Αντέτι

της Μαρίας Πρινάρη-Καρκαβατσάκη

Από τη δεκαετία του 1930 ως αυτήν του 1970 τρεις γυναίκες, η Κατερίνα, η Αφροδίτη και η Ανέζα, γνωρίζουν τον έρωτα κι έρχονται σε σύγκρουση με το αντέτι, τον άγραφο νόμο της Κρήτης. Ποιος θα νικήσει, το «θέλω» ή το «πρέπει»; Ποιες θα είναι οι συνέπειες για τις οικογένειές τους; Αλλάζουν τελικά οι συνήθειες όταν αλλάζουν οι εποχές ή μήπως τελικά η παγίδα κλείνει πιο ασφυκτικά απ’ ό,τι παλαιότερα;

Το μυθιστόρημα ξεκινάει τη δεκαετία του 1970, μεσούσης της Δικτατορίας, όπου η Αφροδίτη διαπιστώνει πως η κόρη της, Ανέζα, έχει ερωτευτεί τον Μανούσο, κι αναγκάζεται να της αποκαλύψει ένα μυστικό που κρατάει φυλαγμένο καλά μέσα της πολύ καιρό. Έτσι γυρνάμε πίσω, στη δεκαετία του 1930, για να γνωρίσουμε ένα άλλο ζευγάρι και να ξεκινήσει έτσι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, γεμάτο λυρισμό, ένταση, αγάπη και απροσδόκητα γεγονότα. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη πλοκή, γεμάτη ενδιαφέροντες και σημαντικούς χαρακτήρες, που ο καθένας διαδραματίζει τον δικό του ρόλο στην ιστορία και βάζει το λιθαράκι του, μικρό ή μεγάλο. Ουσιαστικά γνωρίζουμε τρεις γενιές Κρητικών και μέσα από αυτούς τα ήθη και τα έθιμα, το αντέτι, την κουλτούρα, τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις τους, τις δύσκολες στιγμές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής, τη φωτιά του έρωτα και τον κατευνασμό του σασμού.

Όλα ξεκινάνε με τον Σήφη Λεβεντάκη που αναγκάζεται να φύγει από τον Αποκόρωνα για να μην ανάψει βεντέτα και καταφεύγει «ανεμαζωξάρης» σε χωριό του Ρεθύμνου. Οι συνήθειες των γυναικών (ασπρόρουχα, μπατανίες, μαγείρεμα) και των αντρών (μητάτο, καφενές) δίνουν αληθοφάνεια στις σκηνές και ζωντανεύουν την κρητική κοινωνία. Οι ετοιμασίες του γάμου,  η προκοπή του γαμπρού, η διαδικασία της ύφανσης στον αργαλειό με τα πάμπολλα στάδια και τη μεγάλη προσοχή και κόπωση που απαιτούνται, ο φόβος της ανύπαντρης για το «ράφι», οι κακές γλώσσες με άξιες εκπροσώπους τη Ζουμπουλιά και την Ευγενία, είναι χαρακτηριστικά που δίνουν ζωηράδα και ρεαλισμό στα πρώτα βήματα της νέας αρχής του Σήφη και δείχνουν πόσο καλά μελέτησε και ενέταξε στο κείμενό της η συγγραφέας τη λαογραφία του κρητικού τόπου.

Η ιστορία του Σήφη και της Κατερίνας είναι τρυφερή, απλή, όμορφη, στρωτή, συγκινητική ως προς την απλότητα των προσδοκιών, γλυκιά σαν τα χέρια που κέντησαν τα ασπρόρουχα για το νέο σπίτι. Τι μπορεί να συνέβη λοιπόν και να φτάσαμε στο δυσοίωνο 1970 με το οποίο ξεκινάει το μυθιστόρημα; Δεν ήθελα να συνεχίσω να διαβάζω, ήταν ωραία, ζεστά και χουχουλιάρικα στο «ροζ κουκούλι» της καθημερινότητας, με προειδοποίησε κι η ίδια η συγγραφέας με πανέμορφα λόγια: «Τόσο απλά, τόσο καθημερινά και τόσο όμορφα. Κι αν κανείς τους ως τότε δεν είχε νοιαστεί να δώσει όνομα στην καθημερινότητά τους, όταν αυτή άλλαξε, έμαθαν πως είχε δύο ονόματα: ευτυχία και ειρήνη. Γιατί όσο απλή υπόθεση μπορεί να είναι η ευτυχία, τόσο δύσκολη μπορεί να γίνει αν σου την κλέψουν…» (σελ. 161).

