Ο Λιουκ Χάντλερ σκοτώνει τη σύζυγο και τον γιο του και αυτοκτονεί, αφήνοντας όμως την έξι μηνών κόρη του ζωντανή. Οι πολλαπλές δολοφονίες φέρνουν πίσω τον αστυνομικό Άρον Φαλκ και τον αναγκάζουν ν’ αντιμετωπίσει ένα παρελθόν που προσπαθεί να ξεχάσει. Αναμνήσεις, αφόρητη ζέστη κι ένα κύμα μίσους απέναντι στον Λιουκ Χάντλερ για ό,τι έκανε είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που έχει ν’ αντιμετωπίσει ο Φαλκ, που χωρίς να το καταλάβει αρχίζει να ερευνά την υπόθεση και να μπλέκεται περισσότερο απ’ όσο περίμενε.  

Το μυθιστόρημα είναι ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα και ένα αρμονικό σύνολο επιμέρους ιστοριών που μπλέκουν όλες μαζί και συγκροτούν ένα κουβάρι φαινομενικά χωρίς άκρη. Την ξηρασία, τη δίψα, τη στείρα γη την ένιωσα στο πετσί μου σχεδόν από την αρχή και κατάλαβα πόσο πολύ μπορεί να επηρεάσει αυτή η ατμόσφαιρα τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι περιγραφές της φύσης γύρω και μέσα στην Κιβάρα είναι ρεαλιστικές και γεμάτες ίχνη μιας παραιτημένης ζωής που εδώ και δύο χρόνια δεν έχει πιει σταγόνα νερό. Ο ποταμός φυσικά έχει στερέψει, στις όχθες του έχουν αναπτυχθεί ξεραμένα δείγματα πρώην ζωής, «η σκιά ήταν φευγαλέα πολυτέλεια» (σελ. 12) και «Μερικά κακόμοιρα πρόβατα σήκωσαν το κεφάλι με ελπίδα όταν πέρασε από δίπλα τους» (σελ. 327). Επομένως, με τη σειρά τους, οι αγρότες αρχίζουν να παραιτούνται και ο τόπος να ερημώνει: «Τα καταστήματα στις δυο πλευρές του δρόμου είχαν κλείσει οριστικά, οι βιτρίνες τους άδειες. Η ίδια ιστορία και πιο πέρα… -Αυτό είναι το ζήτημα με τα οικονομικά προβλήματα. Είναι μεταδοτικά. Οι αγρότες δεν έχουν λεφτά να ξοδέψουν στα μαγαζιά, τα μαγαζιά χρεοκοπούν και μετά έχεις ακόμα περισσότερους ανθρώπους χωρίς λεφτά για ξόδεμα» (σελ. 121).

Η συγγραφέας  φροντίζει να διαλύσει μια για πάντα τη ροζ τσιχλόφουσκα της γαλήνιας ζωής σ’ ένα χωριό, μακριά από την κίνηση και τον θόρυβο της πόλης: «Η ιδέα μιας υγιεινής και ήσυχης ζωής έμοιαζε θελκτική, όταν τη ζύγιζες κολλημένος στην κίνηση ή στριμωγμένος σ’ ένα διαμέρισμα χωρίς κήπο. Όλοι είχαν το ίδιο όραμα, να ανασαίνουν φρέσκο καθαρό αέρα και να γνωρίζουν τους γείτονές τους… Φτάνοντας, κι ενώ το φορτηγό της μετακόμισης χανόταν από τα μάτια τους, κοιτούσαν τριγύρω και πάντοτε αιφνιδιάζονταν από το πόσο απελπιστικά αχανής ήταν η ύπαιθρος. Ο χώρος ήταν το πρώτο πράγμα που τους τρόμαζε. Τόσο πολύς χώρος. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να τους τσακίσει. Να κοιτάς και να μη βλέπεις ψυχή ανάμεσα σε σένα και στον ορίζοντα… Μπορεί να μην ήσουν κολλημένος καθημερινά στην κίνηση αλλά δεν είχες και πουθενά να πας» (σελ. 237).

