Εράν

του Γιάννη Καλπούζου

Τι είναι το Ιερόν Στιχάριον και γιατί καταρρίπτει τα επιχειρήματα κατά των εικόνων; Υπάρχει στ’ αλήθεια ή είναι μύθος; Πώς μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος για να διεκδικήσει τον θρόνο; Πώς μπορεί να επιβιώσει μια γυναίκα χωρίς σύζυγο σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και εποχή; Τι παρακινεί και ενθαρρύνει κάποιον όχι μόνο ν’ ασπαστεί τον μοναχισμό αλλά και να γίνει στυλίτης; Πώς ήταν η καθημερινή ζωή την περίοδο της Εικονομαχίας τον 8ο μ. Χ. αιώνα; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται σ’ ένα υπέροχο, πλούσιο σε πλοκή και ανατροπές, ιστορικό μυθιστόρημα.

Το βιβλίο ξεκινάει με τη διαπόμπευση μοναχών και καλογριών στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, ως συνέπεια της έντονης διαμάχης μεταξύ εικονόφιλων και εικονομάχων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ε΄. Η τύχη φέρνει κοντά τον Υάκινθο και τη δεκαπεντάχρονη Λυγινή που παντρεύονται με πολιτικό γάμο, οπότε απομακρύνονται από το μοναχικό σχίσμα και κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκινούν τα προβλήματα της νέας τους ζωής: επιβίωση, δουλειά, διαμονή. Εκείνος είναι από την Τρίγλια και μιλάει καθαρευουσιάνικα, εκείνη από τα Πάταρα της Λυκίας και χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα. Εκείνος παραμένει πιστός στον Θεό και διαβεβαιώνει τη Λυγινή πως δε θα την αγγίξει, θα ζήσουν ως «συνείσακτοι» (λαϊκοί και ιερωμένοι που προστατεύουν παρθένες χωρίς άλλους συγγενείς). Εκείνη αναγκάζεται να το δεχτεί, γιατί μόνη της είναι δύσκολο να επιβιώσει «σ’ έναν κόσμο που διαφέντευαν απόλυτα οι άντρες», χώρια που άρχισε να νιώθει αισθήματα για τον πρώην καλόγερο. Η ζωή τους περνάει από χίλιες δυσκολίες και εμπόδια, οι μεταξύ τους σχέσεις δοκιμάζονται, εκείνος αγωνίζεται να μείνει πιστός στον μοναχισμό και γίνεται στυλίτης, εκείνη δεν παύει να είναι γυναίκα με επιθυμίες, ανάγκες, όνειρα, καρδιά, με αποτέλεσμα αναπάντεχες ανατροπές και εξελίξεις.

