Η πίσω αυλή

της Μαρίας Δασκαλάκη

Η Ζωή με το λειψό δεξί χέρι κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της όταν οι γονείς της αποφασίζουν να μετακομίσουν στη Νάξο και πιάνει φιλίες με μια μισοτελειωμένη αρχαία Κόρη. Η ζωή στο νησί είναι εντελώς διαφορετική και λόγω του καλοκαιριού έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να εξερευνήσει και να μάθει. Καθαρίζοντας ένα παλιό αποθηκάκι με τον αδερφό της ανακαλύπτουν ένα μπαούλο γεμάτο μυστικά από την καταστροφή της Σμύρνης του 1922. Πώς συνδέεται η οικογένεια της Ζωής με όλα αυτά; Τι ανοίγει το κλειδί που βρίσκουν; Σε ποιον ανήκουν τα ρούχα και τα αντικείμενα στο παλιό μπαούλο;

Η Μαρία Δασκαλάκη ξεδιπλώνει μια όμορφη και τρυφερή ιστορία γεμάτη ανθρωπιστικά μηνύματα και συναρπαστικές εξελίξεις, δίνοντας έμφαση στη μικρασιατική καταστροφή και στις συνέπειες του ξεριζωμού που βίωσε ο ελληνισμός τότε. Περιγράφει με τρυφερότητα και ενδιαφέρον την καθημερινότητα ενός εσωστρεφούς και «κλειστού» παιδιού, που λόγω της αναπηρίας του προτιμάει να κάθεται σε μια γωνιά και να διαβάζει παρά να συναναστρέφεται τους συμμαθητές του. Όταν τα πράγματα ζορίζουν οικονομικά για τους γονείς της, Στεφανία και Μηνά, έρχονται στη Νάξο για να βοηθήσουν τον παππού Γαβρίλη και τη γιαγιά Κυριακή με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εκεί το κορίτσι αποκτά τη συνήθεια να πηγαίνει με το λεωφορείο από τη Χώρα στο Φλεριό, στο λιγότερο τουριστικό μέρος του νησιού και να εξομολογείται σε μια ξαπλωμένη, μισοτελειωμένη κι εγκαταλειμμένη Κόρη τη ζωή της. Οι εξερευνήσεις αυτές την κάνουν λιγότερο εσωστρεφή και ξαναφέρνουν τη χαρά στη ζωή της. Με αφορμή το γεγονός πως η Ζωή έχει κολοβό το δεξί της χέρι νιώθει ένα πρωτόγνωρο δέσιμο με το άγαλμα ενώ τα απογεύματα περνάει αξέχαστες στιγμές με τον δίδυμο αδελφό της, Αλέξη και τον φίλο του, Νικόδημο.

Αφηγηματικά, η ιστορία μάς βάζει κατευθείαν στην καθημερινότητα της οικογένειας στη Νάξο και μετά μαθαίνουμε για τους λόγους που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στο νησί ενώ όταν εμφανίζεται στην κουβέντα η προγιαγιά που γλύτωσε στα οκτώ της χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης με διαρκή πρωθύστερα γνωρίζουμε από κοντά την οικογένεια της Θάλειας και τις δυσκολίες που βίωσε τις μαύρες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1922, όπου η ανεμελιά και η χαρά αντικαταστάθηκαν από το αίμα και τη φρίκη. Εναλλάξ λοιπόν από τη μια βλέπουμε τα τρία παιδιά να καθαρίζουν το σπιτάκι που είχε χτίσει η προγιαγιά όταν έφτασε στη Νάξο και από την άλλη ζούμε τη λάμψη, την ομορφιά και τη χαρά της ελληνικής κοινότητας Σμύρνης, γνωρίσματα που μετά το 1919 δίνουν τη θέση τους στην αγωνία, στην αβεβαιότητα και τέλος στη σφαγή. Τι όμορφα και παραστατικά που ζωντανεύει η πανέμορφη Σμύρνη, με το Και, το τραμ, τα κλαμπ και τα ξενοδοχεία, με τους λογιών λογιών κατοίκους της! Ανέμελες και ξένοιαστες οι μέρες της μικρής Θάλειας, σκοτεινές και δυσοίωνες όμως για τους μεγάλους! Η συγγραφέας δεν ωραιοποιεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως καταγράφει με λεπτομέρειες τις βιαιότητες και τα έκτροπα. Με σεβασμό και αγάπη απέναντι στα παιδιά φέρνει στο φως τα σημαντικότερα γεγονότα που οδήγησαν το ελληνικό στοιχείο στον όλεθρο και τις τελευταίες μέρες της πόλης της Ιωνίας, ξεκινώντας από την απόβαση του ελληνικού στρατού τον Μάιο του 1919 και την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ ως την κατάρρευση του μετώπου. Η Μαρία Δασκαλάκη δε μεροληπτεί, αντίθετα τονίζει ξεκάθαρα πως εν καιρώ πολέμου και οι Έλληνες και οι Τούρκοι έκαναν ακρότητες, άλλωστε σ’ έναν πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Μέσα από διαλόγους και ερωταποκρίσεις των παιδιών μαθαίνουμε με συναρπαστικό τρόπο και χωρίς να κουραζόμαστε για τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής, για τα κίνητρα, για τα αίτια, για τις συνέπειες.

