Η γυναίκα του Ίσνταλ

του Βαγγέλη Γιαννίση

Μια γυναίκα βρίσκεται απανθρακωμένη σε μια ορεινή κοιλάδα της Νορβηγίας. Έγκλημα ή αυτοκτονία; Γιατί άφησε γύρω της τα προσωπικά της αντικείμενα σα να επρόκειτο ν’ αυτοκτονήσει; Γιατί λείπουν οι ετικέτες από τα ρούχα της; Ποια είναι και πώς βρέθηκε στην κοιλάδα; Ποια είναι η πραγματική της ταυτότητα και γιατί χρησιμοποιούσε ψεύτικα ονόματα και μεταμφιέσεις; Τι κρύβεται πίσω από τον κώδικα που βρέθηκε στη φόδρα της βαλίτσας της;

Ο Βαγγέλης Γιαννίσης, με αφορμή την πραγματική υπόθεση της γυναίκας χωρίς ταυτότητα στη Νορβηγία του 1970, έγραψε τη δική του οπτική γωνία γι’ αυτό το έγκλημα με τον γνωστό συναρπαστικό τρόπο. Μάλιστα, ο Jørn Lier Horst γράφει στην εισαγωγή περισσότερα πάνω σ’ αυτό. Ο Βαγγέλης Γιαννίσης λοιπόν έκανε ενδελεχή έρευνα σε όσα στοιχεία μπόρεσε να βρει και κατάφερε να ταιριάξει τις ελάχιστες αποδείξεις με τη γόνιμη φαντασία του, δημιουργώντας ένα δυνατό stand-alone μυθιστόρημα, γεμάτο καρτέλ ναρκωτικών, δίκτυο διαφυγής εγκληματιών πολέμου σε χώρες της νότιας Αμερικής, προσωπικά προβλήματα σε πολλούς χαρακτήρες και μια συναρπαστική ατμόσφαιρα γεμάτη απανωτές ανατροπές και αποκαλύψεις.

Είμαστε στο 1970. Ο Ρολφ Στόλεσεν, προϊστάμενος του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Μπέργκεν, έναν χρόνο μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του που, παρ’ όλ’ αυτά, στοίχισε τη ζωή της γυναίκας του, Μπέτε, αναλαμβάνει την υπόθεση μιας μυστηριώδους γυναίκας που βρέθηκε νεκρή στην κοντινή κοιλάδα του Ίσνταλ, την Κοιλάδα του Θανάτου όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Μεγαλώνει μια έφηβη κόρη, την Ίντε, με την οποία τα πράγματα χειροτέρεψαν μετά τη μοιραία νύχτα, με αποτέλεσμα συνεχείς καβγάδες μεταξύ τους, ενώ ο πατέρας του, Άρνε, πρώην αλκοολικός, νιώθει πως του κάνει τη ζωή δυσκολότερη, μιας και πιστεύει πως διαιωνίζει τα δικά του λάθη στην ανατροφή της Ίντε.

Γύρω από τον Στόλεσεν κινούνται εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως ο αρχιφύλακας Ούλε Στραντ, που έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, η οποία έμαθε πως είναι έγκυος κι αυτό του δημιουργεί άγχος που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με σωστό τρόπο, η ασυμβίβαστη αρχιφύλακας Ελίσε Μπόλερ που έχει μια σκιά στο παρελθόν της, οι αστυφύλακες Αλφ Μάρνουμ και Έμπε Φάρνες (ή Ψάρι, μιας και είναι το νεότερο μέλος του τμήματος), οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα με κάτι που καλύτερα είναι να μείνει κρυφό, ο Άνερς Φλο, ειδικός πράκτορας του Εγκληματολογικού που καταφτάνει από το Όσλο σχεδόν αμέσως για να αναλάβει την υπόθεση, έξυπνος και διορατικός, που νιώθει να πνίγεται στο περιβάλλον του Μπέργκεν, μια πόλη που σαφώς δεν είναι καλύτερη από το Όσλο αλλά τον κάνει να αισθάνεται πιο βρώμικος, ο διοικητής της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Μπέργκεν Φρανκ Λίκεν και άλλοι.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπλέκουν σ’ ένα αρχικά αξεδιάλυτο κουβάρι χωρίς άκρες, ο καθένας με τα μυστικά του και τις φιλοδοξίες του, σταδιακά όμως οι κρίκοι ενώνονται, οι εξελίξεις δημιουργούν νέα ερωτήματα, η υπόθεση κορυφώνεται σταδιακά και οδηγεί σε πολλά μονοπάτια. Ποιο είναι όμως το σωστό; Τι σχέση έχει μια οικογενειακή τραγωδία της Γερμανίας του 1940 με το σήμερα; Είναι αλήθεια όσα λέγονται για γνωστούς Ναζί εγκληματίες πολέμου; Ναι, αλλά ποια είναι η γυναίκα του Ίσνταλ και τι σχέση έχει με όλα αυτά;

