Η πόλη που δακρύζει

της Σοφίας Βόικου

Η πόλη που δακρύζει, η Βενετία, φιλοξενεί στα ανήλιαγα στενά της και στις φωτεινές πλατείες της τον Φραντσέσκο, τη Ρομπέρτα, την Ιρένε, τη Σινιόρα, τον Πάμπλο και τον Άντζελο. Άνθρωποι που κάτι κοινό τους ενώνει, μια σκοτεινή νύχτα που ξαφνικά έγινε μέρα. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δυο γυναίκες επιστρέφουν και σουλατσάρουν στους ίδιους δρόμους, στα ίδια αδιέξοδα. Η Ελιζαμπέτα, ο τυχοδιώκτης Ρωμανός και η Πατρίτσια. Είναι τυχαίο ή είναι υποχείρια της μοίρας; Γνωρίζονται; Γιατί επέστρεψαν τώρα, που είναι η εποχή του περιβόητου Καρναβαλιού; Πώς καταφέρνει η μικρή και αναλφάβητη Ιρένε να ξεχωρίζει το σωστό βιβλίο για τους πελάτες του βιβλιοπωλείου που ανήκει στον παππού της; Τι συνέβη στη ζωή του παππού Φραντσέσκο που άλλαξε για πάντα τη ζωή όλων; Πώς μπορεί ένα βιβλίο, το Malleus maleficarum, να καταστρέψει τη ζωή μιας ολόκληρης οικογένειας και ποιος κυνηγάει να εντοπίσει ένα από τα σπάνια αντίτυπα που βιβλιοδετήθηκε με ανθρώπινο δέρμα; Μια διαφορετική ιστορία, ποτισμένη με την ομίχλη και τη λάσπη της αγαπημένης μου πόλης, της Βενετίας.

Πρόκειται για μια ξεχωριστή ιστορία, γεμάτη μυστήριο και ανατροπές καθώς και βιβλιοφιλικές αναφορές, μιας και ο κύριος άξονας των γεγονότων είναι το βιβλιοπωλείο Libreria Mystico, ένα μαγαζί που έχει τυλιγμένα όλα του τα βιβλία κι ο πελάτης διαλέγει στην τύχη αυτό που θα μιλήσει στην ψυχή του, στις αισθήσεις του. Βοηθός του Φραντσέσκο είναι η οκτάχρονη Ιρένε, που καταφέρνει να μυρίζει πιο βαθιά μέσα στις σελίδες των τυλιγμένων βιβλίων και να εντοπίζει αμέσως ποια μυρίζουν προδοσία κι εγκατάλειψη, ποια λεμονανθούς, ποια ευτυχία. Κατ’ εκείνη: «… για να σου αποκαλυφθεί ένα βιβλίο ευτυχίας, πρέπει πρώτα να έχεις περάσει από όλα τα αρώματα. Να διαβάσεις πολλά… αλλιώς πώς θα καταλάβεις πως αυτό που κρατάς είναι ευτυχία;» (σελ. 86).

Ο Φραντσέσκο γερνάει όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα η Ιρένε να ωριμάζει νωρίτερα από την ηλικία της. Ένα τρυφερό ντουέτο, με αξέχαστες στιγμές επικοινωνίας. Τους αγάπησα πολύ κι ας φοβάται ο παππούς να μεταδώσει στην εγγονή του τη γνώση και τη μόρφωση, κρατώντας την αναλφάβητη, χωρίς να της ξυπνάει τη δίψα για μάθηση, από φόβο μην τιμωρηθεί όπως η κόρη του και μητέρα της. «Εάν άφηνε την Ιρένε να μαγευτεί από τον κόσμο των βιβλίων, από τις ιδέες που κουβαλούσαν, από τα συναισθήματα που δημιουργούσαν, θα της χάριζε μια ζωή μέσα στην αμφιβολία και στην αμφισβήτηση. Θα ήταν υποχρεωμένη να ζει σε μια διαρκή μάχη με τον κόσμο και με τον ίδιο της τον εαυτό. Όσο πιο πολύ ερχόταν σε επαφή με νέες ιδέες, όσο περισσότερα πράγματα γνώριζε, όσο κατακτούσε το άγνωστο για να της γίνει γνωστό, τόσο πιο δυστυχισμένη θα αισθανόταν» (σελ. 139).

