Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

του Αλέξη Πανσέληνου

Σαράντα οκτώ στιγμιότυπα μεταξύ 1950 και 1953, σαράντα οκτώ μικρά κεφάλαια, γεμάτα αφηγηματική δύναμη, κινηματογραφικές εικόνες και αληθινούς χαρακτήρες συναποτελούν ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με χαλαρές άκρες αλλά σφιχτοδεμένη πλοκή.

Πρόκειται για μια σειρά περιπετειών, περιστατικών και γεγονότων που ζωντανεύουν με πιστότητα και ενάργεια τη δεκαετία του 1950, μια εποχή όπου η Ελλάδα έβγαινε από τον αιματηρό πόλεμο και τον ακόμη πιο αιματηρό Εμφύλιο κι είχε ανάγκη από αισιοδοξία και κέφι ενώ ταυτόχρονα κάποιοι ζούσαν τις δυσβάσταχτες συνέπειες των ανωτέρω γεγονότων. Κομμουνιστές και μαυραγορίτες, φερέλπιδες γραμματείς και φοβισμένοι φαντάροι, οικογενειάρχες και ορφανά, ψάχνουν στα ερείπια του χτες για ένα καλύτερο αύριο, πάντα υπό τη δυνατή πένα και τη διεισδυτική ματιά ενός συγγραφέα που τρυπώνει πίσω από κλειστές πόρτες και βουτάει σε ανθρώπινες ψυχές.

Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν πάρα πολλοί χαρακτήρες κι ίσως τα πολλά ονόματα μπερδέψουν κάποιους, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η «χαλαρή» αφήγηση μεταβαίνει πότε εδώ και πότε κει, πότε προχωράει δηλαδή τη μία ιστορία και πότε την άλλη αλλά από ένα σημείο και μετά αρχίζουν να διαφαίνονται οι συγγενικές, φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις των πρωταγωνιστών, δημιουργώντας έτσι σταδιακά μια πολύχρωμη βεντάλια. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου αλλά για σπονδυλωτές ιστορίες που κάπου συναντιούνται, κάπου χωρίζουν για να ξαναβρεθούν αργότερα, κάπως προχωράνε, φινάλε δεν υπάρχει… Εν τω μεταξύ το στυλ του συγγραφέα με παρέσυρε να ρουφήξω την κάθε σελίδα, να διαβάσω με αδημονία και λαχτάρα για κάθε νέο χαρακτήρα που μου παρουσιαζόταν, να εντρυφήσω σε όλες τις λεπτομέρειες που αναπαριστούν την εποχή, φτάνοντας στο σημείο να επικεντρώνομαι περισσότερο στο ζωντάνεμα της καθημερινότητας των ηρώων μέσα από πραγματολογικά στοιχεία μελετημένα και τεκμηριωμένα παρά στο πώς και αν εξελίσσονται οι πραγματικά ενδιαφέρουσες ιστορίες.