Διαχρονικά μηνύματα με γέμισαν αισθήματα και χιλιάδες παραστατικές εικόνες μου έδειξαν ανθρώπους απλούς, ταπεινούς μα και αυστηρούς, μονοκόμματους. Αυτό που ξεχώρισα ήταν το γεγονός πως δεν έχουμε πλήρη υποταγή στις επιθυμίες του άντρα (συζύγου και πατέρα) αλλά ξεχωριστές, έντονες και ιδιαίτερες προσωπικότητες. Τις θαύμασα, τις συνέτρεξα, τις υποστήριξα. Η μάχη απέναντι στο παράλογο, η αμυαλιά μπροστά στον έρωτα, η λογική μπροστά στο καλό του μέλλοντος είναι τα όπλα που ατσαλώνουν τις γυναίκες του βιβλίου και προσπαθούν να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων που έρχονται καταπάνω τους. Με θαυμασμό αντίκρισα τη μάνα-φωνή της λογικής, την ελάχιστη από αυτές του νησιού και της εποχής: «Μοναχογιό τον είχε και τον ήθελε ζωντανό. Σκληρή ήταν, όχι παράλογη. Λύση ήθελε, όχι αντεκδίκηση» (σελ. 34). Κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την εξής φράση: «-Στη ζωή, άλλοι κάνουνε αυτό που θέλουνε κι άλλοι αυτό που πρέπει». Αυτοί είναι οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους κινείται το βιβλίο, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από συναρπαστικά γεγονότα και εκπλήξεις, μακριά από πεπατημένες και εύκολες λύσεις. Η συγγραφέας καταφέρνει να ζωντανέψει ιστορίες αγάπης και μίσους ακολουθώντας το δικό της μονοπάτι.

Η Κατερίνα και ο Σήφης, η Αφροδίτη και ο Απόστολος, η Ανέζα και ο Μανούσος είναι άνθρωποι φτιαγμένοι από σάρκα και όχι χαρακτήρες χάρτινοι ή άψυχοι. Η συγγραφέας με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο με την πλοκή και τις εξελίξεις στις ζωές αυτών των ανθρώπων, που μερικές φορές υπάκουσαν στο «πρέπει», πνίγοντας το «θέλω» τους. Μέσα από το μυθιστόρημα περνάει σχεδόν μισός αιώνας και τρεις γενιές χωρίς να αναλωθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, χωρίς επαναλήψεις, χωρίς εύκολες λύσεις. Το γεγονός πως αναφέρομαι στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος δε σημαίνει πως η δεύτερη γενιά ελλείπει αξίας και προσοχής, απλώς θέλω πολύ να ανακαλύψει ο αναγνώστης μόνος του τα προτερήματα του κειμένου. Ακόμη και ο πόλεμος που μεσολαβεί απλώνεται όσο πρέπει και τα γεγονότα που διαδραματίζονται στα αιματηρά αυτά χρόνια όχι απλώς δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία ώστε ν’ απλώσουμε το κείμενο σε λίγες παραπάνω σελίδες αλλά απόλυτα συνυφασμένα με τα κατοπινά χρόνια, κάτι που δημιουργεί ένα αξιοπρόσεκτο σφικτό δέσιμο στην πλοκή κι ένα αρραγές σύνολο με ανθρώπους που αλληλοεπιδρούν ποικιλοτρόπως και περιστατικά που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσουν στη συνέχεια. Η μια γενιά παραδίδει τη σκυτάλη της αφήγησης στην επόμενη με λογικό και σύντομο σχετικά τρόπο, τα περιστατικά έρχονται το ένα πίσω από το άλλο και περίμενα με αγωνία τι θα γίνει παρακάτω. Η συναισθηματική φόρτιση σε κάποια σημεία ήταν τόσο έντονη που δάκρυσα (η μάνα στον γάμο του γιου της, η αγκαλιά της νύφης στον σύζυγο μέρες μετά τον γάμο μέσα από μια αξιέπαινη ψυχολογική επεξεργασία της, η απόφαση μιας γυναίκας να απαγκιστρωθεί από τον δοσίλογο και βίαιο σύζυγό της και πολλά άλλα). Η ντομπροσύνη τσακώνεται με την υποταγή και τα όνειρα υποχωρούν μπροστά στη λαίλαπα της πραγματικότητας. Κι όλα αυτά πασπαλισμένα με τα απολύτως απαραίτητα και σωστά μελετημένα καλολογικά και πραγματολογικά στοιχεία.