Ένας δύσκολος χαρακτήρας λοιπόν ο παππούς Φραντσέσκο, με ανυπολόγιστες ψυχικές συνέπειες για μια αθώα ψυχή, η οποία όμως δεν ενοχλείται και αναπτύσσει τις αισθήσεις και τη νοοτροπία της μέσα από άλλα ερεθίσματα. Λέει χαρακτηριστικά ο ηλικιωμένος χαρακτήρας: «Τα βιβλία δεν είναι πίνακες ζωγραφικής για να χαζεύουμε τα εξώφυλλά τους. Ούτε πόρνες πολυτελείας για να τα ξεφυλλίζουμε και να αποφασίζουμε με ποια θα πάμε για να ικανοποιήσουμε τα πιο ταπεινά μας ένστικτα… Τα βιβλία… είναι πιο ζωντανά από σένα κι από μένα. Γιατί εμείς έχουμε μόνο μια ζωή. Εκείνα ζουν και μια και δυο και τρεις ζωές. Πολλές ζωές. Μέχρι να τα κατασπαράξουν η φωτιά, το νερό, ο τερμίτης ή η σκόνη. Ή η λήθη. Η λήθη, χειρότερος εχθρός κι από την ίδια τη φωτιά» (σελ. 37). Επίσης, εξαιρετική και τεκμηριωμένη συναισθηματικά στη σελίδα 331 δίνεται η ανάγκη της συγγραφέως να μιλήσει μέσω του Φραντσέσκο για τις διαφορές μεταξύ του έντυπου και του ηλεκτρονικού βιβλίου!

Οι γείτονες του βιβλιοπωλείου, ο Πάμπλο με τις καλλιτεχνικές μάσκες που κατασκευάζει, και η Ρομπέρτα η φουρνάρισσα, που φτιάχνει νόστιμα πανίνι και κάθε βράδυ στο σπίτι της την περιμένουν τα ασιδέρωτα άπλυτα και οι γροθιές του συζύγου της, είναι δύο άνθρωποι που αγάπησαν και μεγάλωσαν την Ιρένε σαν κόρη τους. Σελίδα τη σελίδα η συγγραφέας μου έδειξε την ιστορία τους και τον τρόπο που συνδέονται με τη ζωή του Φραντσέσκο. Δεν είναι απλώς δυο χαρακτήρες βυθισμένοι στη μοναξιά τους, πιστοί σύντροφοι της μοίρας που οι ίδιοι χάραξαν αλλά κρατούν ένα σοβαρό μυστικό που θα ανατρέψει και πάλι την ακύμαντη σχεδόν καθημερινότητα της πόλης, ειδικά από τη στιγμή που έρχονται η Πατρίτσια και η Ελιζαμπέτα πίσω.

Αυτές οι δύο γυναίκες λοιπόν είναι το αδράχτι που θα ξετυλίξει τη συγκλονιστική ιστορία του βιβλίου, μιας και δεν έχουμε μόνο δραστικές αλλαγές στο παρελθόν αλλά και τις απροσδόκητες συνέπειες στο παρόν. Η αφήγηση κυμαίνεται από το σήμερα στο χτες σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, με εξαίρεση την πρωτοπρόσωπη κάποιων χαρακτήρων, κάτι που γίνεται άπαξ και στα σημεία καμπής της πλοκής για να γνωρίσει ο αναγνώστης ακόμη περισσότερο τα αίτια και τα αιτιατά κάποιων πράξεων. Ομολογώ πως στην αρχή διάβαζα χωρίς κάποια ιδιαίτερη αγωνία, απολαμβάνντας το μυρωδάτο περιβάλλον του βιβλιοπωλείου και τον τρόπο λειτουργίας του ενώ το στυλ της συγγραφέως είχε γονατίσει μπροστά στην Ιρένε και μου απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο την ομιλία της, τα χαρακτηριστικά της, τον τρόπο σκέψη της, την αφέλεια και την αθωότητά της. Από τη στιγμή όμως που εμφανίστηκε το παρελθόν τα πράγματα άλλαξαν. Κάτι ψήγματα από δω, κάτι κομμάτια από κει, άρχισε να αχνοφαίνεται ένα τραγικό παζλ και η ιστορία να αποκτά διαστάσεις πρωτοτυπίας και τραγικής ειρωνείας. Είναι μάλιστα τέτοιο το ταλέντο της κυρίας Βόικου που αρχικά μου φάνηκε πως μιλάγαμε για ένα μεταφυσικό μυθιστόρημα, μιας και κάποια πράγματα δεν κολλούσαν στον ρεαλισμό, την αμέσως επόμενη σχεδόν στιγμή όμως το νερό κύλησε στο αυλάκι και έφαγα ένα ηχηρό χαστούκι για την ανυπομονησία μου.