Μαζί τους έχουμε τη Γοργονία, που προέρχεται από τον κόσμο των μιμάδων ή θεατρίνων, μια δυναμική γυναίκα με ελευθεριάζοντα βίο που οδηγήθηκε σε μοναστήρι, ελλείψει γυναικείων φυλακών την εποχή εκείνη. «-Από το ίδιο ξύλο κατασκευάζεται κι ο σταυρός και το στειλιάρι της αξίνας. Εγώ φτιάχτηκα αξίνα για να σκάβω τις ομορφιές της ζωής» (σελ. 344). Ο Ροδανός είναι μέλος μιας επίλεκτης ομάδας σωματοφυλάκων, κατασκόπων και εκτελεστών που συγκρότησε ο πατρίκιος Φωκάς, ασηκρίτις του βασιλιά, δηλαδή ο εξ απορρήτων γραμματέας του, που συμμετείχαν κι αυτοί σε κατεδάφιση μονών και εκδίωξη μοναχών. Ο πατρίκιος αναθέτει στον Ροδανό να βρει το Ιερόν Στιχάριον, σύντομα όμως ο δρόμος του διασταυρώνεται με της Λυγινής και τότε: «εκ του οράν το εράν» (σελ. 140). Επίσης, ο δύσμορφος σκλάβος Κιτίν, που τον αγόρασε ο Ροδανός στο σκλαβοπάζαρο της Αττάλειας, και που θεωρεί τον Θεό απρόσιτο για την ανθρώπινη σκέψη, οπότε υποστηρίζει το δικαίωμα των ανθρώπων να πιστεύουν σε όποια θρησκεία επιθυμούν, είναι ένα ευρηματικό δίπολο για να εκφραστούν  μέσα από συζητήσεις με τον νέο του αφέντη διάφορες απόψεις γύρω από τη θρησκεία και την εξέλιξή της ως τον χριστιανισμό. Όλοι τους διασταυρώνονται με άλλα πρόσωπα που παίζει ο καθένας τους τον ρόλο του στην ιστορία μα ακόμη πιο αξιοθαύμαστα μπλέκουν μεταξύ τους σε απρόσμενες συναντήσεις όσο εξελίσσεται η πλοκή, δημιουργώντας έναν ασφυκτικό και συναρπαστικά στημένο ιστό. Οι ανατροπές είναι υποδειγματικές και απανωτές, οι χαρακτήρες ολοκληρωμένοι, η πλοκή πηγαίνει σε αναπάντεχα μονοπάτια, το μυθιστόρημα βρίθει αληθοφανών περιστατικών, αναμιγνύει εξαίρετα τη φαντασία με την πραγματικότητα και τα ιστορικά πρόσωπα με τους ήρωες του βιβλίου και καταγράφει με ενάργεια ολοζώντανες προσωπικότητες, με μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα, που δε διστάζουν να προβούν σε απονενοημένες πράξεις για την αγάπη, τον έρωτα, τη δόξα, την ομορφιά, ακόμη και την αιωνιότητα.

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄, ακολουθώντας την πολιτική του πατέρα του, Λέοντα Γ΄, απαγόρευσε τη λατρεία των εικόνων και την αποτύπωση με οποιονδήποτε τρόπο των αγίων, γι’ αυτό και καταδίωξε την πλειονότητα των μοναχών, που προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στις σχετικές αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας το 754 μ. Χ. Μαζί με τις περιπέτειες των χαρακτήρων που έγραψα πιο πριν, καταγράφονται και οι πολιτικές εξελίξεις, με την εμφάνιση της Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία το 770 παντρεύεται τον Λέοντα Δ΄, γιο του αυτοκράτορα, και σταδιακά μετατρέπεται από σεμνή και υποτακτική σύζυγος σε αδίστακτη και άπληστη βασίλισσα, μιας και ο Λέων διαδέχεται τον πατέρα του το 776 αλλά το 780 πεθαίνει κι έτσι αναλαμβάνει την αντιβασιλεία η Ειρήνη για λογαριασμό του δεκάχρονου γιου της, Κωνσταντίνου Ε΄. Αυτή η αλλαγή φέρνει ανατροπές στον κοινωνικό, πολιτικό και διπλωματικό χάρτη της εποχής και την Εικονομαχία σε νέα περίοδο, μιας και οι οπαδοί της πολιτικής και θρησκευτικής μεταρρύθμισης του Λέοντα Α΄ και του Κωνσταντίνου Ε΄ διέθεταν ισχύ, με το σύνολο των υψηλόβαθμων στρατιωτικών να τάσσεται στο πλευρό τους και να στρέφονται κατά των εικονόφιλων, αρνητικά προσκείμενοι και απέναντι στην Ειρήνη! «Οι φιλόδοξοι, οι αριβίστες, οι φιλοχρήματοι, οι πολλών λογιών καιροσκόποι, οι οικονομικά δυνατοί, οι αυλοκόλακες και οι αδικημένοι ή όσοι θεωρούν ότι αδικήθηκαν στο παρελθόν, είναι κυρίως εκείνοι τους οποίους προσεταιρίζεται κάθε ανερχόμενη εξουσία ώστε να επιτύχει την επικράτηση αλλά και τη διαιώνισή της» (σελ. 359). Με την Ειρήνη δεν αλλάζει μόνο η θρησκευτική κατάσταση, μιας που πλέον περνάμε στην εικονολατρία, αλλά και οι μοίρες των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. «…Η Ειρήνη διοικούσε ως απόλυτος μονάρχης και ήταν η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της αυτοκρατορίας που το πετύχαινε» (σελ. 457). Κι ακολούθησε ο εμφύλιος με τον γιο της, στον οποίο δεν έδινε τον θρόνο, ενώ στασιαστές, αντίθετοι και στους δύο, παραμόνευαν σε κάθε ευκαιρία να εξεγερθούν για να ανεβάσουν στον θρόνο δικό τους άτομο!

