ» στο σημαντικότερο θέατρο της Βαρκελώνης και φυσικά τα πάντα θα πάνε στραβά. Στο πλάι του η γλυκιά και αισιόδοξη βοηθός του προσπαθεί να βρίσκει λύσεις και να τον στηρίζει ψυχολογικά. Μήπως όμως αυτοί οι δύο άνθρωποι αρχίσουν να βλέπουν αλλιώς ο ένας τον άλλον; Και πότε θα συμβεί αυτό; Πώς μπορεί να χωρέσει ένας διακριτικός έρωτας ανάμεσα σε ατέλειωτες πρόβες, άσχετους φωτισμούς, κρίσεις πανικού, αναποδιές ακόμη και της τελευταίας στιγμής;

Το μυθιστόρημα της Mónica Gutiérrez είναι γλυκό, τρυφερό, συγκινητικό και διασκεδαστικό, γεμάτο από θεατρικά παρασκήνια και στίχους του «Μάκβεθ». Πέρασα καλά διαβάζοντάς το, αν και δεν είχε ιδιαίτερη εμβάθυνση σε χαρακτήρες, ενώ η χαλαρή συνοχή του με βοήθησε να παρακολουθήσω πιο άνετα τις περιπέτειες του θιάσου όσο κλιμακώνεται η σχέση μεταξύ του καταξιωμένου Μαξ Μπόρχες και της βοηθού του, Έλσα Σολέρ. Εκείνος λοιπόν είναι σκηνοθέτης με φήμη και κύρος, έχει ταλέντο, έχει κερδίσει τη συμπάθεια των κριτικών, είναι σχολαστικός στην επιλογή θιάσου και καταφέρνει να του δίνουν δημόσιες επιχορηγήσεις. Από την άλλη, εκείνη ήταν φοιτήτρια Ιστορίας όταν τον γνώρισε πριν δέκα χρόνια, τότε που ο Μπόρχες θα έδινε μια διάλεξη στη Σχολή της. Του μετάγγισε την αισιοδοξία που χρειαζόταν για να μπει στην αίθουσα και τον κέρδισε η τετράγωνη λογική της. Η πρότασή του να εργαστεί ως βοηθός του την κολάκεψε, γιατί της αρέσει η περιπέτεια και η μαγεία του θεάτρου οπότε δέχτηκε κι ας μην ξέρει πολλά από αυτά. Μια απλή και ταυτόχρονα απαιτητική επαγγελματική σχέση που βοήθησε και τους δύο γεννήθηκε εκείνη την ημέρα.

Μέλη της Εταιρείας Θεάτρου του Λονδίνου έρχονται στη Βαρκελώνη για μια τελετή απονομής και επ’ ευκαιρία βολιδοσκοπούν τον Μπόρχες για μια καριέρα στο Γουέστ Εντ, η οποία όμως πρέπει να ξεκινήσει από το φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Με πολλή δυσκολία ο Μαξ δέχεται την πρόταση του αγαπημένου του δραματουργού Ένζο Που ν’ ανεβάσει «Μάκβεθ» αντί για «Άμλετ», μια παράσταση που θα δοκιμαστεί πρώτα στο Εθνικό Θέατρο της Καταλονίας ώστε να πάρει κονδύλιο για τα έξοδα της μεταφοράς της παράστασης στη Σκοτία και τα βάσανα ξεκινάνε! Οι μάγισσες είναι πιο αισθησιακές και όμορφες απ’ ό,τι θα έπρεπε, η ενδυματολόγος Αουρόρα Τομάς φτιάχνει αριστουργήματα που απρόσεκτες πρωταγωνίστριες τα σκίζουν,

ο αλκοολικός ηθοποιός Πέρε Ρικάρτ που υποδύεται τον Μάκβεθ είναι σαν «σκοτσέζικο αποστακτήριο με κολάν», η δίγλωσση βερσιόν της παράστασης κάποιους τους δυσκολεύει, η πρωταγωνίστρια Μαργκό Ντεγκάρ διαγιγνώσκεται με διαβήτη κι αυτό την καταρρακώνει, κομπάρσοι κάνουν ασκήσεις θάρρους γιατί χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους και πολλά άλλα ενώ ταυτόχρονα η Έλσα πιάνει τον σύντροφό της να την απατά κι ο δραματουργός Ένζο Που δε σταματάει να κάνει διορθώσεις και παρατηρήσεις, κάτι που φέρνει θίασο και σκηνοθέτη στα όριά τους.

