Γινάτι: ο σοφός της λίμνης

του Γιάννη Καλπούζου

Κυνηγημένος από τα κουτσομπολιά για την πατρότητά του αλλά και από φόβο μην ξεκινήσει βεντέτα εξαιτίας ενός ματωμένου καβγά, ο Ζώτος Φραξινός κατεβαίνει από το χωριό του στη λαγκαδιά της Βάλτας στα Γιάννενα για να κρυφτεί και να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Στον αγώνα του για επιβίωση και μεροκάματο αρχίζει να γνωρίζει κάποια πρόσωπα που θα γίνουν φίλοι, εχθροί ή απλοί συνοδοιπόροι στη ζωή. Τελικά φτάνει κι ο έρωτας στα μάτια της μουσουλμάνας Γιαννιώτισσας Χαβαής και η φωτιά αρχίζει να καίει με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Ο κύριος Γιάννης Καλπούζος με το γνωστό του αξεπέραστο στυλ και ύφος χτίζει άλλη μια συναρπαστική ιστορία με ολοζώντανους χαρακτήρες και με ρεαλιστική απεικόνιση περιοχών, εποχών, τόπων, ανθρώπων, κουλτούρας και γλώσσας. Ολοκληρωμένοι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές ματώνονται, παλεύουν, καταδίδουν, ερωτεύονται, προδίδουν, εξαπατούν, απάγουν, βιάζουν, στρατεύονται, απογοητεύονται, ζουν από κοντά τα γεγονότα της δεκαετίας 1917-1927, με τα πάμπολλα εθνικά και τοπικά κοινωνικά περιστατικά.

Ο συγγραφέας για άλλη μια φορά παραθέτει άφθονες λεπτομέρειες για την ετυμολογία λέξεων, ιστορικές εξελίξεις πασίγνωστες όπως οι συνέπειες του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, η ζωή και το έργο του Γιοσέφ Ελιγιά, η εκστρατεία της Καλλίπολης και της Μικράς Ασίας αλλά και άγνωστες όπως η Δημοκρατία της Πίνδου, οι περιοδείες των θιάσων στην Ήπειρο, η ληστοκρατία με τις απαγωγές για λύτρα και χιλιάδες άλλα μικρά και μεγάλα που ξεπηδούν κυρίως μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Ήπειρος» αλλά και από στόμα σε στόμα. Είναι ο οικείος και σε μένα αγαπημένος τρόπος γραφής του κυρίου Καλπούζου που δίνει την απαραίτητη αληθοφάνεια και στήνει λες πάνω σε χάρτη τα όσα διαδραματίζονται στην ιστορία του. Στο «Γινάτι» οι λεπτομέρειες και οι παραθέσεις είναι ακριβώς όσες χρειάζονται για να αποδώσουν τον ρεαλισμό που απαιτείται ώστε να ζωντανέψουν στα μάτια του αναγνώστη οι πόλεις της Ηπείρου την εποχή που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα.

Ο απαγορευμένος έρωτας που αποτελεί την κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν είναι χάρτινος ούτε πατάει σε κλισέ λογοτεχνικά μονοπάτια. Σχηματίζεται, δημιουργείται, ανάβει, καίει, καταστρέφει και ακολουθεί το δικό του δρόμο με τις απαραίτητες παράπλευρες απώλειες. Αγνοούνται τα στερεότυπα που εύκολα κάποιος θα ακολουθούσε αναμασώντας έτσι μια τετριμμένη ιστορία και προτιμώνται οι ρεαλιστικές εξελίξεις που δίνουν δύναμη και ένταση αλλά και διαρκείς εκπλήξεις. Μακάρι να μπορούσα να εκφράσω ακριβώς τις σκέψεις μου επί του εκπληκτικού χειρισμού του θέματος αυτού όμως θα αποκάλυπτα πράγματα και δεν πρέπει, θέλω ο αναγνώστης να νιώσει βαθιά μέσα του την ιστορία του Ζώτου και της Θωμαής με τον δικό του τρόπο και ρυθμό ανάγνωσης. Μιλώντας ευρύτερα παρ’ όλ’ αυτά, θα σημειώσω πως αυτοί οι δύο άνθρωποι θα έρθουν απρόσμενα κοντά χάρη στην αντρειοσύνη της Χαβαής, το πείσμα της και το ανοιχτό μυαλό της. Ο έρωτας θ’ ανθίσει και θα βλαστήσει, υπάρχουν όμως γεγονότα όπως αυτά της Σμύρνης του 1922 και συνεπακόλουθα της ανταλλαγής των πληθυσμών αλλά και μυστικά του Ζώτου που θα βάλουν σε πολύ μεγάλη δοκιμασία τον δεσμό των δύο πρωταγωνιστών. Οι ανατροπές είναι συνεχείς και καταγράφουν με άφθαστη αληθοφάνεια τις απαντοχές ενός έρωτα που γεννήθηκε για να ζήσει, επειδή όμως συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων τα πάντα μπορούν να συμβούν. Έξυπνοι χειρισμοί, λογική και συνάφεια σε δράσεις κι αντιδράσεις και φυσικά μυστήριο και αγωνία, μιας και ο συγγραφέας αφήνει κενά στην εξιστόρηση ώστε να τα συμπληρώσει αργότερα, όταν πρέπει, στο σημείο που πρέπει. Δολοφονίες, απαγωγές, προδοσίες και εξαπατήσεις είναι κάποια επιπλέον εμπόδια που θα δημιουργήσουν νέες απρόσμενες καταστάσεις.

