Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Το ανθρώπινο «πάθος»

papadiamantis

Μπορεί να ηχεί σαν αφόρητη κοινοτοπία το να αφιερώνει κανείς τον «μήνα του Πάσχα» στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αλλά είναι πια τόσο ταυτισμένος στη συνείδησή μας με το πνεύμα αυτών των ημερών, που αισθάνεται κανείς πως παρακάμπτοντάς τον είναι σαν να προσπερνάει μια ολόκληρη ημέρα της Μ. Εβδομάδας, και ίσως τη σημαντικότερη από όλες: τη Λαμπρή.
Όλοι μας, λίγο ή πολύ, μεγαλώσαμε κάτω από την χαρμόλυπη στέγη του θεραπευτικού του λόγου, και γιορτάσαμε τις μεγάλες γιορτές των παιδικών μας χρόνων αντικρίζοντας τον γύρω κόσμο μέσα απ' τον δικό του «φακό». Αλλά ειδικά το Πάσχα, επειδή συντελείται πάντα μέσα στην καρδιά της άνοιξης, θυμάμαι πως στα έντεκα και δώδεκα χρόνια μου, συνδυαζόταν με χίλιες μύριες αναγεννητικές δυνάμεις που ξυπνούσαν στο αίμα μου, με ανεξιχνίαστες επιθυμίες που ήθελαν να εκτονωθούν σε κύματα έρωτα γύρω μου, κι έτσι πολλές φορές ο Παπαδιαμάντης με κάλεσε να ξαπλώσουμε μαζί «Υπό την βασιλικήν δρυν» των πρώτων ερωτικών του σκιρτημάτων, και μου «μίλησε» για όλα αυτά τα μυστηριώδη πράγματα που συνέβαιναν μέσα μου, με γλώσσα συμβολική και ποιητική.
Το ότι στέκομαι ειδικά στο «Υπό την βασιλικήν Δρυν», οφείλεται στο ότι τα νοήματα που υποκρύπτονται στο συγκεκριμένο διήγημα είναι πολύ πιο μεγάλης σημασίας από τα όσα αναφέρονται ρητώς. Για μένα η «Βασιλική Δρυς» είναι ένα από τα περισσότερο αναστάσιμα διηγήματά του, κι ας μην επικεντρώνεται στην Ανάσταση, εκτός του ότι απλώς τοποθετεί τη δράση σε κάποιον εορτασμό του Πάσχα. Κατά βάθος προϋποθέτει την Ανάσταση και τη συμβολίζει σε κάθε του αράδα. Ο κόσμος των νυμφών που κατοικούν στα μεγάλα, σημαδιακά δέντρα, είναι ένας πνευματικός κόσμος, κόσμων ψυχών που συμπορεύονται με τους ζώντες. Η φύση, που με το ανοιξιάτικο γιόρτασμά της απλώνει τη σαγήνη της στις «παιδικές καρδιές» κυριαρχώντας επάνω τους, η θηλυκή, αναγεννητική της δύναμη, είναι η δύναμη του έρωτα που οδηγεί το ον στην «παραφροσύνη» να απαρνηθεί την ίδια του την ύπαρξη για χάρη του «αγαπημένου». Αυτό ακριβώς είναι και η Ανάσταση: το αποτέλεσμα της «παραφροσύνης» του όντως Όντος, που «αδειάζει» την ύπαρξή του για χάρη των άλλων. Που προσφέρει τον εαυτό του θυσία, όχι για να ξεπληρώσει κάποια λύτρα, όπως συνήθως άστοχα λέγεται, αλλά γιατί είναι ερωτευμένος με το δημιούργημά του, και ένας ερωτευμένος, καλώς ή κακώς, δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να πέσει στη φωτιά για το πρόσωπο που αγαπάει.
Βέβαια ο Παπαδιαμάντης έχει παράλληλα ένα τεράστιο απόθεμα ερωτήσεων να θέσει για το ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης, κι έτσι το διήγημα τελικά, αφού μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τη «δόξα της Ανάστασης», επικεντρώνεται στα ανθρώπινα, παρουσιάζοντας μια αντιστροφή στη σειρά των συμβάντων: δηλαδή αναφέρει πρώτα το γεγονός της «Ανάστασης» και μετά τα «πάθη». Πρώτα παρακολουθούμε την «ερωτική συνεύρεση» του νεαρού με το θαυμαστό Δέντρο-Γυναίκα και μετά, πολύ αργότερα, την κατάληξη της βασιλικής δρυός σε κομματισμένα κούτσουρα. Δυστυχώς όμως αυτή είναι η πορεία του ανθρώπινου «πάθους». Αρχικά όλοι μας είμαστε όπως αυτός ο νέος που ερωτεύεται παράφορα, χωρίς όρους. Αλλά, καθώς ενηλικιωνόμαστε, ανεπαίσθητα αλλάζουμε. Κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Μέχρι που κάποτε δεν πιστεύουμε στη «νύμφη» που κατοικεί μέσα μας. Σιγά σιγά με το τσεκούρι μας, σαν τον Βαργένη, την «κατεβάζουμε».
Ο Παπαδιαμάντης, σε όλο του το έργο, νομίζω μιλάει με διαφορετικούς τρόπους για τις προϋποθέσεις της Ανάστασης. Όλο και περισσότερο, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα διηγήματά του, αισθάνομαι να μου ψιθυρίζει στο αφτί, παραφρασμένα, τα λόγια της νύμφης: «Να του φεισθείς του έρωτά σου, να μην τον κόψεις... Δια να μη σου κάμει ακουσίως κακό...». Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ο ψυχαναλυτής σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Καλή Ανάσταση!

Πλάτων Μαλλιάγκας