Ανάρμοστον εστί

της Ειρήνης Βαρδάκη

Η Άννα δέχεται επίθεση μέσα στο σπίτι της και πέφτει σε κώμα. Η κολλητή της, Έλλη, αναλαμβάνει να φροντίζει τον άντρα της φίλης της, Μάρκο, και τον μικρό Γιάννη. Σύντομα όμως οι ισορροπίες θα αλλάξουν και ο έρωτας θα τρυπώσει εκεί που δεν έπρεπε ενώ ο αστυνόμος Λαέρτης αγωνίζεται να βγάλει άκρη σε αυτήν τη σκοτεινή υπόθεση. Τι συνέβη λοιπόν εκείνη τη μοιραία νύχτα; Ποιος είναι ο ένοχος και πόσο βαθιά στο παρελθόν πρέπει να ψάξει κανείς για να ενώσει σωστά τα κομμάτια;

Το νέο μυθιστόρημα της Ειρήνης Βαρδάκη είναι μια ανελέητη κατάτμηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ένα βίαιο, ωμό χρονικό ανθρώπινων σχέσεων που δεν έπρεπε να ολοκληρωθούν και ταυτόχρονα ο διαμελισμός της προσωπικότητας που είχε κάποιος ως τη στιγμή που θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις βαθιά κρυμμένες μέσα του επιθυμίες. Είναι όλα αυτά κι επιπλέον ένα παιχνίδι καλά στημένο, μόνο που τα πιόνια είναι άνθρωποι κι αυτό από μόνο του είναι αρκετά ευεπηρέαστο, κάτι που θα ανατρέψει οριστικά τις ισορροπίες και θ’ αλλάξει εντελώς την αλληλουχία των γεγονότων.
Χρειάστηκα αρκετά χρόνο για να αποστασιοποιηθώ από την ένταση και τα συναισθήματα που μου δημιούργησαν οι περιπέτειες της Άννας, της Έλλης και του Μάρκου, μιας κι έπρεπε πρώτα να σταματήσω να κλαίω στην ανάμνηση των σκληρών περιστατικών που δεν πρέπει να βιώσει κανένα πλάσμα όσο ζει αλλά τα γεύτηκαν μέσα τους και πάνω τους οι ήρωες, όφειλα να απομακρυνθώ από τον φαύλο κύκλο στον οποίο με έριξε η συγγραφέας ώστε να καταγράψω ψύχραιμα και όσο γίνεται πιο αντικειμενικά το γιατί ο κάθε ένας που θα τελειώσει αυτό το βιβλίο θα είναι εντελώς διαφορετικός. Είναι από τις ελάχιστες φορές που φράσεις-κλισέ και βαρύγδουπα επιφωνήματα ευρείας κατανάλωσης προς άγραν υποψήφιων αναγνωστών εδώ έχουν απόλυτη εφαρμογή στην αλήθεια και που όποια λέξη κι αν χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αληθινή και ουσιώδης. Το «Ανάρμοστον εστί» σε πάει βαθιά μες στα έγκατα της ψυχής κι εκεί δεν έχει γέλια και διασκέδαση αλλά σκοτάδι και αδικία.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη σύγχρονη Κρήτη και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο, όπου το μέρος είναι μικρό «και κάθε ψίθυρος έχει μεγάλο αντίλαλο», κατά τη διάρκεια της χειρότερης καταιγίδας που γνώρισε ως τότε η Κρήτη. Τέσσερα πρόσωπα, η Έλλη, η Άννα, ο Μάρκος και ο αστυνόμος Λαέρτης αφηγούνται εναλλάξ τα γεγονότα και προχωράνε κάθε φορά την υπόθεση ένα βήμα πιο πέρα. Ο καθένας μιλάει με τη σειρά του σε πρώτο πρόσωπο, σχηματίζοντας έτσι ένα πολυπρισματικό παζλ, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί τότε και τώρα, πώς οδηγηθήκαμε ως εδώ, ποια ήταν πραγματικά η Άννα, πώς γνώρισε τον Μάρκο, τι έκανε στην εφηβεία της, ποια τα συναισθήματά της, πώς αντιδρούσε, πώς ζούσε κι αυτή κι οι γύρω της. Σε κάποια σημεία μάλιστα οι αφηγήσεις ενώνονται σαν σε θεατρικό κείμενο, δίνοντας ακόμη περισσότερη παραστατικότητα και ταχύτητα. Οι διάλογοι είναι κυριολεκτικά κινηματογραφικοί κι έχουν τη δύναμη να ζωντανεύουν και να περιγράφουν μια σκηνή με μεγάλη ενάργεια, παρ’ όλο που είναι εντελώς λακωνικοί. Δεν είναι δηλαδή μόνο οι ανατροπές της ιστορίας και οι αλλαγές των ρόλων σε αυτό το μυθιστόρημα αλλά και η ίδια η αφήγηση που δεν αφήνουν τον αναγνώστη σε ησυχία!