Εκτός από τον Ζώτο και τη Χαβαή έχουμε τον παπα-Λέρα, μια προσωπικότητα που ακροβατεί ανάμεσα στη φυσιογνωμία του Αρτέμη Μάτσα και του Δήμου Σταρένιου, έναν χαρακτήρα που εκμεταλλεύεται τη θέση του και την ιδιότητά του για να κατασκοπεύει, να ρουφιανεύει, να εκμεταλλεύεται σεξουαλικά τις γυναίκες και να παίζει επικίνδυνο διπλό ή και τριπλό παιχνίδι σε περιπτώσεις εγκλημάτων. Έχουμε τον Βιργίλη, έναν άνθρωπο που μια δουλεύει και μια σκορπάει απλόχερα το χαρτζιλίκι του. Πάει κυριολεκτικά όπου φυσάει ο άνεμος, αρκεί να βρει παράδες, ανακατεύεται μέχρι και με τους ρουμανόβλαχους, είναι ένα καλό φιλικό αποκούμπι για τον Ζώτο και μέσα από αυτόν ζούμε πολλές ιστορικές εξελίξεις της περιοχής. Υπάρχει και η παντρεμένη Σαραλίν, μια αγαπημένη μου προσωπικότητα, που καίγεται για τον Ζώτο και θα κάνει στην κυριολεξία τα πάντα για να τον κερδίσει ολοκληρωτικά. Είναι μια γυναίκα-αράχνη που εξελίσσεται σε μια προοδευτική για την εποχή φυσιογνωμία, μη ορρωδούσα προ ουδενός. Επίσης οφείλω να αναφέρω τον σιόρ Δονάτο, τον λεμβούχο, τον σοφό της λίμνης, που έχει το δικό του μυστηριώδες παρελθόν και πρέπει να περάσουν πολλές σελίδες και πολλά γεγονότα με τον Ζώτο για να ανοίξει την καρδιά του και ο αναγνώστης να διαπιστώσει με έκπληξη πως αποτελεί νευραλγικό σημείο στον καμβά του μυθιστορήματος κι όχι έναν δορυφόρο γύρω από τα δρώμενα.

Όλα αυτά τα πρόσωπα συναναστρέφονται, δρουν, περπατάνε, ζουν στα στενά και στους δρόμους των Ιωαννίνων. Εκατομμύρια πληροφορίες γι’ αυτήν την πόλη παρατίθενται, σε βαθμό εμμονής: περιγραφές σκηνών με πάμπολλες πληροφορίες για τα γύρω οδόσημα, τοπωνύμια, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τόπου, εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου της πόλης από τις λάμπες πετρελαίου στον ηλεκτρισμό, από τους καρόδρομους στους αμαξιτούς, ποια καφενεία άνοιξαν και έκλεισαν, ποιες προτομές στήθηκαν πού, ποιες μουσικές εκδηλώσεις γίνονταν, ποια μπουλούκια έρχονταν να παίξουν, πώς προέκυψαν κάποια κύρια ονόματα, το παρελθόν και το παρόν των Ιωαννίνων και άλλα είναι κυριολεκτικά όλα εδώ, μέσα από τις κλιματικές αλλαγές και τη σειρά των εποχών,  με τη συγγραφική επιλογή να παρατίθενται τα γεγονότα ακόμη και ημερομηνιακά.