Οι περισσότεροι τίτλοι των κεφαλαίων είναι στίχοι από ελαφρά τραγούδια, σκαμπρόζικα, χαριτωμένα, άσματα που τα άκουγε ο κόσμος σε μια εποχή δύσκολη, γεμάτη όνειρα κι ελπίδες αλλά και ματωμένες μνήμες, με τους εξόριστους στη Μακρόνησο, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων να είναι πάντα εκεί, στην άκρη του γραφείου όπου σου παίρνουν συνέντευξη. Όλα περνούν από το κείμενο: ιστορικά γεγονότα όπως ο πόλεμος της Κορέας και οι εξορίες, η δίκη και εκτέλεση του Μπελογιάννη, ιστορικά πρόσωπα όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου κι ο Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειες, τι διαβάζανε από περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, τι ακούγανε σε ραδιόφωνο και δίσκους, πού παραθερίζανε, τι φοράγανε, τι καπνίζανε, πώς ζούσαν οι υπηρέτριες, ποιοι τις είχαν, πώς είχαν αποκτήσει χρήματα οι πλούσιοι και τι δυσκολίες είχαν οι φτωχοί, από πού ψώνιζε ο κόσμος τρόφιμα και είδη δώρων, με ποια πλοία ταξιδεύανε, τι ταινίες βλέπανε, σε ποια καφενεία, εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία συχνάζανε: «Φτώχεια, αδέρφια, φτώχεια και πείνα. Οι περαστικοί είναι το ίδιο κακοντυμένοι οι περισσότεροι, ρούχα γυρισμένα, παπούτσια μπαλωμένα, αγκώνες γυαλισμένοι και κακοσιδερωμένα πουκάμισα, τραγιάσκες, μπερέδες και ρεπούμπλικες με ξασπρισμένες τις μαύρες τους ταινίες. Κουβαλάνε ταλαιπωρημένους, γδαρμένους χαρτοφύλακες, δίχτυα με ψώνια» (σελ. 41). Από τη σφηκοφωλιά κομμουνιστών της Καλλιθέας ως την Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων κι από τα Μανιάτικα του Πειραιά ως τα άνετα διαμερίσματα της Νεάπολης άνθρωποι διασχίζουν βιαστικοί ή με το πάσο τους τις σελίδες και λένε τη δική του ιστορία ο καθένας.

Εξαιρετικό εύρημα πολλές φορές το χτες της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου να μπλέκεται στα πόδια των πρωταγωνιστών, μιας και το σήμερά τους ξεκίνησε τότε: άλλοι άλλαξαν στρατόπεδο, άλλοι εξασφάλισαν τα πλούτη τους, άλλοι το έσκασαν στο εξωτερικό, άλλοι επηρεάστηκαν εμμέσως ή όχι από απώλειες, εξορίες, αντιστασιακή δράση, όμως όλοι είναι πλέον εδώ και αγωνίζονται να ζήσουν καλύτερα, να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, να επιβιώσουν, να γλυτώσουν από τους διώκτες τους. Πάμπολλες και διαφορετικές ιστορίες που οδηγούν σε εξίσου πολυεπίπεδη πλοκή με μύριες συνέπειες και αλλαγές. Καταστηματάρχες (πρώην μαυραγόριτες) με περίεργες και ανώνυμες διασυνδέσεις, ψεύτικες συντάξεις αναπήρων πολέμου που σου επιτρέπουν ν’ ανοίξεις περίπτερο, κουτσοί που τους λυπάται ο κόσμος αλλά στην πραγματικότητα είναι παμπόνηροι δάκτυλοι ξένων συμφερόντων, γυναίκες θεόφτωχες αλλά καπάτσες που ξεκινάνε με τους Τόμμυδες για να καταλήξουν στα γραφεία των Εξαρχείων, ερωτευμένα ζευγάρια που αγνοούν τα «πρέπει» των γύρω τους, πρώην Ελασίτες και νυν εθνικόφρονες, κατάσκοποι και πολλά άλλα γεγονότα άρρηκτα δεμένα με τις μαύρες σελίδες της Κατοχής απαρτίζουν το ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που ετοιμαζόταν ν’ αλλάξει πλευρό στην κονίστρα της Ιστορίας. Οι εναλλαγές στον τρόπο και στο στυλ (πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, λυρική και κινηματογραφική γραφή) και η ποικιλία της θεματολογίας είναι γνωρίσματα ενός κειμένου που με κράτησε ως το τέλος.