Οι εισαγωγικές παράγραφοι των κεφαλαίων είναι γραμμένες με τέτοιο τρόπο που θυμίζουν χορικό αρχαίας τραγωδίας. Με λυρισμό και καταστρατήγηση της σύνταξης των προτάσεων, κάτι που χαρίζει ένταση μαζί με τη γλυκύτητα που αποπνέουν, προσιδιάζουν με αυθεντικά κείμενα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας κι έτσι ο αναγνώστης, αθέλητα κι ασυνείδητα, είναι σα να μεταφέρεται μπροστά σε μια σκηνή και να βλέπει τα γεγονότα με τα ίδια του τα μάτια, ακόμη και τα πιο ακραία, κάτι που οι αρχαίοι αποφεύγανε. Ταυτόχρονα, ο άρρηκτος δεσμός που ενώνει Άννα Δημητρακάκη, Έλλη Γρίβα και Μάρκο Ανδρουλιδάκη δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την τραγικότητα των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Πολλές φορές απέστρεφα το βλέμμα από την ένταση των ανοσιουργημάτων ή έμενα με ανοιχτό το στόμα από τις αναπάντεχες αλλαγές στην πορεία των χαρακτήρων και περίμενα διψασμένος το λυτρωτικό (για μένα ή για τους ήρωες; μάλλον και για τους δυο, μιας και πλέον γίναμε ένα) τέλος.

Ποιοι είναι λοιπόν οι χαρακτήρες αυτοί; Τραγικότερη όλων, φυσικά, η Άννα που νιώθει, ακούει και βλέπει τα πάντα αλλά δεν μπορεί ν’ αντιδράσει ενώ η συγγραφέας καταφέρνει με επιδέξιο χειρισμό να συνδέει τον εσωτερικό κόσμο της κοπέλας με τον τρόπο που το αντιλαμβάνονται γιατροί και νοσοκόμες αρχικά και το οικείο της περιβάλλον στη συνέχεια. Οι γνώσεις της κυρίας Βαρδάκη από τον χώρο της νοσηλευτικής μετουσιώθηκαν σε ένα συναρπαστικό κείμενο κι έτσι κατάλαβα πώς αισθάνεται κάποιος που έχει πέσει σε κώμα, τι νιώθει, πώς αντιλαμβάνεται, γιατί αντιδρά σπασμωδικά ή εκούσια κλπ. Τα δάκρυα, οι μυικοί σπασμοί, ο αγώνας επικοινωνίας έχουν τόσο ισχυρούς μηχανισμούς από πίσω που δεν το αισθάνεσαι αν δεν είσαι σε αυτήν τη θέση. Κι όλη αυτή η ένταση μαλακώνει κάπως με τη χρήση τρυφερών και λυρικών καλολογικών στοιχείων που είναι σε ποσότητα όση ακριβώς απαιτεί ένα τέτοιου είδους ψυχολογικό θρίλερ, έτσι δεν καταστρέφεται η ένταση και δεν μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα οι εξελίξεις ούτε γίνεται ρομάντσο.