Τα πραγματολογικά στοιχεία είναι εξίσου σωστά δοσμένα. Έχουμε μελετημένη και τεκμηριωμένη αναπαράσταση της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης αλλά και της Αθήνας καθώς και άλλων περιοχών της βαλκανικής και της μικρασιατικής χερσονήσου. Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή της διαδρομής από το λιμάνι του Πειραιά προς την πόλη, έναν χέρσο τόπο με διάσπαρτες καλύβες και αρχαία ερείπια. Η Λυγινή μάλιστα κάνει ενδιαφέρουσες σκέψεις: «Στον νου της, Έλληνας σήμαινε ειδωλολάτρης, όπως για το σύνολο των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Κι ας περηφανευόταν η συντριπτική πλειονότητά τους στα ανατολικά μέρη, και πόσο μάλλον στην Κωνσταντινούπολη, ότι ομιλούν την ελληνική γλώσσα… Ο Έλληνας και η ελληνική γλώσσα ήταν σαν τη σχέση της με τον Υάκινθο. Σύζυγος και μη σύζυγος» (σελ. 61). Διαπίστωσα αμέσως πως οι Αθηναίοι δε νοιάζονταν για όσα διαδραματίζονταν στην πρωτεύουσα της τότε Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταγενέστερα Βυζαντίου: «Η αυτοκρατορία, ο βασιλέας, η Κωνσταντινούπολη ήταν έννοιες πολύ μακρινές… Κυρίως τους απασχολούσε το σπίτι τους, οι δουλειές τους, τα χωράφια, τα μαγαζιά, τα λιγοστά εργαστήρια, οι συζητήσεις στην αγορά… κι εν γένει καθημερινά πράγματα τα τόσο σημαντικά για τη ζωή του καθενός» (σελ. 73). Η Παναγιά η Αθηνιώτισσα, κτισμένη μέσα στους κίονες του Παρθενώνα, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να προσθέσει κι άλλες λεπτομέρειες που ζωντανεύουν γλαφυρά τον εορτασμό της, τους καλεσμένους από διάφορες κοινωνικές τάξεις, την πανοραμική θέα του τότε χωριού. Ακολουθούνται σημερινοί όροι μέτρησης μήκους, απόστασης, βάρους και όγκου και το σημερινό ημερολόγιο ώστε το κείμενο να καθίσταται πιο ευανάγνωστο. Ο συγγραφέας παρατηρεί τις αλλαγές των εποχών, τον κάματο των φτωχών, την καθημερινότητα των ανθρώπων και αποδίδει όλον αυτόν τον όγκο μελέτης και έρευνας με τρόπο που με παρέσυρε και με ταξίδεψε στο πολύπλοκο ιστορικό φόντο της εποχής της εικονομαχίας χωρίς να μπερδεύομαι ή να κουράζομαι. Σίγουρα δε διαβάζεται απνευστί και θέλει οπωσδήποτε τον χρόνο του, κυρίως για να εντυπωθούν και να κατασταλάξουν οι διαφορετικοί καρποί που θα αποκομίσει ο κάθε αναγνώστης.

