Η σιωπή του ποταμού

της Μαρίας Χίου

Η «Σιωπή του ποταμού» είναι ένα λυρικό, υπέροχο μυθιστόρημα για τρεις διαφορετικές γενιές γυναικών που αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζουν η μία το μέλλον της άλλης, διαφοροποιώντας και το μέλλον τους. Από το 1930 και έναν αταίριαστο γάμο φτάνουμε στο 1999 και στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, που εντοπίζει κάτι στρεβλό, κάτι αταίριαστο με το παρελθόν της. Η κυρία Μαρία Χίου είναι η νέα μου ανακάλυψη και χαίρομαι πολύ που την εντόπισα!

Η ιστορία ξεκινάει τη δεκαετία του 1930, όπου γνωρίζουμε τη Διαμάντω και τον Θωμά αλλά και τον Μάρκο με τη Μαρίνα. Η Μαρίνα και η Διαμάντω μεγαλώνουν μαζί σαν αδέλφια αλλά μια παρεξήγηση τις χωρίζει. Η Διαμάντω δέχεται να παντρευτεί τον Θωμά, έναν σακάτη άνθρωπο, μισότρελο, που έχει τους δικούς του δαίμονες. Κάνουν μαζί δύο παιδιά, την Αμαλία και την Αντιγόνη. Για τους δικούς του λόγους, ο Θωμάς παραπετάει την Αμαλία και ρίχνει όλη του την αγάπη στην Αντιγόνη. Τα δύο κορίτσια μεγαλώνουν με ένα άσβεστο μίσος ανάμεσά τους και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους. Οι οποίοι όμως θα ξανασμίξουν με τον πιο αναπάντεχο τρόπο όταν μπει ανάμεσά τους ο Θέμης! Άραγε τι θα ανακαλύψει χρόνια αργότερα η Φιλιώ που θα την αναγκάσει να ανασκαλέψει το παρελθόν της οικογένειάς της;

Η ιστορία του βιβλίου έχει πολλά πρόσωπα, πάμπολλες σκηνές και περιστατικά, συγκροτεί ένα υπέροχο ψηφιδωτό χαρακτήρων και είναι γραμμένο με μια λυρική γραφή που ακροβατεί ανάμεσα στο στυλ της Αλκυόνης Παπαδάκη και του Θοδωρή Παπαθεοδώρου. Λάτρεψα κάθε λέξη, κάθε νόημα, κάθε εικόνα, κάθε περιγραφή, κάθε παράγραφο. Η ιστορία ξεκινάει από ένα σημείο για να καταλήξει σε ένα άλλο, έχει βάθος, ουσία και κλιμάκωση του κεντρικού πυρήνα της ιστορίας. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας έρχονται στη ζωή με την πένα της συγγραφέως, ζω μαζί τους, νιώθω από κοντά τα αισθήματά τους, τους ακολουθώ στα μονοπάτια της ιστορίας και της Ιστορίας. Ίσως κάποια περιστατικά φανούν χιλιοειπωμένα, τα σώζει όμως η διαφορετική γραφή της κυρίας Χίου, που με ταξίδεψε, με παρέσυρε, με έκανε να ξεχαστώ.

Το κείμενο είναι τόσο πυκνογραμμένο που δεν έπρεπε να αφαιρεθώ ούτε στιγμή. Έχουμε τους βασικούς πρωταγωνιστές αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που τους πλαισιώνουν έχουν τη δική τους ιστορία να πουν, άρρηκτα δεμένη είτε με ένα χαρακτηριστικό κάποιου από τα κεντρικά πρόσωπα είτε με την ανατροπή στη ζωή κάποιου άλλου κλπ. Το αδράχτι της μοίρας γυρίζει σαν τρελό ανάμεσα στις σελίδες κι αναρωτιόμουν τι θα συμβεί παρακάτω. Δύσκολα το άφησα από τα χέρια μου, ειδικά όταν έφτασα στην ιστορία της Φιλιώς και τον τρόπο που έμαθε την αλήθεια μέσα από ευρηματικές αφηγήσεις, που απέφυγαν το στερεότυπο. Μακάρι να μπορούσα να γράψω περισσότερα και να μοιραστώ τις σκέψεις μου αλλά θα αποκάλυπτα κομμάτια του βιβλίου και δεν είναι σωστό.