Η Άννα είναι η μόνη σχεδόν που ανατρέχει σε ολόκληρη τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Γεννημένη σε μια δύσκολη οικογένεια, με ακραίες συμπεριφορές, γνώρισε την Έλλη σε ιδιαίτερα μοναχικές στιγμές κι από τότε πορεύτηκαν μαζί. Σταδιακά αρχίζει να συνέρχεται αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή ενός ανηφορικού δρόμου, μιας και δεν είναι μόνο ότι πρέπει να συνέλθει αλλά και να γλυτώσει τη ζωή της από τον άνθρωπο που παραλίγο να τη σκοτώσει κι ίσως καιροφυλακτεί να της επιτεθεί ξανά. Ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχει στο μυθιστόρημα, ο τρόπος σκέψης της, τα μυστικά που κρύβει, τα ψυχικά της τραύματα ξεδιπλώνονται σχεδόν παράλληλα με κάποιες αφόρητες στιγμές που καλύτερα να μην τις βίωνε.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την άφθαστη δεξιοτεχνία της συγγραφέως να παραλληλίσει τον βιασμό της κοπέλας αυτής με το ξεκοίλιασμα μιας κούκλας, χρησιμοποιώντας τις λέξεις του βιαστή ως οχήματα που ξυπνάνε μνήμες από τα μικράτα της. Αποσπάσματα παιδικού εγωισμού, άδολης αμηχανίας, ξεφτισμένης αθωότητας τρακάρουν μετωπικά με έναν άντρα διψασμένο, πρόστυχο, αδίστακτο, αφήνοντας την ψυχή μου κενή και νεκρωμένη. Η Άννα, που κατηγορούσαν τη μάνα της ότι δεν έκλεινε ποτέ τα πόδια της, γι’ αυτό έπαθε ό,τι έπαθε, το κοριτσάκι που αγωνίζεται να κλείνει τα πόδια της από τις φτέρνες ως τη λεκάνη, κάτι ανέφικτο, η Άννα, που αναγκάστηκε να μεταμορφωθεί σε ό,τι φοβόταν για να επιβιώσει, η Άννα που στάθηκε κατ’ επιφάσιν τυχερή όταν παντρεύτηκε τον Μάρκο, η Άννα που γαντζώνεται νοερά στη φίλη της: «Κι αν δεν μπορείς να με βγάλεις στο τώρα, βγάλε με έστω στο τότε. Γύρνα με στο πατρικό μου σπίτι» (σελ. 29), η Άννα είναι μια ατυχής Αντιγόνη σ’ ένα κακέκτυπο του «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Η Έλλη είναι στενή φίλη της Άννας, χωρισμένη με παιδί και αναλαμβάνει χωρίς δεύτερη σκέψη να φροντίσει τον Γιάννη και τον Μάρκο. Σελίδα τη σελίδα όμως και κεφάλαιο το κεφάλαιο, η αναπόφευκτη ροή των πραγμάτων θα δημιουργήσει ανάμεσα σ’ εκείνη και τον άντρα της φίλης της ένα τρελό, ακραιφνές, παράνομο, σαδιστικό πάθος. Η Έλλη που αγωνίζεται να προστατέψει τον Γιάννη από τη ζήλεια και την αδιαφορία του πατέρα του, η Έλλη που αγκαλιάζει τα ρούχα της Άννας και σχεδόν χωρίς να το καταλάβει αρχίζει να τα φοράει, η Έλλη που γίνεται Άννα κι αρχίζει ένα παιχνίδι που δεν ήθελε είναι μια κουρελιασμένη ψυχή που τιμωρείται κι αυτή σκληρά. Μήπως όμως κατά βάθος το χρειαζόταν αυτό το παιχνίδι ρόλων, ακριβώς για να έχει την απαραίτητη δύναμη και ν’ αντέξει τις δύσκολες μέρες της ανάρρωσης της φίλης της, που κανείς δεν ξέρει αν θα μείνει για πάντα έτσι ή για πόσο θα ζήσει; Η σχέση Έλλης και Μάρκου πέρασε απ’ όλα τα στάδια, δοκιμάστηκε, κρατήθηκε, υπέκυψε, γονάτισε, ταπεινώθηκε, μάτωσε και η συγγραφέας την κατέγραψε ευκρινέστατα και ρεαλιστικά: «Αν δεν