Δε βρήκα πουθενά την έκφραση «την άλλη μέρα» ή «μια βδομάδα μετά» κ. τ. ό., μόνο ακριβείς ημερομηνίες, ακόμη και κοντινές μεταξύ τους, κάτι που δημιούργησε ένα ιδιότυπο και για μένα γοητευτικά ρεαλιστικό ημερολόγιο, γιατί είμαι σίγουρος πως αν δεν έχει κάποιος τη στόφα, την πείρα και την τέχνη του συγκεκριμένου συγγραφέα θα παραθέσει ένα ξερό, στεγνό σωρό από ημερομηνίες και γεγονότα, με αποτέλεσμα την πλήξη και την ανία. Εδώ όμως έχουμε μια δυνατή πένα κι έναν άνθρωπο που συμβιώνει με τις λέξεις, γνωρίζοντάς τες σε βάθος και τοποθετώντας τες έτσι όπου δει. Όλα τα πραγματολογικά στοιχεία δίνονται ντυμένα με καλλιέπεια και αγκαλιασμένα με ποικίλα καλολογικά στοιχεία, που δίνουν μια πρωτόγνωρη δύναμη στον γραπτό λόγο και μου έκανε εντύπωση που μπορέσαμε να ταξιδέψουμε δέκα ολόκληρα χρόνια με τις αντίστοιχες εναλλαγές του τοπίου και του καιρού χωρίς να επαναληφθεί ούτε μια μεταφορά ή παρομοίωση ή να δοθεί έμφαση στις ίδιες αλλαγές (δέντρα, βροχή, χιόνι κλπ.) με τις ίδιες λέξεις. Οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές, τα καλολογικά στοιχεία, το ζωντάνεμα τοπίων άψυχων με πρωτοφανείς εκφράσεις είναι θετικότατα στοιχεία που δίνουν αξεπέραστη ζωντάνια στο κείμενο και νέο νόημα στον ρομαντισμό: «Τούτη τη λεκάνη, εξόν απ’ τις εκατόν εξήντα πηγές, τη γιόμισαν και τα δάκρυα των ανθρώπων. Άμα τη θωρείς με τέτοια μάτια, αλλιώς μπήγεις τα κουπιά. Γιατί δεν τα βυθίζεις στο νερό αλλά στις ψυχές που έκλαψαν στις όχθες της και τη στοίχειωσαν με τις χαμένες τους ελπίδες. Ορφανά όνειρα έχει για νερά» (σελ. 46). Και τέλος: «Αλλά και οι παλιές έγνοιες του καθενός δε χάνονται. Μόνο σβήνονται απ’ το τεφτέρι όποιου πεθαίνει. Καθότι υπάρχουν λογαριασμοί που μεταπηδούν σε αλλωνών κατάστιχα με χίλιους τρόπους» (σελ. 532).

Φυσικά ο συγγραφέας δε γίνεται να μην αναστενάξει κι εδώ για τα δεινά του ελληνισμού και να μην τονίσει τα κακά χαρακτηριστικά της γενιάς μας. Μέσα από ένα άκρως συγκινητικό κομμάτι κατάφερε να δώσει σε πέντε αράδες όλα τα χαρακτηριστικά του ελληνισμού: «Είμαστε σαν τους αρχαίους ή τους Βυζαντινούς ή εκείνους του 1821; Όχι. Όλα εξελίσσονται και διαφοροποιούνται στο διάβα των εποχών, ο πολιτισμός, οι θρησκείες, τα ήθη, οι συμπεριφορές, ακόμα κι οι απλές συνήθειες… Θα μου πεις τίποτε δε στέκεται σταθερό ή αναλλοίωτο; Μένει η μαγιά, ό,τι συνθέτει τη διαχρονικότητα του Ελληνισμού και το δέσιμο μαζί του. Έλληνας είναι όποιος λαχταρά να ανήκει στο ράμμα του Ελληνισμού. Να νιώθει κομμάτι της Ιστορίας και της συνέχειάς του. Να αγαπά την ελληνική γλώσσα και να προσπαθεί να μπει στην ψυχή της… η Ελλάδα υπάρχει άμα πασχίζουμε να υπάρχει. Έλληνας είναι αυτός που θέλει να είναι Έλληνας» (σελ. 512-513).