Η μόνη μου ένσταση είναι η περιγραφή των χρόνων του πολέμου, της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, που ουσιαστικά δεν προχώρησαν την ιστορία, απλώς έδωσαν την ευκαιρία στην κυρία Χίου να φωτίσει ωραία περιστατικά ανθρωπιάς και θείας δίκης από τα χιλιάδες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Ειδικά η σκληρή, άτεγκτη Γαλάτεια, που ο δωσίλογος γιος της της έφερε λάδι και προτίμησε να το ρίξει στο καντηλάκι του σπιτιού της, κωφεύοντας στα παρακαλετά της γειτόνισσας να της δανείσει λίγο για να σωθεί το άρρωστο παιδάκι της. Η τραγική της κατάληξη ήταν από τα ωραιότερα κεφάλαια του βιβλίου. Επίσης, και άνευ παρεξηγήσεως, ο τρόπος που πέθανε ο πατέρας της Διαμάντως στις πρώτες κιόλας σελίδες ήταν από τα καλύτερα δείγματα γραφής που έχω διαβάσει. Το πώς σηκώθηκε εκείνη τη μέρα, το πώς μιλούσε και περπατούσε, το πώς τον κοίταγε η γυναίκα του, κρύβοντας το προαίσθημά της και ειδικά το πώς βυθίστηκε στον κόσμο του ο άνθρωπος και το πώς κατέληξε ήταν μια υπέροχη, φορτισμένη σκηνή που μεε έκανε να δακρύσω.

«Η σιωπή του ποταμού» είναι ένα υπέροχο, καλογραμμένο, λυρικό, συναισθηματικό, αληθινό, άμεσο, καίριο, ειλικρινές, πολυπρόσωπο μυθιστόρημα με άψογο χειρισμό της κεντρικής ιδέας, πολλά πρόσωπα και άψογη εξύφανση των συνεκτικών δεσμών μεταξύ τους που δεν ήθελα να το τελειώσω.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Τα λόγια της πουλιά που ξεγελάστηκαν και ξανοίχτηκαν στο πέλαγο. Στεριά όμως δε φαινόταν πουθενά» (σελ. 45).

«Και η νύχτα κακή φιλενάδα. Παρούσα πάντα όταν πονάς. Να μη σε αφήνει να ξεχαστείς. Να παίρνει το πρόβλημα, να το φουσκώνει σαν μπαλόνι και να το σκάει με κρότο. Ξανά και ξανά, μέχρι να τελειώσει ο αέρας πάνω από το κρεβάτι σου και να αναγκαστείς να σηκωθείς» (σελ. 96).

«Όλοι έχουμε ανάγκη άλλωστε απο μια Αντιγόνη που δε μιλά όταν θέλουμε να μιλήσουμε εμείς, που δε φωνάζει όταν οι δικές μας φωνές στριμώχνονται στο λαρύγγι, που θέλει να αγοράσει τη μαγκιά που πουλάμε πανάκριβα. Ξεπούλησε εκείνη τη μέρα ο Θέμης  κι η Αντιγόνη αγόρασε. Αγόραζε χωρίς να βλέπει, χωρίς να κρίνει, κι έβαζε στο τσουβάλι της ψυχής της ό,τι ο Θέμης ήθελε να ξεφορτωθεί» (σελ. 235).

«Μην ανησυχείς για τις μέρες που πέρασαν, είναι άμμος πεσμένη στα πόδια σου! Να ανησυχείς μονάχα μη δεν ανακαλύψεις τα κοχύλια που κρύβονται στην παλάμη σου!» (σελ. 393).

Πάνος Τουρλής