Η αγαπητικιά

της Σόφης Θεοδωρίδου

Ελλάδα, 1914. Λήξη των Βαλκανικών πολέμων και έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου. Άρτι απελευθερωμένες περιοχές έχουν ενσωματωθεί στον κορμό της Ελλάδας, χωρίζοντας τον κοινωνικό ιστό στα δύο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι δύο ηγετικές φυσιογνωμίες με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Είναι το δίπολο που θα οδηγήσει την Ελλάδα στον Εθνικό Διχασμό του 1916, στα αιματηρά Νοεμβριανά, σ’ έναν από τους χειρότερους εμφυλίους του 20ού αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο γεννιέται και αναπτύσσεται ένας απαγορευμένος έρωτας ανάμεσα στη Ρόσα και τον Χάρη, την πανέμορφη κοκκινομάλλα κόρη πλούσιου εργοστασιάρχη και τον φτωχό μα φέρελπι φοιτητή Ιατρικής. Θα νικήσει η αγάπη τα κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα που θα τους χωρίζουν και θα τους ξανασμίγουν; Πόσο θα αδιαφορήσει η Ρόσα για τα κουτσομπολιά που τη χαρακτηρίζουν «αγαπητικιά του Τουρκομερίτη»; Αξίζει να πολεμήσει κανείς για τον έναν και μοναδικό έρωτα που θα έρθει στη ζωή του;

Το νέο μυθιστόρημα της κυρίας Σόφης Θεοδωρίδου ασχολείται με μια περίοδο δύσκολη για την ελληνική ιστοριογραφία, με τα σκληρά και ντροπιαστικά χρόνια που οδήγησαν την Ελλάδα σε διχόνοια και αιματηρές αδελφοκτόνες συγκρούσεις, ξέχωρες από αυτές στην πολεμική κονίστρα. Η πένα της και η ματιά της με βοήθησαν να καταλάβω πολλά σημεία δυσνόητα ή με κρυφές λεπτομέρειες για την πορεία των γεγονότων και τις εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις. Χάρη σ’ εκείνη ανέτρεξα τουλάχιστον τρεις φορές σε εγκυκλοπαίδειες και βιβλία που γράφουν για την εποχή ώστε να μάθω ακόμη περισσότερα, να γνωρίσω βαθύτερα τα πρώτα χρόνια του ελληνικού 20ού αιώνα. Για άλλη μια φορά καταπιάνεται με μια εποχή που απαιτεί μελέτη, προσοχή, ευαισθησία και ουδετερότητα και με μια ερωτική ιστορία, της οποίας κρατά το γενικό κλισέ περίγραμμα μόνο και μόνο για να ανατρέψει κάθε στερεότυπο πλοκής και εξελίξεων. Η ερωτική ιστορία της Ρόσας και του Χάρη διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, αναπτύσσεται επαρκώς, αναπαρίσταται στέρεα και ρεαλιστικά, ακολουθεί μονοπάτια πρωτόγνωρα και γεμάτα εκπλήξεις!