Ως προς το προσωπικό στυλ γραφής του κυρίου Γιάννη Καλπούζου τι να σημειώσει κανείς; Να αναφερθεί στον συγκρατημένο λυρισμό («Το φθινόπωρο αργομετρούσε τις μέρες του», σελ. 30), στον σαρκασμό («…κακότροπος όσο δέκα αιμοβόρες πεθερές μαζί», σελ. 69) ή στις όμορφες μεταφορές («Τα γενόμενα έβγαλαν τα φτερά τους. Τα μελλούμενα καρτερούν με δόντια ή με φιλήματα σε κάθε βήμα μας», σελ. 343); Πόσο ευρηματική είναι η αντίθεση των σελίδων 432 και 433, όπου το ένα κεφάλαιο τελειώνει με σατανιστικές, απόκοσμες τελετές αλχημείας για αποτυχημένη προσπάθεια κατασκευής του φιλοσοφικού λίθου που θα χαρίσει την αθανασία και το άλλο αρχίζει με μια παράγραφο γεμάτη εικόνες της μαγιάτικης Κωνσταντινούπολης (λουλούδια και έντομα, πουλιά και δέντρα συμμετέχουν σ ένα οργιώδες καλωσόρισμα της πράσινης φύσης)! Και πόσες διαχρονικές αλήθειες και απόψεις καταγράφονται με τέτοιο τρόπο που σταματούσα κατά περιόδους για να τις εντυπωθώ καλύτερα: «Όμως όλα λησμονιούνται, όλα περνούν, όλα χτυπούν με διαφορετικό τρόπο την πόρτα της καρδιάς και του νου. Πόσο μάλλον όσα τα σκεπάζει η αχλή του χρόνου και δη ό,τι αφορά τους πάσης φύσεως εχθρούς» (σελ. 291). Και αργότερα: «Όταν λες είμαι γεννήτορας να μην ξεχνάς πως είσαι και γέννημα. Κτίζεσαι και σε κτίζουν. Βυζαίνεις το γάλα της μάνας σου και τον ιδρώτα του πατέρα σου και μαζί τα κουβαλήματα του μυαλού τους και όσα ονομάζονται πάθη, καημοί, ονείρατα, συμπεριφορά, χαρακτήρας και αντίληψη για ό,τι συμβαίνει και υπάρχει. Παραπλεύρως ζώνεται ο αδελφός, η αδελφή, ο πάππος, η βάβω, οι μακρύτεροι συγγενείς, ο γείτονας, οι φίλοι, ο άρχοντας και ο δούλος, ο βασιλέας και ο στρατιώτης και καθείς που διασταυρώνεται με τη ζωή σου. Κι όλοι, ποτισμένοι κι απ’ τους νόμους της πολιτείας και της θρησκείας, μεταφέρουν στο δισάκι τους σπόρους γενιών και γενιών πρωτύτερων. Τούτοι βλασταίνουν επάνω σου χωρίς να σε ρωτούν και δίχως πάντα να το υποψιάζεσαι. Κι όταν θαρρείς πως κοσκινίζεις τους σπόρους, τον καλό και τον κακό, συνήθως λησμονείς ότι το κόσκινο δεν το έφτιαξες μονάχος σου» (σελ. 440).

Μηχανορραφίες, εκβιασμοί, έρωτες, μοναχισμός, εικονομαχία και εικονολατρία, κατασκοπεία, διπλωματικά παιχνίδια, κρυφά μηνύματα, περιπέτειες, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, πραξικοπήματα, πλεκτάνες, μοιχείες, Σλάβοι και Βούλγαροι, Άραβες και Φράγκοι, στηλίτες και πόρνες, φτωχοί και αξιωματούχοι, ανδρείοι και προδότες εμφανίζονται και συμμετέχουν σ’ ένα τεκμηριωμένο, συναρπαστικό, πολυεπίπεδο, ανατρεπτικό ιστορικό μυθιστόρημα που ζωντανεύει μια σκοτεινή περίοδο της βυζαντινής ιστορίας με εύληπτο τρόπο μέσα από μια σειρά γεγονότων που συγκροτούν μια αναπάντεχη αλληλουχία γεγονότων και εξελίξεων. Το «Εράν» υπέρ το κάλλιστον γεγραμμένον εστίν!

Πάνος Τουρλής