Ακόμη κι αυτό το ιστορικό γεγονός της άτακτης υποχώρησης του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία το 1922, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν βιαιότητες και ασχημονίες, που έχει δώσει αφορμή για εκατομμύρια αιματοβαμμένες λογοτεχνικές σελίδες, εδώ παίζει τον δικό του ιδιαίτερο ρόλο, μιας και ο στρατευμένος ήρωας (δεν θα τον κατονομάσω για τους γνωστούς λόγους άστοχης αποκάλυψης καίριων σημείων της πλοκής) γίνεται μάρτυρας σε ένα περιστατικό, του οποίου τις συνέπειες κάποιοι θα εκμεταλλευτούν για να προκαλέσουν έριδες και αντιδικίες. Παραδέχομαι με μεγάλη μου λύπη πως αυτές τις σελίδες, που βρίθουν ιστορικών αναφορών, τις προσπέρασα χωρίς δεύτερη σκέψη, ακριβώς γιατί κατέγραφαν κάτι για το οποίο έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές. Ε λοιπόν αυτή η αλαζονία μου τιμωρήθηκε, μιας και το ανωτέρω συμβάν εμφανίστηκε να παίζει όπως προέγραψα σημαντικό ρόλο στην εξιστόρηση κι έτσι αναγκάστηκα με την ουρά στα σκέλια να επιστρέψω σε αυτές τις σελίδες. Άλλο ένα λοιπόν χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας καλής πένας: κομβικές εξελίξεις σε σημεία αφήγησης-κλειδιά!

Εκτός λοιπόν από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, που ζουν κάτι πρωτόγνωρα δυνατό κι εξελίσσονται αληθοφανέστατα, εκτός από τα πάμπολλα πραγματολογικά στοιχεία που στήνουν ένα τρισδιάστατο σκηνικό, υπάρχουν κι αυτές οι δεύτερες αναγνώσεις που πάνε το περιεχόμενο του κειμένου ακόμη πιο βαθιά για όσους θέλουν να ψάξουν περισσότερο κι έχουν την τύχη να εμπιστευτούν τη γραφή του κυρίου Καλπούζου. Ωραίες οι ανατροπές λοιπόν, άψογο το κλείσιμο κάθε ιστορίας, των οποίων οι ήρωες όσο κι αν φαίνεται πως αποσύρονται κάποια στιγμή, επιστρέφουν δριμύτεροι για να παίξουν το γκραν φινάλε τους, αφήνοντάς με άφωνο να παρακολουθώ τα γεγονότα, όμως ένα σωστό κείμενο οφείλει να δώσει και τροφή για σκέψη, να γεννήσει ερωτήματα ή νέες ιδέες, να προκαλέσει διέγερση νου και αντιλήψεων.

Έτσι κι εδώ, μέσα στον αρμονικό κυκεώνα που μας χάρισε ο συγγραφέας, υπάρχουν πάμπολλες σοφίες και διαχρονικές αλήθειες που εκφράζονται με λέξεις και δημιουργούν πρωτόφαντη δύναμη και τονίζουν αήθειες που ίσως να μην είχαν ποτέ σχηματιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στο μυαλό μου. Κεντρικό ρόλο σε αυτές τις ιδέες παίζει φυσικά το γινάτι του τίτλου, που επεξηγείται όχι μόνο ως πείσμα αλλά και ως έρωτας και φιλότιμο! Υπάρχει λοιπόν η τρισυπόστατη ύπαρξη μιας έννοιας που κυριολεκτικά διαφεντεύει τα πάντα μέσα στο μυθιστόρημα και ο τρόπος που παρουσιάζεται και αναλύεται, στηριγμένος σε παραδείγματα δραματικά και τραγικά, είναι τόσο εύληπτος και συναρπαστικός που κατά καιρούς με ωθούσε να κλείσω το βιβλίο και να σκεφτώ. Πείσμα λοιπόν, έρωτας και φιλότιμο, κυρίαρχες έννοιες της ανθρωπότητας που κινούν στην κυριολεξία βουνά κι ανάλογα την ποσότητά τους επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων και φυσικά τις δράσεις και τις αντιδράσεις. Δεν υπάρχει δηλαδή μόνο ως κακό γινάτι, το πείσμα, που πραγματικά κάνει το μεγαλύτερο κακό, αλλά και ως έρωτας, με εξίσου μεγάλη ορμή, όμως αυτή είναι παραγωγική (πρωτίστως, γιατί ο έρωτας τυφλώνει κιόλας) και ως φιλότιμο, άκρως δημιουργικό συναίσθημα, χωρίς κακοσήμαντη χροιά (από φιλότιμο θα καλυτερέψω τη ζωή μου, από φιλότιμο θα θελήσω να πάω μπροστά γνωρίζοντας καλά τις συνέπειες της απραξίας ή της εγκληματικής συμπεριφοράς). Κι όλα αυτά όχι μέσα από φιλοσοφικές παραθέσεις ρητών ή προτάσεων που σχηματίζουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου αλλά στέρεα τεκμηριωμένα μέσα από γεγονότα!