είναι απαγορευμένο, δεν είναι πάθος κι αν δεν είναι ανεκπλήρωτο δεν είναι έρωτας» (σελ. 186). Μέσα από την Έλλη κατάλαβα πώς είναι να σε κάνει κάποιος υποχείριό του, να μειώνει την προσωπικότητά σου, να σε κάνει να εξαρτάσαι απ’ αυτόν, κατάλαβα επιτέλους πόσο υποδόρια και σαδιστικά αργά καταλήγουν πολλές γυναίκες έρμαια ανθρώπων γεμάτων μίσος, ζήλεια κι ένα απύθμενο κενό ψυχής. Επειδή όμως μιλάμε για την Ειρήνη Βαρδάκη, η ιστορία δεν έχει καμία προδιαγεγραμμένη ή αναμενόμενη πορεία και τα πάντα ανατρέπονται ανά πάσα ώρα και στιγμή.

Και ο Μάρκος; Ο σύζυγος και κατεξοχήν ύποπτος στα μάτια της αστυνομίας; Πώς μεταμορφώθηκε από άνθρωπος διψασμένος για εκδίκηση και πατέρας χωρίς ιδέα για το πώς να φερθεί στο παιδί του και πώς να αντιμετωπίσουν μαζί αυτήν την κατάσταση (εξαιρετική η σκηνή που παρασυρμένος από τον θυμό και τον εγωισμό βουτάει το παιδί του που μόλις είχε βγει απ’ το μπάνιο και πάει σε ξενοδοχείο, μόνο και μόνο για να υποχωρήσει στο τέλος και να γυρίσουν στην Έλλη, ντροπιασμένος που το παιδί του έμεινε ξάγρυπνο όλη νύχτα, φοβισμένο και ντυμένο μόνο με μια πετσέτα χειμώνα καιρό) σε δυνάστη, βίαιο, σκληρό εραστή; Πού πήγε ο Μάρκος που γνώρισα στην αρχή; Γιατί κρύφτηκε πίσω από μια σάρκα διψασμένη για ηδονή κι οδύνη, με το παιχνίδι της ασφυξίας να είναι το αγαπημένο του κι ακόμη χειρότερα να μυεί σε αυτό την Έλλη; Ως ποιο ανάρμοστο σημείο μπορεί να φτάσει η οργή και η ορμή του, αδιαφορώντας για τις απώλειες; Είναι σαδιστής, βιαστής, επιπόλαιος, παθιασμένος, θα έφτανε όμως και στον φόνο;
Σε δεύτερο θα έλεγα επίπεδο, εκτυλίσσεται κι ένα άλλο δράμα, μιας και η απώλεια της μάνας έχει πυροδοτήσει όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες του Γιάννη, κάτι που το κάνει χειρότερο η αυθόρμητη και άσκεφτη αντιμετώπιση του θέματος από τον Μάρκο. Η Ειρήνη Βαρδάκη έχει μπει για τα καλά σ’ ένα φοβισμένο παιδικό μυαλό κι έχει στήσει δεξιοτεχνικά έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο η αθώα αυτή ψυχούλα παλεύει να ξεφύγει, μόνο που οι αποκαλύψεις και ο θυμός του Μάρκου μεγαλώνουν. Πού θα οδηγήσει όλη αυτή η κατάσταση; Πολύ συγκινητική και πάλι ήταν η σκηνή που το παιδί επισκέπτεται τη μαμά του στο νοσοκομείο. Η συγγραφέας με προσεγμένες λέξεις και χωρίς ανάγκη εντυπωσιασμού και φθηνής μελοδραματικότητας καταγράφει με τις σωστές λέξεις αυτήν τη συνάντηση, κάνοντάς με να δακρύσω από την αρχή ως το τέλος του περιστατικού: «Πάνε μέρες που δε σ’ έχω αγγίξει, πάνε μέρες που δε σε κρατώ! Και απ’ όλα αυτό είναι το πιο δύσκολο. Ξέρεις… τα χέρια μου μάθανε σε σένα» (σελ. 104), σκέφτεται η Άννα. Επ’ ευκαιρία, να τονίσω εδώ πως το μυθιστόρημα δεν εκβιάζει το συναίσθημα ούτε περιέχει αχρείαστα γεγονότα που υπάρχουν μόνο για να σφίξουν το στομάχι του αναγνώστη με την ακρότητά τους. Το κάθε τι έχει τη θέση του, έναν λόγο ύπαρξης και σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.