Συμπάθησα ιδιαίτερα τη Σινιόρα, την πόρνη, και τον Αντζελο, τον γονδολιέρη, τον περαματάρη της πόλης, μιας και είναι αυτός που φέρνει τις παραγγελίες στο βιβλιοπωλείο και με το αντίστοιχο τίμημα μεταφέρει τους νεκρούς στο νησί-νεκροταφείο της πόλης (μήπως γι’ αυτό τον βάφτισε η συγγραφέας Άντζελο; Χμ…..). Αδαμάντινοι χαρακτήρες και οι δύο, φυσικά με ένοχα μυστικά και βάρη, είναι πλανήτες-δορυφόροι, μόνο που η Σινιόρα δε διστάζει να μεταμορφωθεί σε κομήτη, επηρεάζοντας τις ζωές και τη μοίρα όσων αγάπησε. Η πείρα της, τα χάδια της που μπορούν να γίνουν μητρικά από ερωτικά, τα λόγια που δεν είπε, οι πράξεις που δεν παραδέχτηκε, μαζεύονται σωρός και την καλούν επιτακτικά να τα αντιμετωπίσει. Το άρωμα πούδρας θα καταφέρει να μαγέψει την αλήθεια και να διώξει τις συνέπειές της;

Δυστυχώς, όσο έντονο, διαφορετικό, ρεαλιστικό, δυνατό και αγωνιώδες ήταν όλο το μυθιστόρημα, τόσο άτονο μου φάνηκε το τέλος. Ήταν τόση και τέτοια η ένταση της ιστορίας και ο τρόπος που ξεδιπλώθηκε η πλοκή, που η λύση του δράματος και η ολοκλήρωση της ιστορίας να γίνεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ιρένε στα δεκαοχτώ της χρόνια, χωρίς την ενάργεια των σκηνών που ξέρει να περιγράφει η κυρία Βόικου, δε μου φάνηκε σωστή επιλογή. Αγάπησα πολύ τους χαρακτήρες και οι συνέπειες κάποιων πράξεων είναι τόσο βαθιές και σημαντικές για μια προσωπικότητα που άνετα θα μπορούσε να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα σε λίγες ακόμη σελίδες, χωρίς φόβο κόπωσης ή αδυναμίας. Ο χειρισμός της πλοκής και της ιστορίας ήταν συνολικά πολύ έξυπνος, δραματικός όσο θα έπρεπε, με σωστές δόσεις αποκαλύψεων και σασπένς και τα πάντα κλείνουν μέσα από την αφήγηση της Ιρένε, στερώντας (μου) τη δυνατότητα να απολαύσω λίγο ακόμη από τη γραφή της κυρίας Βόικου. Αυτό όμως είναι κάτι που δε θα επηρεάσει την κρίση μου για το μυθιστόρημα εν όλω, που είναι μια διαφορετική κατάθεση ψυχής και ίσως ένα από τα καλύτερα ψυχογραφήματα της ίδιας της Βενετίας που έχω διαβάσει ως τώρα, μιας και η πόλη αντιδράει κι αυτή μαζί με τους ήρωες, κι ας μη φαίνεται παρά μόνο σε μια δεύτερη, πίσω από τις γραμμές, ανάγνωση.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Γιατί δεν το’χουν σε τίποτα τα σερνικά. Δεν μπορούν να καταλάβουν τον πόνο της μάνας. Σαν δουν πως δεν φεύγει η θλίψη από πάνω σου, σ’ απαρατάνε. Φεύγουν γι’ αλλού. Δεν είναι για τα δύσκολα φτιαγμένοι οι άντρες. Από πηλό τους έφτιαξε ο Θεός…εύθραυστους, να σπάνε εύκολα. Ενώ εμάς τις γυναίκες από άγρια πέτρα μας πελέκησε. Σκληρές, ν’ αντέχουμε τα δύσκολα…» (σελ. 304).

Πάνος Τουρλής