Ο συγγραφέας φωτίζει πολλά μικρά και μεγάλα ζητήματα και προβλήματα της καθημερινότητας του 1950, έχει όμως μια ιδιαίτερη «εμμονή» με τον πόλεμο της Κορέας και την ήττα του κομμουνισμού. Ο πόλεμος της Κορέας καταγράφεται απ’ όλες τις πλευρές από προσωπικής κυρίως άποψης, δηλαδή πόσο άδικος ήταν, πόσο άκαιρος μιας και η Ελλάδα δεν είχε πρώτου επιπέδου βλέψεις επ’ αυτού κι έτσι δικαιολογεί απόλυτα τον φόβο των αντρών που ίσως συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα αυτών που θα στέλνονταν εκεί. Ως προς την αποσόβηση του «ερυθρού κινδύνου», ο συγγραφέας κρατάει μια πικρία για την άνετη ζωή κάποιων που δεν ασπάστηκαν τον κομμουνισμό αλλά ταυτόχρονα είναι σα ν’ αναγνωρίζει την ιστορική αναγκαιότητα αυτής της ήττας: «Τι βγάλαμε εμείς που κάναμε αντίσταση, γράφαμε συνθήματα στον τοίχο, κυκλοφορούσαμε τον παράνομο Τύπο ή βγαίναμε με το χωνί στα κεραμίδια να εμψυχώσουμε τον κόσμο; Μπλόκο, ομηρία, εκτελέσεις, βασανιστήρια. Μας ξέχασε ο Θεός, έριξε φωτιά και ακρίδα πάνω στον κοσμάκη και τον αφάνισε. Καλύτερα πέρασαν όσοι έμειναν από την πλευρά του νόμου» (σελ. 20).

Αυτό το παράπονο εκφράζεται και πιο ύστερα: «Δεν πήρατε απόφαση ακόμη πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει με τα όπλα, πως τα όπλα τα παραδώσαμε τότε και το «παρά πόδα» του συντρόφου Ζ. σε άοπλους απευθύνεται; Δεν φτάνει το αίμα; Δεν φτάνει ο ξεριζωμός, το πένθος, η φυλακή και οι εκτελέσεις; Θέλουν να ξεκάνουν ό,τι έχει απομείνει όρθιο, να στείλουν ξανά στην παρανομία εκείνους που αύριο μπορεί να στεριώσουν μια δημοκρατία σαν εκείνες που χαίρονται οι άλλοι λαοί στην Ευρώπη;» (σελ. 213). Και τέλος: «Κι όσοι κλείστηκαν στις φυλακές το μετανιώνουν, το ίδιο και όσοι αγναντεύουν τη γη της Αττικής από τα ξερονήσια… και να κυκλοφορούν εκεί ετοιμάζοντας -ποιος ξέρει τι, αλήθεια. Έναν Τρίτο Γύρο; Άλλη μια προσπάθεια να κερδηθεί ό,τι χάθηκε; Ή απλά και μόνο μια τελευταία ευκαιρία να χάσουν σαν μάρτυρες τούτη τη ζωή που τη σπατάλησαν για κούφια ιδανικά, για ουτοπίες και για πειράματα απίθανα και άγνωστα σε τούτη τη μεριά του κόσμου; Τι θέλουν απ’ τον τόπο μας οι παλιοκουκουέδες; Δεν χόρτασαν αίμα και σφαγή» (σελ. 291-292);

Η δωρικότητα του κυρίου Πανσέληνου με συγκίνησε κι όταν έφτασε η ώρα της Μικρασιατικής Καταστροφής, με αφορμή τα ναυαγισμένα σχέδια και τα τρικυμισμένα κορμιά όσων κατέφυγαν στο μεταγενέστερο Ελληνικό: «Πώς να πιστέψει όποιος έζησε τον ξεριζωμό; Όποιος έχασε φίλους και αδελφούς; Όποιος έπεσε στο νερό και άφησε το κύμα να τον πάει σε τόπο ξένο, ξεβράζοντας στη σκλαβιά τον παλιό νοικοκύρη; Δεν έχει θεό εκεί ψηλά όπου κοιτάζουν όλοι. Ό,τι υπάρχει, αγάπη, ομορφιά, μόνο εδώ κάτω στη γη… Τι ξένο πράγμα που έγινε αυτό που ήταν το όνειρο όλων εκεί πίσω στην Πατρίδα» (σε. 245). Τέλος, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψε τη συνάντηση δύο αντρών στο κεφάλαιο 24, γιατί είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο κινούνται οι ξένες δυνάμεις υποδόρια στη χώρα τη δική μας και όπου αλλού έχουν συμφέροντα. Στυγνά, κοφτά επιχειρήματα, ξεκάθαρη αντίληψη και βλέψεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που εκπροσωπεί ο ένας συνομιλητής, απαξίωση για την πολιτική κατάσταση στη χώρα εκείνη (1951-1952) και πόσο αντίθετη είναι όλη αυτή στον δικό τους τρόπο χειραγώγησης. Νέτα σκέτα!