«Κακό γινάτι είναι να επιδιώκεις να υποτάξεις τον άλλον με οποιονδήποτε τρόπο. Να έχεις το πάνω χέρι στον έρωτα, στη δουλειά, στην οικογένεια, στη συντροφιά, στη συζήτηση… Στο κακό γινάτι συγκαταλέγεται η αχαλίνωτος και κατ’ επανάληψη οργή, η υπερβολική ζήλια, η ξεροκεφαλιά, ο φανατισμός, η εκδίκηση, να βάνεις μπροστά το εγώ, να περηφανεύεσαι πως είσαι όμορφος κι οι άλλοι άσχημοι, να κοκορεύεσαι για τα πλούτη σου δίχως να στοχάζεσαι ότι πολλοί δεν έχουν τίποτε. Κακό γινάτι κι ο πόλεμος, πιότερο σε όσους τους μεταλαμπαδεύεται το μίσος και καλούνται να σκοτώσουν... Λοιπόν, υπάρχει και καλό γινάτι, το γόνιμο πείσμα. Όταν λες θα σταθώ στα πόδια μου, θα σηκώσω ξανά το κεφάλι… Καλό πείσμα και να παλεύεις να μη σε νικήσει η αρρώστια, να μη σε σέρνουν οι άλλοι, να μην υποχωρείς σε ό,τι σε καταδυναστεύει, να μην επιτρέπεις να φυτρώνει εντός το κακό γινάτι. Καλό γινάτι λογίζεται και το πείσμα ν’ ανακαλύψεις την αιτία της ύπαρξής σου, να πλουταίνεις τον νου σου, να αναρωτιέσαι και να παρατηρείς για κάθε τι έξω σου και έσω σου, να μη δέχεσαι να σου τσαλαπατούν το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια. Υφίστανται χίλιων λογιών γινάτια. Ξεύρεις ποιο είναι το μυστικό; Να χωρίσεις το γινάτι στα δύο. Να πετάξεις το κακό κομμάτι, να το νικήσεις και να μη σε νικά, και να κρατήσεις το καλό. Να γενεί γη και άτι. Να καλπάζει λεύτερα ο λογισμός σου απά στη γης» (σελ. 461-463).

Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο συμπεραίνει πως το μυθιστόρημα θα περιστρέφεται γύρω από έναν άνθρωπο που η ζωή τον έκανε σοφό, που ωρίμασε μέσα από τα λάθη του και τώρα προσπαθεί να σώσει όσους διακρίνει εκείνος πως αξίζουν χρησιμοποιώντας αμπελοφιλοσοφίες ή παρεμβαίνοτνας συχνά, εις βάρος της πλοκής και της εξιστόρησης. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με τον κύριο Καλπούζο κι έτσι κάθε τέτοιος (ευσεβής; ) πόθος σβήνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες. Ο σιόρ Δονάτος δεν είναι πρωταγωνιστής, αντίθετα λείπει για αρκετό χρονικό διάστημα στην Αθήνα κι έτσι δίνεται άφθονος χώρος στους άλλους χαρακτήρες και κυρίως στον Ζώτο να προχωρήσουν την υπόθεση του βιβλίου, με τα ανθρώπινα λάθη τους, τις αδυναμίες τους κλπ. Ο σιόρ Δονάτος έχει κι αυτός τα δικά του μυστικά που συνδέονται άμεσα με τις ζωές όλων μέσα από μια εξαιρετικά ευρηματική ιδέα ενώ τα όσα εκστομίζει είναι τόσο μα τόσο αληθινά και αποδεδειγμένα!

Το «Γινάτι» είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημα, με πρωτότυπους και αληθινούς χαρακτήρες, γεμάτο από καινοφανείς δραματουργικές εξελίξεις, γραφή άκρως προσωπική και ίσως δύσκολη ή κουραστική για κάποιους, με ιδιολέκτους και εναρμονισμένη παράθεση πολλών πραγματιστικών λεπτομερειών κατά την αφήγηση και με πάμπολλα νοήματα και δεύτερες σκέψεις για όσους θέλουν να εντρυφήσουν λίγο περισσότερο σ’ ένα μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη λίμνη των Ιωαννίνων και ταυτόχρονα στα βάθη της ανθρώπινα ατελούς ψυχής όλων μας.

Πάνος Τουρλής