Το μυθιστόρημα σέβεται απόλυτα την εποχή του 1970 και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν αστυνομικές διευθύνσεις και μυστικές υπηρεσίες. Το ένα βήμα οδηγεί στο άλλο, οι χαρακτήρες αλληλοεπιδρούν με απρόσμενο τρόπο, η ιστορία ξεφεύγει πολλές φορές από τα κλισέ και τις ασφαλείς πεπατημένες και δε διστάζει να δείξει διαφορετικά προσωπεία και απρόσμενες αντιδράσεις. Η υπόθεση της γυναίκας του Ίσνταλ γίνεται όλο και πιο περίπλοκη ενώ το ασφυκτικό περιβάλλον της Νορβηγίας κάνει τα πράγματα ανυπόφορα: «Οι νύχτες στην πόλη τέτοια εποχή, στις παρυφές του χειμώνα, ήταν μεγάλες, πηχτές σαν πίσσα, σε έσφιγγαν στη μαύρη και μελαγχολική αγκαλιά τους μέχρι η ομίχλη της κατάθλιψης να τυλίξει το μυαλό και να το κάνει να αποζητήσει παρηγοριά στο μπουκάλι ή στην καραμπίνα» (σελ. 49). Πιο συγκεκριμένα, στο Μπέργκεν: «Οι φόροι, ο θάνατος και η βροχή ήταν οι μοναδικές σταθερές της ζωής» (σελ. 56).

Εκτός από τον υποδειγματικό τρόπο συνένωσης επιμέρους ιστοριών και τις επεκτάσεις της καθαυτής πλοκής, μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε ο συγγραφέας μια γνωστή θεματική επιλογή που θα συναντήσουμε σε πολλά μυθιστορήματα, την οποία τοποθέτησε σε εντελώς διαφορετικές βάσεις, εξίσου ρεαλιστικές και ανθρώπινες όμως. Επίσης, πολλές διαχρονικές παρατηρήσεις με έβαλαν σε σκέψεις: «Τα συναισθήματα ήταν κουραστικά. Ειδικά αυτά που είχαν να κάνουν με άτομα τα οποία δεν υπήρχαν πια. Τα συναισθήματα δίχως ανταπόκριση. Εξουθένωναν» (σελ. 188). Ο συγγραφέας δεν είναι υπέρμαχος της μοίρας: -«Πώς νομίζεις ότι θα εξελιχθεί το παιδί ενός μέθυσου το οποίο κακοποιούνταν συστηματικά ή ένα παιδί που μεγάλωσε στον δρόμο; -Κι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μοίρας που αποφάσισε το μέλλον του παιδιού αυτού, ή γινόμενο του συνόλου της ελεύθερης βούλησης όσων ατόμων σχετίζονται με το άτομο αυτό» (σελ. 266). Η ποικιλία των χαρακτήρων δίνει και διάφορες ερμηνείες στους βασικούς θεματικούς άξονες της ιστορίας, όπως με τον ηλικιωμένο εγκληματία πολέμου που έκανε εντύπωση στην Μπόλερ: «-Αν συναντούσα κάποιον από αυτούς στον δρόμο, δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι μπροστά μου βρίσκεται ένα τέρας. -Νομίζεις πως είναι τέρατα; -Δεν είναι; -Σίγουρα έκαναν τερατώδεις πράξεις. Και σίγουρα θέλουμε να πιστεύουμε πως είναι τέρατα… Γιατί, αν δεν είναι τέρατα, αν είναι καθημερινοί άνθρωποι σαν κι εμάς, αυτό σημαίνει πως είμαστε κι εμείς οι ίδιοι ικανοί να κάνουμε τέτοιες τερατώδεις πράξεις αν οι συνθήκες μας ωθήσουν» (σελ. 271),

Εκτός από την πικρία που άφησε ο πόλεμος στα θύματα, εκτός από τις βρώμικες δουλειές που παίζονται σε σκοτεινά υπόγεια, έχουμε και μια στοργική (όσο γίνεται) ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται σε μια καταθλιπτική χώρα. Ειδικά οι οικογενειακοί δεσμοί του Στόλεσεν με την κόρη και τον πατέρα του είναι πολύ δυνατοί: ο μεν πατέρας (Άρνε) παραδέχεται πως μισεί τον γιο του γιατί του θυμίζει τη νεκρή μητέρα του αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβε πως ο πόνος της απώλειας ελαττώνεται («Κάποια στιγμή, όταν χάνεις κάθε ελπίδα, τα κύματα αραιώνουν. Δεν χαμηλώνουν σε ύψος, αλλά πάντως αραιώνουν. Σου δίνουν χρόνο να πάρεις μια ανάσα, και, όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνεις ότι η συχνότητά τους μικραίνει», σελ. 118), ο δε γιος (Ρόλφε) μεταχειρίζεται εξίσου σκαιά, αν και με τύψεις, την κόρη του, με αφορμή τη δολοφονία της δικής του γυναίκας. «Ήταν τρία σπασμένα κομμάτια γυαλί τα οποία κάποτε ανήκαν στο ίδιο βάζο…» (σελ.176). Θα καταφέρουν να εξισορροπήσουν αυτές τις λεπτές θέσεις;

«Η γυναίκα του Ίσνταλ» είναι ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα που βασίζεται σε πραγματική υπόθεση που ακόμη ταλανίζει τη Νορβηγία και μας ταξιδεύει πίσω στη δεκαετία του 1970 αλλά και στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και στο κοντινό μας μέλλον. Καλοδουλεμένοι χαρακτήρες, πλούσια πλοκή, ενδιαφέρουσες απόψεις, διαχρονικά μηνύματα, διεισδυτικότητα και σασπένς είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά που συναντώ σε κάθε βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση και πάντα μου χαρίζουν την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, αγωνία και απόλαυση.

Πάνος Τουρλής