Το μυθιστόρημα δείχνει να είναι μια κωμική νότα στον γοητευτικό κόσμο του θεάτρου και να ξεδιπλώνει μια ιστορία με ανορθόδοξους ηθοποιούς, αναποδιές και δυσκολίες, σταδιακά όμως αρχίζει να φέρνει κοντά δύο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους με τέτοιο συναισθηματικό τρόπο που καταστρατηγούνται όλα τα στερεότυπα ερωτικής γνωριμίας και με τέτοια ευαισθησία που με συγκίνησε. Εκείνη προσπαθεί να κρατηθεί αισιόδοξη μετά τον χωρισμό της, εκείνος αφήνεται σταδιακά να γοητευτεί από τη διαφορετική προσωπικότητά της, μόνο που μια παρεξήγηση στη Σκωτία όπου επιτέλους μεταφέρεται η παράσταση θα αναγκάσει την Έλσα να κάνει ένα ταξίδι ενδοσκόπησης στα Χάιλαντς και το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε τουριστικό οδηγό, αφιερώνοντας περισσότερες απ’ όσες θα έπρεπε σελίδες σε αυτό το κομμάτι, κάτι που χαλάει τη συνοχή του κειμένου όπως ανέφερα και πριν. Παρ’ όλ’ αυτά η συναρπαστική και μαγευτική φύση του σκωτσέζικου τοπίου καταγράφεται αδρά και με ωραίο τρόπο, όπως και το Εδιμβούργο, με την οδό Ρόγιαλ Μάιλ, τη θεατρική σκηνή Αντερμπέλι που θυμίζει αναποδογυρισμένη αγελάδα, τον καθεδρικό Σεντ Τζάιλς, το θέατρο Άσερ Χολ κ. ά. Εξίσου συναρπαστικά δίνεται και η Βαρκελώνη στο πρώτο μέρος του βιβλίου, με τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Αρούς, έναν από τους πιο ιστορικούς και μαγευτικούς χώρους της Βαρκελώνης, το κατάστημα υφασμάτων και ψιλικών Ribes & Casals, το Εθνικό Θέατρο της Καταλονίας, τα πανότς (τα χαρακτηριστικά αρ νουβό πλακάκια) κ. ά. Η συγγραφέας παραθέτει αποσπάσματα από τον «Μάκβεθ» στην αρχή του κάθε κεφαλαίου αλλά και στην πλοκή, εντάσσοντάς τα σωστά σε έξυπνους διαλόγους ενώ μέσω του Ένζο Που μαθαίνουμε πολλά για τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής που γράφτηκε και για τα διαχρονικά του μηνύματα, όλα αυτά με σύντομες αναφορές και λίγα λόγια ώστε να μη βαραίνει το κείμενο και να μην κουράζεται ο αναγνώστης.

«Στον κόσμο του θεάτρου… άλλοι ηθοποιοί ήταν εθισμένοι στα αντικαταθλιπτικά, στις ατελείωτες ψυχιατρικές θεραπείες ή στη γιόγκα. Όλοι είχαν τη στρατηγική τους για να ξορκίζουν τους δαίμονές τους αλλά ήταν τόσο απασχολημένοι με την καταπολέμησή τους που δεν τους έμενε χρόνος για να κουτσομπολεύουν τους άλλους» (σελ. 47). Αυτή είναι η «Σκηνή των μεγάλων ονείρων» της Mónica Gutiérrez, ένα τρυφερό και γλυκό μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει σε Βαρκελώνη και Εδιμβούργο και μας συστήνει συνοπτικά ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, τον «Μάκβεθ» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Κωμικές σκηνές, ρομαντισμός, παρεξηγήσεις, εμπόδια και δυσκολίες και ένα χαρούμενο τέλος είναι τα καλύτερα συστατικά για μια ευχάριστη και χαλαρή αναγνωστική συντροφιά.

Πάνος Τουρλής