Αγαπώ τη γραφή της κυρίας Θεοδωρίδου γιατί ξέρω πως έχει τη δύναμη να με παρασύρει στην εποχή που αναπλάθει και να με κάνει κοινωνό των ιστοριών που θα μου αφηγηθούν οι χαρακτήρες της με πρωτόφαντη αμεσότητα και κινηματογραφικές τεχνικές είτε στην περιγραφή των σκηνών είτε στους διαλόγους. Ξέρω πως οι ερωτικές σκηνές που θα περιγράψει είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι του δεσμού των πρωταγωνιστών, μόνο και μόνο για να ολοκληρώσει μια ιστορία τεκμηριωμένη, που δρα ως υποχείριο των ιστορικών και πολιτικών ανακατατάξεων της εποχής που επιλέγεται. Δε δίνει έμφαση στον έρωτα απλώς για να προσφέρει εφήμερη τέρψη στον νου του αναγνώστη που θα την εμπιστευτεί αλλά τον κάνει ταιριαστό και αναπόσπαστο κομμάτι των δρώμενων και της συνολικής πλοκής. Ειδικά στο παρόν μυθιστόρημα, η συγγραφέας αφιέρωσε πάμπολλες σελίδες στη σχέση των δύο νέων, δημιουργώντας μου την ψευδαίσθηση πως αυτή είναι και η κεντρική ιδέα. Έκανα λάθος, μιας και η αφηγηματική τεχνική της και η συγγραφική της ματιά έκοψαν την ιστορία στα δύο, στρέφοντας την πλοκή στη ζωή της Ρόσας μετά το τέλος του πολέμου, μόνο και μόνο για να δημιουργήσει ένα εξαιρετικό, καλογραμμένο, μελετημένο, σφιχτοδεμένο πορτρέτο μιας γυναίκας ελεύθερης, επαναστάτριας, αντίθετης στην εποχή της και τα κούφια στερεότυπα. Ώσπου στο τέλος έρχεται η μεγάλη ανατροπή που μου δημιούργησε εντελώς διαφορετικά συναισθήματα και με άφησε άφωνο με την πληρότητα του μυθιστορήματος!

Η Ρόσα Καλογεροπούλου λοιπόν, κόρη πλούσιου εργοστασιάρχη, με χαρακτηριστικά κόκκινα μαλλιά, με εξοχική έπαυλη στην Κηφισιά και κύρια κατοικία στη λεωφόρο Κηφισίας, είναι ατίθαση, ανυπότακτη, δεν της αρέσουν τα φτιασίδια και οι καλλωπισμοί, αντιτίθεται στη φυσιολογική πορεία της γυναίκας που είναι ο γάμος και το νοικοκυριό, έχει σκοπό να μην επιτρέψει σε κανέναν να της στερήσει την προσωπική και ατομική ελευθερία της, στέκεται αδιάφορη απέναντι στα κουτσομπολιά που ίσως της προσάπτουν διάφοροι. Προέρχεται από οικογένεια βασιλική, όμως δεν εθελοτυφλεί ούτε παρασύρεται από προπαγάνδα. Διαβάζει εφημερίδες (σκάνδαλο!), σχηματίζει άποψη, καταλαβαίνει και διαβλέπει τα προτερήματα και τα ελαττώματα των συνθηκών. Μάλιστα, όταν ξεσπάει ο παγκόσμιος πόλεμος, θέλοντας να προσφέρει στην πατρίδα της, αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα νοσηλευτικής, προκαλώντας με αυτήν την επιλογή τον κύκλο της. Επιπλέον, η Πηνελόπη Δέλτα άσκησε μεγάλη επιρροή στη Ρόσα, που θέλει να γίνει συγγραφέας και γι’ αυτό κρατάει ημερολόγιο της ζωής της.

Αυτή η γυναίκα γνωρίζει τον απαγορευμένο έρωτα, δε χάνει όμως τον έλεγχο και δεν παρατάει τα πάντα γι’ αυτόν. Είναι εγκρατής και εξισορροπημένη, συγκρατείται όχι για την τιμή του ονόματός της αλλά γιατί προέχουν άλλα. Ειδικά όταν επιτέλους η Ελλάδα βγαίνει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ δε διστάζει να εγκαταλείψει κρυφά την οικογένειά της και να πάει στο μέτωπο της Μακεδονίας όπου έρχεται αντιμέτωπη με το αίμα, τον πόνο, τους ακρωτηριασμούς, τον ίδιο τον θάνατο! Έχει άποψη και την υποστηρίζει, αν θυμώνει από ασυναρτησίες που ακούει δε διστάζει να παρέμβει ακόμη και σε συζητήσεις μεταξύ αντρών! Φυσικά η μοίρα τα φέρνει να συναντηθεί με τον Χάρη στο μέτωπο υπό δύσκολες συνθήκες όμως αυτό είναι η αρχή πολλών ανατροπών και εκπλήξεων! Με το τέλος του πολέμου επιστρέφει στην οικογένειά της, όπου τίποτα δεν έμεινε ίδιο κι αναλαμβάνει τα πάντα για την επιβίωση των δικών της ανθρώπων. Μόνο που τότε θα έρθει αντιμέτωπη με ένα πρωτόγνωρο δίλημμα, τις συνέπειες του οποίου θα ζήσει κάποια χρόνια αργότερα, όταν όλα έχουν μπει σε μια πορεία. Προς τιμήν της, η συγγραφέας περιγράφει την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1916 και την καταστροφή της Σμύρνης σε δύο το πολύ παραγράφους, ενώ οι συνέπειές τους αλλάζουν άρδην τη μετέπειτα πορεία των γεγονότων.