Έτσι λοιπόν το βιβλίο έχει πολλά φρέσκα και διαφορετικά πραγματολογικά στοιχεία για να βυθιστεί κανείς σε μια συναρπαστική ιστορία δολοφονιών, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει σύντομα πως και η ιστορία καθαυτή είναι ξεχωριστή και δημιουργεί δικά της μονοπάτια στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, ειδικά όταν φτάνουμε στο τέλος και τα πράγματα μπαίνουν επιτέλους στη θέση τους. Πρώτα απ’ όλα, ο Πρόλογος είναι από τις πιο πρωτότυπες αρχικές επαφές με το κείμενο, μιας και ο τόπος δολοφονίας και τα πτώματα μας συστήνονται μέσα από τα μάτια ενός σμήνους από κρεατόμυγες που βρήκαν άφθονο αίμα για να χορτάσουν! Προσεγμένες λέξεις και σωστός ανθρωπομορφισμός βοηθάνε να ξεκινήσουν οι πρώτες ανατριχίλες! Ποτέ δεν περίμενα πως ένα έντομο θα είχε τέτοιες προσδοκίες!

Ο Λιουκ φέρεται να δολοφόνησε τη σύζυγό του, Κάρεν και τον γιο τους, Μπίλι Χάντλερ και ν’ αυτοκτόνησε, αφήνοντας ζωντανή τη δεκατριών μηνών κόρη του, Σάρλοτ: «Ο Λιουκ Χάντλερ ίσως να είχε ένα φως να τον περιμένει όταν γύριζε σπίτι, αλλά κάτι απ’ αυτήν την άθλια, απελπισμένη κοινότητα είχε εισχωρήσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Κάτι σάπιο, πηχτό και μαύρο, ώστε να σβήσει εκείνο το φως για πάντα» (σελ. 190). Ο Άρον Φαλκ, ομοσπονδιακός αστυνομικός στη Μελβούρνη, που δουλεύει στη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος, επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια στην Κιβάρα κατόπιν αυστηρής εντολής του πατέρα του Λιουκ, Τζέρι κι έρχεται αντιμέτωπος με τις αλλαγές σε κτήρια κι ανθρώπους. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη γιατί η δική του ιστορία δεν έχει ξεχαστεί: η Έλι Ντίκον είχε βρεθεί πνιγμένη στο ποτάμι κι όλοι κατηγόρησαν αυτόν, αναγκάζοντας τον πατέρα του να τα μαζέψει και να φύγουν άρον άρον, αφήνοντας πίσω τους τις ρίζες τους, τα χωράφια των προγόνων τους, το σπίτι τους. Αυτό το γεγονός, παρά τις επίμονες διαβεβαιώσεις του Λιουκ ότι δεν το έκανε αυτός, έφερε και την τελευταία ρήξη στη σχέση του με τον πατέρα του. Τι απέγινε λοιπόν σε αυτό το μεσοδιάστημα η Γκρέτσεν Σόνερ και πώς έφτασε ο Λιουκ να κάνει αυτό το έγκλημα; Ο θάνατος της Έλι ήταν δολοφονία ή αυτοκτονία και γιατί; Τι μπορεί να κατέστρεψε μια παρέα και μια φιλία; Ποιες ήταν οι συνέπειες για όσους διάλεξαν να μείνουν και για όσους αναγκάστηκαν να φύγουν;

