Αθηνά Κακούρη, λογοτέχνις 80 καρατίων

Αποκλειστική συνέντευξη: Βίκυ Βασιλάτου, για το L'Officiel Hellas

Με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός της Ξιφίρ Φαλέρkakouri, η Αθηνά Κακούρη μας ανοίγει σε αποκλειστικότητα την καρδιά της και μας ξεναγεί στον ποικιλόμορφο λογοτεχνικό της κόσμο.

Πλατεία Δεξαμενής, 12:30 το μεσημέρι. Η κυρία Αθηνά Κακούρη με υποδέχεται στο φιλόξενο σπίτι της με ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη, ένα χαμόγελο που μας συντρόφευσε καθ' όλη τη διάρκεια μιας συνέντευξης-ταξίδι σε άλλες εποχές... Τότε που, γύρω στα 20 της χρόνια, της ανοίχτηκε ο χώρος της δημοσιογραφίας και της μετάφρασης, μέχρι να την κερδίσει το αστυνομικό διήγημα και, στα μέσα του '70, το ιστορικό μυθιστόρημα. Σταματήσαμε όμως την κλεψύδρα στο 2009 και συζητήσαμε για το συγγραφικό «βενιαμίν» της, το Ξιφίρ Φαλέρ, ένα ιστορικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται αριστοτεχνικά τα παρασκήνια και τα προσκήνια της Ελλάδας των αρχών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Κυρία Κακούρη, στα τέλη του '50 τα αστυνομικά διηγήματα ήταν ένα λογοτεχνικό είδος που εντασσόταν στην παραφιλολογία, κάτι όμως που δεν στάθηκε εμπόδιο στην αναγνωσιμότητά σας. Πώς το εξηγείτε;

Αστυνομικά έχει γράψει ο μέγιστος Edgar Allan Poe -που επινόησε και το είδος-, έχει γράψει ο Wilkie Collins, ο Dickens, δηλαδή σπουδαίοι συγγραφείς. Γράφτηκαν και αστυνομικές φυλλάδες, γράφτηκαν και γράφονται ολοένα. Τι σημαίνει λοιπόν «παραφιλολογία»; Ούτε τότε με απασχόλησε αυτό ούτε και σήμερα. Προσπαθώ να γράψω όσο καλύτερα μπορώ είτε αστυνομικό είτε οτιδήποτε άλλο.

Σας τρομάζει ή σας πεισμώνει το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας;

Εξαρτάται από την αποτυχία. Αν πρόκειται για εμπορική, αυτή δεν με απασχολεί. Το βιβλίο θα πουλήσει ή δεν θα πουλήσει - κι αυτό εξαρτάται από χίλια πράγματα, εκ των οποίων πολλά δεν είναι στο χέρι μου. Αν το βιβλίο δεν διαβαστεί, σημαίνει πως σε κάτι έσφαλλα. Η αποτυχία είναι δική μου και οφείλω να την επισημάνω ώστε να την αποφύγω την επόμενη φορά. Αλλά, ξέρετε, ποτέ δεν ξεγνοιάζω με την εντύπωση πως το βιβλίο που έγραψα πέτυχε. Η κορυφή της τέχνης είναι ψηλά, πάρα πολύ ψηλά, και διαρκώς αναμετράς το πόσο απέχεις απ' αυτήν.

Η Patricia Highsmith προλογίζει το βιβλίο της Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας δηλώνοντας ότι αδυνατεί να εξηγήσει πώς να γράψει κανείς με επιτυχία. Εσείς μπορείτε να το εξηγήσετε;

Εξαρτάται από το τι θεωρεί ο καθένας επιτυχία. Ποιοι είναι οι στόχοι του, τι θέλει να υπηρετήσει, πόσο ανθεκτικό στο χρόνο ελπίζει να αποδειχθεί το έργο του, πόσο αγαπάει τη γλώσσα του, τι απαιτήσεις έχει ο ίδιος από τη λογοτεχνία που διαβάζει...

Πού οφείλεται η αδυναμία σας στα αστυνομικά;

Έχω αδυναμία -όπως τη λέτε- σε όλα τα παιχνίδια, κάθε άσκηση του σώματος ή του μυαλού με διασκεδάζει. Μου άρεσαν τα μαθηματικά και η γεωμετρία, το σκάκι, τα αινίγματα και τα προβλήματα, η άμιλλα γενικά... Φυσικά, μ' αρέσουν και τα αστυνομικά. Γιατί; Δεν γνωρίζω. Ίσως ορισμένα μυαλά να είναι καμωμένα με μια τέτοια κλίση κι άλλα όχι.