Το αντίθετο της Ρόσας είναι η εξαδέλφη Μάγδα, που χήρεψε πολύ νωρίς και στη συνέχεια ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε στη ζωή της, υλοποιώντας μια ανομολόγητη και σκανδαλώδη ελευθερία! Οι συζητήσεις των δύο γυναικών είναι απολαυστικές και αποκρυσταλλώνουν ακριβώς το εθιμικό και κοινωνικό δίπολο της εποχής: συγκράτηση και τυπικότητες, ελευθερία και ισχυρή προσωπικότητα. Επίσης αγάπησα τον πατέρα, Λευτέρη Καλογερόπουλο, που ανήκει στον κύκλο του Παλατιού κι έχει ξεκοκαλίσει μεγάλο μέρος της γονεϊκής περιουσίας στα χαρτιά, με τα οποία διασκεδάζει μιας και ο γάμος του δεν είναι ευτυχισμένος. Η Μαρκέλλα Καλογεροπούλου, όμορφη αλλά κλειστή και ψυχρή, αποτραβήχτηκε ακόμη περισσότερο όταν γέννησε τη Ρόσα, την οποία εγκατέλειψε σε παραμάνα και γιαγιά. Αυτός ο άνθρωπος αποδείχτηκε δειλός και ανίκανος, φέρνοντας την οικογένειά του στο χείλος της καταστροφής. Οι πράξεις του, οι αντιδράσεις του, το σκεπτικό του, τα λανθασμένα επαναλαμβανόμενα βήματα ήταν άκρως προβλέψιμα, υπό την έννοια πως η συγγραφέας δημιούργησε άλλο ένα ρεαλιστικότατο πρόσωπο, με σάρκα και οστά, χωρίς περιττές κινήσεις ή παράλογες αντιδράσεις.

Από την άλλη, έχουμε τον 17χρονο Χάρη (από το Χαρμόλαος) Παπανικολάου, γεννημένο σε ένα χωριό κοντά στα Βοδενά (σημερινή Έδεσσα), που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χήρα μητέρα του όταν σκότωσε έναν Τούρκο που της επιτέθηκε. Θεόφτωχος και μόνος κατέφυγε στην Αθήνα, όπου τον περιμάζεψε ένας μεσήλικας νερουλάς, ο Ευθύμης, που τον έβαλε βοηθό στο κτήμα του στην Κηφισιά. Ο Χάρης, με παρότρυνση του Ευθύμη, έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στο γυμνάσιο, οπότε αναγκάστηκε να μείνει στην Αθήνα, σε σπίτι έμπιστης φίλης του Ευθύμη. Ο Χάρης σπουδάζει πλέον Ιατρική όταν γνωρίζει τη Ρόσα κι έχει μετακομίσει στου Ψυρρή, σ’ ένα φτωχό διαμέρισμα με κοινή κουζίνα και μπάνιο. Ο νεαρός λοιπόν είναι φιλόπατρις, ξέρει τι σημαίνει υποδούλωση, αντιπαθεί τον βασιλιά, βλέπει πως η πατρίδα του ακροβατεί ανάμεσα στην ουδετερότητα και την έξοδο στο πλευρό της Αντάντ γι’ αυτό δε διστάζει στιγμή όταν στρατολογείται στο Κίνημα που θα σχηματίσει την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και τρέχει να πολεμήσει τους Βούλγαρους, που έχουν εκμεταλλευτεί τα γεγονότα για να επιτεθούν εκ νέου στη Μακεδονία.