Η Νάξος πάντως δε μένει παραπονεμένη, αφού η Ζωή με τις εξερευνήσεις της μας συστήνει το νησί, τη μυθολογία και την ιστορία του, με το ηλιοβασίλεμα στην Πορτάρα να συναγωνίζεται σε ομορφιά αυτό της Σμύρνης. Τοπόσημα του νησιού, ιδιωματικές λέξεις, τα φαγητά του τόπου, μνημεία και αξιοθέατα, η Γρόττα, τα μυκηναϊκά ίχνη σε κάποια ερείπιά της, η Πόρτα του Γιαλού και η παλιά αγορά με την άναρχη ρυμοτομία της, όπου τόσο γοητευτικά χάνεσαι, η έντονη διαφορά της φασαριόζικης πόλης τη νύχτα και της ήρεμης, γαλήνιας ίδιας πόλης νωρίς το πρωί, η Τρανή Πόρτα και το κάστρο με τη Σχολή των Ουρσουλινών και την καφετέρια Άβατον, ο Μάριος στο Παλιό Βιβλιοπωλείο και τόσα άλλα σημεία του νησιού φτιάχνουν ένα υπέροχο και άκρως ρεαλιστικό φόντο, όπου γαληνεύουμε από την ένταση και την αγωνία για επιβίωση της οικογένειας της Θάλειας έναν αιώνα πριν. Η Μαρία Δασκαλάκη αποτυπώνει με ρεαλισμό τις τελευταίες μέρες της Σμύρνης και τις δένει αναπάντεχα με την ίδια πόλη που ξέρουμε σήμερα, όπου τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο. Η φράση «Μέχρι τώρα ήξερα πως μπορεί να έχεις ένα σπίτι και να έχεις χάσει το κλειδί του. Μα τώρα κατάλαβα πως μπορεί να υπάρχουν και κλειδιά που έχουν χάσει τα σπίτια τους» (σελ. 123) είναι το έναυσμα για ένα ταξίδι που θα κλείσει παλιούς λογαριασμούς, θα ενώσει για πάντα υποθετικά αντίθετα διακείμενους λαούς και θα μου φέρει δάκρυα στα μάτια όταν μου αποκάλυψε τα μυστικά της πίσω αυλής χάρη σ’ ένα κλειδάκι.

Στο νέο της μυθιστόρημα για παιδιά από 10 ετών και πάνω η Μαρία Δασκαλάκη καταγράφει με ενάργεια και συναρπαστικές λεπτομέρειες την καταστροφή της Σμύρνης, συνδέοντάς τες με την οικογένεια ενός κοριτσιού που θα εγκατασταθεί πλέον με την οικογένειά της στη Νάξο. Το παιδί αυτό είναι η επόμενη γενιά στην οποία πρέπει να στηρίζουμε κάθε μας ελπίδα για συμφιλίωση και επούλωση πληγών και να την καθοδηγούμε σε πιο φωτεινά και ενάρετα μονοπάτια για βελτίωση των σχέσεων με τους άλλους αλλά και του εαυτού μας. Ειλικρίνεια, τρυφερότητα, σεβασμός και αγάπη για τις χαμένες πατρίδες πηγάζουν από μια παρέα παιδιών που ζουν στη Νάξο και μαθαίνουν για το πολύτιμο παρελθόν της οικογένειάς τους ενώ αβίαστα γέλια ξεσπούν με το αυτοαναφορικό κλείσιμο του ματιού στην τελευταία σελίδα!

Πάνος Τουρλής