Αν ήσαστε ο Πυγμαλίων, ποιον ή ποια θα θέλατε να ζωντανέψετε από το μωσαϊκό των ηρώων σας και γιατί;

Ξέρετε, ο κακομοίρης ο Πυγμαλίων δεν τα πήγαινε καλά στις σχέσεις του με τους ανθρώπους και γι' αυτό κατέληξε να ερωτευτεί το άγαλμά του. Εγώ, ευτυχώς, κάνω εύκολα καλή επαφή με όποιον συναντώ, μ' ενδιαφέρουν όλοι οι άνθρωποι και με τα χρόνια έχω γίνει αρκετά σώφρων ώστε να μην τρέφω πολλές ψευδαισθήσεις ούτε να περιμένω πολλά από τους άλλους. Έτσι, ό,τι μου προσφέρουν αποτελεί πηγή μεγάλης χαράς. Αν τώρα ζωντάνευε κανένα από τα πλάσματα της φαντασίας μου, μάλλον θα καταλήγαμε να τσακωθούμε γιατί εγώ θα εξακολουθούσα να θεωρώ ότι έχω το δικαίωμα να του υπαγορεύω τι να κάνει κι εκείνος ή εκείνη θα ήθελε να κάνει του κεφαλιού του. Να κάτσουν λοιπόν όλοι τους φρόνιμα μέσα στα βιβλία!

Τι σας ώθησε να βάλετε πλώρη για το ιστορικό μυθιστόρημα;

Ο αείμνηστος Άλκης Αγγέλου, ένας εξαίρετος ελληνιστής και κάποτε διευθυντής της σειράς νεοελληνικής λογοτεχνίας του λαμπρού εκδοτικού οίκου Ερμής. Με ρώτησε αν θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα για την εποχή του Ελληνικού Διαφωτισμού και όταν του είπα πως δεν ξέρω τίποτα για το θέμα μού απάντησε ξερά: «Να διαβάσετε». Διάβασα 10 χρόνια και έγραψα τα δύο πρώτα μου μυθιστορήματα, Της Τύχης το Μαχαίρι και, τη συνέχειά του, Η Σπορά του Ανέμου.

Σε τι διαφέρει η πηγή έμπνευσης από αστυνομικό σε ιστορικό μυθιστόρημα;

Τη λέξη «έμπνευση» εγώ την ακούω με μεγάλη καχυποψία. «Η έμπνευση», είπε ο Flaubert, συνίσταται στο να στρώνεσαι κάθε μέρα στο τραπέζι της δουλειάς σου την ίδια ώρα». Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος την έμπνευση, τα μεν αστυνομικά τώρα πια τα γράφω επειδή κάποιος μου προτείνει να λάβω μέρος στην έκδοση μιας συλλογής, οπότε κάθομαι και σκαλίζω το νου μου μέχρι να βρω μια διασκεδαστική ιδέα και να την κάνω διήγημα. Τα δε ιστορικά τα γράφω ξεκινώντας από κάποιο γεγονός της Ιστορίας μας που δεν το γνωρίζω και καθώς το μελετώ το βρίσκω ολοένα πιο ενδιαφέρον και πιο άξιο να το μοιραστώ με τους συμπατριώτες μου. Τέτοιο ήταν τα Λαυρεωτικά, η περιπέτεια της σταφίδας στο Πριμαρόλια, οι βαλκανικοί πόλεμοι με τη διαφοροποίηση του Δραγούμη και ο χορός των κατασκόπων που μας κουβαλήθηκαν στην Αθήνα το 1916 γυρεύοντας σώνει και καλά να κάνουν κουμάντο στον τόπο μας.

Πώς χειριστήκατε την αφηγηματική και διαλογική γλώσσα ώστε να έχει τη χροιά των αρχών του 20ού;

Έχω μεγάλη αγάπη και απέραντο σεβασμό στη γλώσσα μας. Προσπαθώ λοιπόν να μελετώ προσεκτικά πώς ομιλούνταν και πώς γραφόταν την εποχή που ζωντανεύω. Και -φροντίζοντας να αποφύγω ακρότητες που θα δυσκολέψουν το σημερινό αναγνώστη- παρακολουθώ στους μεν διαλόγους πιο πιστά την εποχή, ενώ στο αφηγηματικό μέρος κλίνω περισσότερο προς τα σημερινά.

Πόσο χρόνο σάς πήρε η -εξ όσων αντιλαμβανόμαστε- εξονυχιστική έρευνα για να συγγράψετε το Ξιφίρ Φαλέρ;

Αν λογαριάσουμε από βιβλίο σε βιβλίο, τότε θα πούμε πως από τη στιγμή που παρέδωσα στον εκδότη τη Θέκλη (φθινόπωρο του 2004) καταπιάστηκα με το Ξιφίρ Φαλέρ, μέχρι να το παραδώσω τον Ιανουάριο του 2009. Δηλαδή χρειάστηκα 4 χρόνια και μισό. Αλλά ο λογαριασμός δεν είναι σωστός, γιατί πολλά από τα στοιχεία που μπήκαν στο Ξιφίρ είχαν τραβήξει την προσοχή μου ενώ μελετούσα για τη Θέκλη, δηλαδή εδώ και 10 περίπου χρόνια.