Η ιστορία ξεκινάει τον  Ιούλιο του 1913, οπότε και υπεγράφη η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που σήμανε τη λήξη του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου. Μετά την ομόψυχη και ενιαία υποδοχή του ελευθερωτή Βασιλιά στο Φάληρο τον Αύγουστο του ίδιου έτους, όλα άλλαξαν όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο μεν Κωνσταντίνος ήθελε να βγει η Ελλάδα στο πλευρό της Γερμανίας, ο δε Βενιζέλος ήθελε την Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος, παρά τη θετική ανταπόκριση του Βενιζέλου στο διπλωματικό πεδίο, εξακολουθούσε ν’ αρνείται τη συμμαχική εμπλοκή, με αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις, για ν’ ασκήσουν πίεση, να καταλάβουν με τον στόλο τους αρχικά τη Θεσσαλονίκη και μετά τον Πειραιά. Η Ελλάδα τελούσε υπό συμμαχική κατάληψη, η πείνα θέριζε, οι ξένοι στρατιώτες έκαναν του κεφαλιού τους, οι Έλληνες είχαν επιστρατευτεί αλλά δεν πολεμούσαν και ο Κωνσταντίνος άκαμπτος και αμετάπειστος, με μια γερή προπαγάνδα που έκανε τον λαό να πεινά αλλά να τον προσκυνάει. Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε το κίνημα που συγκρότησε την Προσωρινή Κυβέρνηση υπό τον Βενιζέλο κι άρχισε η Ελλάδα να συμμετέχει στον πόλεμο!

Αυτό το σκληρό ιστορικό πλαίσιο καταγράφεται στρωτά και εύληπτα, ζωηρά και τεκμηριωμένα ενώ οι χαρακτήρες ζουν και ασχολούνται με πράγματα που δίνουν αρκετή αληθοφάνεια στο μυθιστόρημα. Οι δρόμοι ακόμη καταβρέχονταν, οι Αθηναίοι έτρωγαν γλυκά στου Ζαχαράτου, γραφικοί τύποι έβγαζαν δημόσια λόγους ή απήγγελλαν αυτοσχέδια ποιήματα υπό την χλεύη των θεατών, η πόλη ήταν γεμάτη βρύσες που δρόσιζαν τους περαστικούς και εφοδίαζαν τα σπίτια, το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε σταθερή ροή κι έτσι οι διακοπές ήταν συχνές, το Πανεπιστήμιο ήταν ακόμη διαιρεμένο σε Εθνικό και σε Καποδιστριακό!

Η γραφή της κυρίας Θεοδωρίδου φωτίζει ακριβοδίκαια τα γεγονότα, χωρίς να καταφεύγει σε πολλές ιστορικές λεπτομέρειες, που θα βάραιναν το κείμενο, μιας και η περίοδος εκείνη είχε πολλές και απανωτές ανατροπές, ούσα κυριευμένη από ανθρώπινα λάθη και πάθη. Οι πορείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού είναι άκρως συνυφασμένες με τα τραγικά γεγονότα, μιας και στην αρχή απλώς τα παρακολουθούν ή συμμετέχουν σε αυτά αλλά όσο η δράση κορυφώνεται και η Ιστορία μαυροντυνόταν αυτοί οι άνθρωποι παρασύρονται από το ποτάμι του χρόνου. Με πρωτόφαντη ευφυία, η συγγραφέας εντάσσει τη Θεσσαλονίκη στο κείμενο, περιγράφοντάς την εξονυχιστικά και συγκροτώντας μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Με τη Ρόσα νοσοκόμα και τον Χάρη στρατιώτη ο αναγνώστης επίσης βιώνει από κοντά τα γεγονότα της κατάληψης του Ρούπελ, της μάχης του Σκρα και όλης της βορειομακεδονικής μεθορίου, ζει τον πόνο και την αδικία του πολέμου, εξοργίζεται με την κατάρα του ελληνισμού κάθε τρεις και λίγο να αδελφοσκοτώνεται. «Κρίμα στους Έλληνες και σε τούτη δω τη χώρα να λες καλύτερα…» (σελ. 159).