Ο Φαλκ είναι ανεπιθύμητος στην πόλη, άλλωστε κι ο ίδιος θέλει να φύγει, σταδιακά όμως αρχίζει να μπλέκεται όλο και περισσότερο στην υπόθεση, προσπαθώντας να τη διαλευκάνει με τη βοήθεια του Αρχιφύλακα Ράκο, ώστε να βεβαιωθεί πως ο δολοφόνος είναι όντως ο παλιός του φίλος. Ταυτόχρονα, η εχθρικότητα του πατέρα και του ξαδέλφου της Έλι βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του, ακριβώς όπως είχε γίνει και στο παρελθόν. Έχουμε λοιπόν έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, να λυθεί η υπόθεση πριν κινδυνέψει θανάσιμα ο ίδιος, έχουμε μια βουτιά σε σκοτεινές αναμνήσεις που καλύτερα να είχαν μείνει θαμμένες και να μην είχαν ξαναβγεί στην επιφάνεια και γενικότερα η κάθε σελίδα μυρίζει από χιλιόμετρα μπαρούτι. Αυτή η κορύφωση της αγωνίας και της έντασης επιτείνεται με την παράθεση των γεγονότων του χτες όχι σε δικά τους κεφάλαια αλλά σε κοφτές, παρένθετες παραγράφους που προχωράνε την ιστορία όλο και περισσότερο. Γεγονότα, μυρωδιές, οικείες εικόνες, κουβέντες ξυπνάνε την αντίστοιχη ανάμνηση στον Φαλκ και διάβαζα με λαχτάρα για όσα συνέβησαν και διέλυσαν τη χαρούμενη και ανέμελη παρέα των τεσσάρων παιδιών, του Φαλκ, του Λιουκ, της Έλι και της Γκρέτσεν, μόνο και μόνο για να γυρίσουμε στο σήμερα, πάντα στο πιο κρίσιμο σημείο της εξιστόρησης.

Η αλήθεια πίσω από όλα αυτά ήταν πανέξυπνη και ευρηματική, μιας και χρησιμοποίησε όλες τις μικρολεπτομέρειες που άφησε σκόρπιες η συγγραφέας μπροστά στα μάτια μου για να τις ενώσει στο λυτρωτικό τέλος, χωρίς υπερβολές και ανακρίβειες. Πολλές φορές, κάποιες λέξεις είχαν διττό ρόλο, στρέφοντας τις υποψίες μου κάπου αλλού ενώ διάφορα μικροπράγματα ήταν εκεί και μου έκλειναν το μάτι, περιμένοντας να λύσω την υπόθεση πριν το τέλος! Μαγεμένος και συνεπαρμένος από την ατμόσφαιρα και τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, διάβασα με ανακούφιση και λυτρωμένος τη λύση του μυστηρίου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω πως αμέσως μετά έκλειναν και οι υπόλοιπες ιστορίες, βάζοντας τα πράγματα σε μια αναπάντεχη θέση, θίγοντας θέματα όπως ο αλκοολισμός, η ενδοοικογενειακή βία και η μελαγχολία της εφηβείας. Δε φτάνει δηλαδή που έκλεισε η κεντρική υπόθεση, με τις αναπάντεχες ανατροπές της, έχουμε και τα επιμέρους γεγονότα που έμπλεξαν περισσότερο την ιστορία να τοποθετούνται σε εντελώς διαφορετικές βάσεις, αφήνοντάς με και πάλι άφωνο και σ’ ένα σημείο δακρυσμένο.

«Ξηρασία» λοιπόν, ρωγμές στο έδαφος, ρωγμές και στην επιφάνεια των σχέσεων, ρωγμές και στο μυαλό που ξεπροβάλλει αθέλητες αναμνήσεις. Μίσος, υποκειμενικότητα, κρυφοί ρόλοι και πολλές τραγικές αλήθειες περιμένουν τον ανυποψίαστο αναγνώστη να του αφηγηθούν τα καθέκαστα. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, εντεταγμένο σε ακραίες καιρικές συνθήκες, που καταγράφει πρόσωπα και καταστάσεις ακριβοδίκαια και κατορθώνει ν’ ανεβάσει την αδρεναλίνη στα ύψη.

Πάνος Τουρλής