Δυστυχώς όλη αυτή η θετική εντύπωση κάπως μετριάστηκε όταν επιστρέψαμε στις ζωές της Ανέζας και του Μανούσου, μιας και η ιστορία συνεχίστηκε με εξίσου λεπτομερή τρόπο, κάτι που με κούρασε, έχοντας ήδη διαβάσει τόσες πολλές ιστορίες και έχοντας γνωρίσει τόσους ανθρώπους στις προηγούμενες σελίδες. Κατάλαβα τελειώνοντάς το πως η συγγραφέας ήθελε να τονίσει τη δύναμη της συγχώρεσης και να δείξει έναν αρμονικό κύκλο για να τελειώσει σωστά το βιβλίο της, δυστυχώς όμως οι περιπέτειες που αφορούν τα δυο αυτά παιδιά κάλλιστα θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα αυτοτελές μυθιστόρημα, μιας και έπρεπε να βιώσουν καταστάσεις που να δικαιολογούν τη χρονική απόσταση από το παρελθόν. Νέες ανατροπές και εμπόδια λοιπόν, αποφασιστικότητα και όνειρα, εξελίξεις που με λύπη μου προσπερνούσα βιαστικά, μόνο και μόνο για να φτάσω στο λυτρωτικό και αίσιο τέλος. Θα ήταν καλύτερο ίσως είτε να δοθούν λιγότερες λεπτομέρειες στα πρώτα χρόνια (κάτι που θα έχανε σημαντικά σε συναισθηματική αξία, μιας και η κοινωνία της Κρήτης ζωντανεύει αξιέπαινα μέσα από το αντέτι και τις παράλογες συνήθως αντιδράσεις των ανθρώπων) είτε να περιοριστούν τα γεγονότα των τελευταίων πρωταγωνιστών.

Σε αυτό το γλυκό και καλογραμμένο ταξίδι, με συντρόφευαν όμορφα και λιτά καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές, που γλύκαιναν τις δύσκολες στιγμές και μαλάκωναν την οξύτητα των άδικων παρεμβάσεων. Η φύση, ο ουρανός και τα λουλούδια, ο κάμπος και το βουνό, με τα χρώματα και τις μυρωδιές τους, δημιουργούν λυρικότατες εικόνες ενώ η ντοπιολαλιά είναι εξίσου μετρημένη, ίσα να μη βαραίνει το κείμενο ή να μην κουράζει τον αναγνώστη. Πολλές σκηνές ήταν γραμμένες σχεδόν με κινηματογραφικό τρόπο, γρήγορες, ολοζώντανες, πλήρως φωτισμένες και οι διάλογοι ήταν όσοι και όπως έπρεπε.

Αντέτι είναι ο άγραφος νόμος της Κρήτης, τα ήθη και έθιμα αιώνων, όπου υπάγονται η βεντέτα και ο σασμός. Το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Πρινάρη-Καρκαβατσάκη αφηγείται τις ιστορίες τριών γενεών μέσα από μια ποικιλία εξελίξεων και μια πανσπερμία χαρακτήρων, τοποθετώντας διακριτικά σε κάποια σημεία ιστορικά γεγονότα και δίνοντας ρεαλισμό και ένταση με τη συγγραφική της τέχνη. Εξισορροπημένο, δουλεμένο, μεστό, το βιβλίο με ταξίδεψε στα βουνά και τις ψυχές της Κρήτης, μου σύστησε ενδιαφέρουσες προσωπικότητες (με δύναμη και σφρίγος, με αποφασιστικότητα αλλά και ξεροκεφαλιά, με υπακοή στους άγραφους νόμους αλλά και μπροστάρηδες όταν καλεί το δίκαιο) και με γέμισε έντονα συναισθήματα και πολλή συγκίνηση.

Πάνος Τουρλής