Το κείμενο αυτό καθαυτό είναι λεπτοκεντημένο σαν ακριβό υφαντό. Έχει παρομοιώσεις: «Δε βοηθούσε κι η καυτή ανάσα της μέρας, η οποία φάνταζε να συνδαυλίζει ακόμη περισσότερο τον θυμό τους για την προκλητική στάση των Αγγλογάλλων» (σελ. 181). Ή: «Ο ουρανός είχε κατεβεί ν’ ανταμώσει το πούσι μέσα σ’ ένα σύθαμπο που βάραινε την ατμόσφαιρα σαν πένθιμη κουβέρτα» (σελ. 267). Έχει χιούμορ που βοηθάει να ελαφραίνει λίγο η κατάσταση: «Περίεργη κατάσταση μα την αλήθεια αυτή η ξαφνική επιθυμία της τελευταία για ξεπόρτισμα, η οποία είχε βάλει εξαρχής, όχι ψύλλους μα βόδια στ’ αυτιά της παραμάνας» (σελ. 189). Εξισορροπεί τα γεγονότα και τα παρουσιάζει όπως έγιναν (εξίσου ανθρωποφάγα αντέδρασαν οι κωνσταντινικοί όταν κέρδισαν έδαφος λίγο πριν τον αποκλεισμό, εξίσου και οι βενιζελικοί όταν κέρδισε η Ελλάδα τον πόλεμο, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη), όμως η πασιφιστική κεντρική ιδέα είναι διάχυτη. «Γιατί τότε αρχίζει και νιώθει την ανάσα του πολέμου στον σβέρκο του. Κι είναι βαριά αυτή η ανάσα. Κουβαλάει μαζί της την κραυγή των σκοτωμένων, το μπαγιάτικο αίμα που ανακατεύεται με το φρέσκο μες στο χώμα του αμπριού, την υγρή σαπίλα της βιασμένης γης που έχει ανοίξει τα σωθικά της να δεχτεί νεκρά και ζώντα νεανικά κορμιά…» (σελ. 273).

«Η αγαπητικιά» είναι ένα μεστό, πολυεπίπεδο, τεκμηριωμένο μυθιστόρημα, γεμάτο ανατροπές, καλολογικά στοιχεία και εκπλήξεις. Το σύνθετο ιστορικό υπόβαθρο, με το οποίο η κυρία Θεοδωρίδου καταφέρνει να εξοικειώσει τον αναγνώστη, η κλιμάκωση της ιστορίας, οι ρεαλιστικοί και άκρως ανθρώπινοι χαρακτήρες, τα ολοκληρωμένα και σωστά σχεδιασμένα κεφάλαια, η δύναμη του έρωτα που ξεχειλίζει από κάθε σελίδα και παράγραφο, η ωριμότητα του ύφους και της γραφής, είναι ελάχιστα μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος που με κράτησε σε αγωνία ως το τέλος, με έμαθε πράγματα, μου γέννησε πρωτόφαντης έντασης συναισθήματα και με κέρδισε ολοκληρωτικά, έχοντάς το στο μυαλό μου αρκετές μέρες μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.

ΥΓ.  Τα γεγονότα αφηγείται χρόνια αργότερα η Ρόσα στη Μελισσάνθη, ηρωίδα από το βιβλίο "Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας", όπου και είχε αναφερθεί η πρώτη συνάντηση των δύο γυναικών!

Πάνος Τουρλής