Η κεντρική ιδέα και συνεπακόλουθα η μεγάλη ανατροπή ήταν ασύλληπτες και βασίστηκαν ακριβώς στη χειραγώγηση της ψυχής και του μυαλού, που ως ανθρώπινα είναι και απρόβλεπτα, άρα σύντομα ένα σχέδιο θ’ αρχίσει να γίνεται τρωτό. Πολλές φορές κάποιες λέξεις-κλειδιά με μπέρδευαν και με κατηύθυναν προς τον έναν ή τον άλλον πρωταγωνιστή ως ένοχο της απόπειρας δολοφονίας της Άννας αλλά η τελική αποκάλυψη μου έδειξε πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται η συγγραφέας την πλοκή της και να παίζει με όποιον διαβάσει το μυθιστόρημα, φωτίζοντάς του τα σημεία που αυτή θέλει, ώστε να κορυφώσει την ένταση και το σασπένς. Κι όχι μόνο αυτό αλλά μόλις το τελείωσα μπήκα στον πειρασμό να το ξαναδιαβάσω, σίγουρος πως η αλήθεια δεν ήρθε ουρανοκατέβατη αλλά κρυβόταν πίσω από λέξεις και σημεία στίξης στα οποία δεν έδωσα σημασία, έχοντας τον νου μου στην πλοκή. Πράγματι, το δισυπόστατο του κειμένου είναι κάτι που σπάνια έχω δει σε μυθιστόρημα κι εδώ έχει βρει την καλύτερη εφαρμογή του.
Τελικά δεν έχει σημασία ποιος το έκανε και γιατί ή αν θα τιμωρηθεί ή με ποιον τρόπο θα επέλθει η κάθαρση. Σημασία έχει πως αθώοι κι ένοχοι τιμωρούνται εξίσου, οι ταπεινοί υψώνονται και όσοι υψώθηκαν ταπεινώνονται. Αιχμάλωτος της ιστορίας, γύριζα πυρετωδώς τις σελίδες, με τα αισθήματα και τις σκέψεις να γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, με την ψυχή να πετρώνει σε κάθε σκηνή ολοένα και περισσότερο, με τους χαρακτήρες να ακολουθούν μια φρενήρη πορεία ως το απαραίτητο, λυτρωτικό τέλος. Ξεγύμνωμα ψυχών, εμβριθής μελέτη ανθρώπινων χαρακτήρων που ζουν εύκολες και δύσκολες καταστάσεις, σκληρές σκηνές, ένταση, αγωνία και μυστικά που αποκαλύπτονται όταν πρέπει είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που απαντώνται σε αυτό το αξέχαστο μυθιστόρημα. «Ανάρμοστον εστί» λοιπόν να μη διαβαστεί.

Πάνος Τουρλής