Ώρες ώρες ένιωθα πως ο συγγραφέας είναι μετέωρος ανάμεσα στη νοσταλγία και στην αδυναμία του να κάνει κάτι για τη «λάθος» ( ; ) πορεία των πραγμάτων, δεν έχει αποφασίσει ακόμη δηλαδή κατά πόσο αξίζει σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια να απονείμει μετάλλιο ανδρείας για όσους τα κατάφεραν ή να τα κλείσει βαθιά μέσα του πικραμένος ή ακόμη και να τα στολίσει με τα ελαφρά αυτά τραγούδια, μήπως και εξωραΐσει τα γεγονότα, τις αποφάσεις, τις εξελίξεις. Κάνει τις αναμνήσεις λέξεις, σκηνές, χαρακτήρες, φέρνει στο προσκήνιο τις καθόλου κουραστικές αλλά άφθονες εκείνες πραγματολογικές λεπτομέρειες που δίνουν μια αξέχαστη παραστατικότητα και αληθοφάνεια στα δρώμενα κι αν δε συμπαραστεκόμουν ήδη στους χαρακτήρες του θα στεκόμουν στο δικό του πλάι.

Δεν είναι όμως μόνο στυγνή, περιττή από καλλωπισμούς η αφήγηση, μιας και κατά τόπους ξεπροβάλλουν υπέροχες παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλα καλολογικά στοιχεία, με προεξάρχον το 3ο κεφάλαιο, όπου ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός ενός ασήκωτου πόνου για την απώλεια μιας γυναίκας αλλά κι ενός σπιτιού στην οδό Μουρούζη, που κατεδαφίστηκε κι έγινε κτήριο γραφείων: «Εκεί οι γεννήσεις, εκεί οι θάνατοι, οι έρωτες, οι αρραβώνες, οι συγκεντρώσεις, τα γεύματα και οι χοροί αμέτρητων προγόνων μας και των συζύγων τους, ανδρών και γυναικών» (σελ. 25). Εκείνος ο αφηγητής είναι ερωτευμένος με την αδερφή του αλλά αν αγνοήσουμε το ανίερο του πράγματος, ο συγγραφέας μέσω αυτού κάνει εκπληκτικές λυρικές περιγραφές: «Ήμουν την ώρα εκείνη ο Άντρας και εσύ η Γυναίκα, τίποτ’ άλλο, ούτ’ εσύ ούτ’ εγώ» (σελ. 29). Και το φινάλε του κεφαλαίου μου έφερε δάκρυα στα μάτια: «Ο ζόφος που είναι η καθημερινή μας ζωή έρχεται μια ώρα της ημέρας που σβήνει και τότε γεμίζουμε φως. Είναι το βράδυ, στο κρεβάτι, όταν σκοτεινιάσει και εμείς επιστρέφουμε στις ευτυχισμένες μας μέρες, που τόσο γοργά κύλησαν και χάθηκαν» (σελ. 32). Αυτό το ζευγάρι εμφανίζεται ελάχιστα στον ρουν της ιστορίας όμως έχει περιτυλιχτεί με πολλή αγάπη και αποτελεί μια εκπληκτική όαση λογοτεχνικότητας μέσα στο άνυδρο, ξερό τοπίο της εποχής που περιγράφεται στο μυθιστόρημα, όπου όμως αποσπάσματα σαν το κάτωθι είναι η εξαίρεση στον κανόνα: «Πιο πέρα οι γλάροι ξεψειριάζονται και ύστερα κοιτούν τη θάλασσα που πάει κι έρχεται τεμπέλικα, γλείφοντας πότε πότε τις πέτρες σαν να είναι μια υποχρέωση που βαριέται να την εκπληρώνει» (σελ. 111).

Αναπάντεχο ήταν και το «κλείσιμο του ματιού» που κάνει στο 3ο κεφάλαιο ο κύριος Πανσέληνος, ζωντανεύοντας με εξαιρετικό τρόπο σ’ ένα μεστό και συμπυκνωμένο κεφάλαιο οκτώ σελίδων τον Άγγελο Τερζάκη και (αν κατάλαβα σωστά) τον Στράτη Μυριβήλη και την Τατιάνα Σταύρου, σημαντικούς εκπροσώπους δηλαδή της Γενιάς του 30! Ας έχει όμως κάποιος τον νου του και αργότερα, γιατί εμφανίζεται και ο Γιάννης Ρίτσος σ’ έναν ρόλο-έκπληξη! Μα τι υπέροχα ευρήματα και πόσο έξυπνα δοσμένα!

Λιτά περιγραφικές, σχεδόν κινηματογραφικές σκηνές αναμετρώνται με γλαφυρά και μελετημένα καλολογικά στοιχεία, όπως επίσης οι σταράτες κουβέντες με τις ρομαντικές σχέσεις αλλά δε σταματάμε εκεί, μιας και ένα κείμενο χρειάζεται και κάποιες σταγόνες χιούμορ για να ελαφραίνει την ψυχή του αναγνώστη. Ο κύριος Πανσέληνος το χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων για να φωτογραφίσει την πολιτική κατάσταση της εποχής: «Αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του επωνύμου του, ο κύριος Λουκάς δέχεται συχνά ενοχλήσεις από το Τμήμα Ασφαλείας της περιοχής του. Κανένας εκεί δεν μοιάζει να πείθεται πως κάποιος που λέγεται Μόσχοβικ μπορεί να μην είναι Ρώσος πρώτον, κομμουνιστής δεύτερον, μπορεί και πράκτορας της Κομιντέρν -τρίτον. Μα, Μόσχοβικ, βρε αδερφέ; Βελουχιώτη να τον έλεγαν, Ζαχαριάδη, μια αμφιβολία θα χωρούσε. Συνωνυμίες, θα πουν. Μόσχοβικ όχι» (σελ. 157).

Και γιατί όλο αυτό το μυθιστόρημα; Γιατί ο τίτλος; «Ήρθε επιτέλους ο καιρός για χαζοτράγουδα! Αρκετά με τα εμβατήρια, αρκετά με ύμνους, εθνικούς, θούριους αντάρτικους και το λουρί της μάνας. Αρκετά κλάψαμε (όσοι έκλαψαν), στενάξαμε (όσοι στέναξαν) και στραγγίσαμε από αίμα και θάνατο (όσοι σκοτωθήκαν κι όσοι φοβήθηκαν μη σκοτωθούν). Ο κόσμος έχει ανάγκη για χορό και κέφι, τα νιάτα για αισιοδοξία, γλέντι και ζωή, μεθύσι, εκδρομή, μπάνιο στη θάλασσα, τσάρκες με το αυτοκίνητο ως το Σούνιο, έρωτα και πάθος. Όλα τ’ άλλα είναι τίποτα» (σελ. 291). «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» λοιπόν, ένα συγκλονιστικό και παραστατικό ταξίδι στην προδρομική της χρυσής δεκαετίας του 1960 περίοδο, γεμάτο σκαμπανεβάσματα, πολλούς χαρακτήρες, ποικιλία περιπετειών και γεγονότων, παραστατικούς διαλόγους και σκληρές αλήθειες που εμφανίζονται ως απόνερα συνεπειών από πράξεις του παρελθόντος.

Πάνος Τουρλής