Ξιφίρ Φαλέρ... Ένας τίτλος μυθιστορήματος που παραπέμπει σε μια εντυπωσιακή επιθεώρηση του 1916 και σημαίνει είτε «ασυναρτησίες» είτε «σπουδαία πράγματα». Θελήσατε να δώσετε μεγαλύτερη βαρύτητα σε μία εκ των δύο εννοιών ή στη μίξη των δύο;

Σε μια μίξη και των δύο: ένα πλήθος ανοησίες μαζί με πολλά και πολύ σοβαρά πράγματα που όρισαν τη ζωή και το θάνατο πολλών δικών μας ανθρώπων. Κι αυτά που ήταν παιχνίδια ισχύος για τους μεγάλους για μας ήταν θανάσιμα. Μακάρι κάποτε ν' ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε πως δεν μας συμφέρει να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για ψύλλου πήδημα και πως τις περισσότερες φορές άλλοι μάς έχουν βάλει να τσακωνόμαστε κι εμείς οι ανόητοι κάνουμε το χατίρι του κάθε ντε Τρεφέιγ, Φίτζγουίλιαμ, Βοροντύντσεφ, φον Λένκ και πάει λέγοντας.

Το πηγαίο χιούμορ -μεταξύ άλλων- του Κανιστράκη, οι αστείες συνομιλίες του Φίτζγουίλιαμ με τους πράκτορές του, οι σκανδαλιές του Ομήρου με έκαναν όχι μόνο να χαμογελάσω αλλά και να γελάσω για συμβάντα που στιγμάτισαν ανεξίτηλα την Ελλάδα. Αν και το χιούμορ δεν ανήκει στα συστατικά ενός ιστορικού μυθιστορήματος, για ποιο λόγο στραφήκατε σ' αυτό;

Χαίρομαι πολύ που γελάσατε. Το χιούμορ ανήκει στα πάντα - αλίμονο αν δεν μπορείς να βλέπεις το γελοίο στους άλλους αλλά και στον εαυτό σου. Το μεταχειρίστηκα στο Ξιφίρ Φαλέρ διότι αυτά όλα που μας συνέβησαν τότε -το ότι αντί να συσπειρωθεί ο πολιτικός μας κόσμος μπρος στη φοβέρα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως έκαναν οι Βούλγαροι, αντί να δουν όλοι μαζί πώς θα αποφύγουμε τα όσα απειλούσαν τον τόπο μας, κάθισαν μερικοί και έκαναν πλάτες σε ξένους για να μπουν και να διαφεντεύουν εκείνοι τα εσωτερικά μας- μου ήταν τόσο εξοργιστικά ώστε, από τη μία, αισθανόμουν πως πρέπει να τα γράψω, πρέπει να ανοίξω τα μάτια σε όσο περισσότερους ανθρώπους μπορώ, πρέπει να ξεφωνίσω «δέστε τι μας κάνουν οι διχασμοί!», αλλά, από την άλλη, μου έρχονταν και τα γέλια με τα καραγκιοζιλίκια των ξένων πρακτόρων. Αυτό το βιβλίο το έγραψα ανάμεσα σε ακράτητα γέλια και σε ξεσπάσματα φοβερής οργής.

Οι ήρωές σας εξεγείρονται, καθένας με τον τρόπο του, ενάντια στους δύσκολους καιρούς. Δύσκολοι καιροί που μήπως εν τέλει είναι ένας καθρέφτης του σήμερα;

Έχουμε μια πολύ μικρή χώρα. Οι δυνάμεις της είναι περιορισμένες. Οι εχθροί της είναι πολλοί και πολύ ισχυροί. Δεν χρειάζεται να τους κατονομάσω. Αν δεν βάλουμε κατά μέρος τις διαφορές μας -αν δεν το κάνουν πρώτα οι πολιτικοί ταγοί μας, δίνοντας το παράδειγμα- θα βρουν πάλι ευκαιρία ξένοι να κάνουν κουμάντο στον τόπο μας. Και, φυσικά, δεν θα υπηρετήσουν τα δικά μας συμφέροντα. Θα υπηρετήσουν τα δικά τους. Και τα σπασμένα θα τα πληρώσουμε εμείς. Οι εποχές που ζούμε είναι ρευστές -διαισθανόμαστε όλοι ότι υπάρχουν βλέψεις εδαφικές εναντίον μας και εξ Ανατολής και από το Βορρά. Περιττό να τα λέμε. Θα βάλουμε μυαλό άραγε αυτή τη φορά;

Στο ιστορικό μυθιστόρημα ο συγγραφέας έχει την ελευθερία να περιγράψει λεπτομερώς την όποια εποχή, να ενταχθεί στην Ιστορία και να της κάνει κριτική. Τι κατακρίνετε στην Ιστορία της χώρας μας;

Όταν μπεις στην ιστορική στιγμή που περιγράφεις, πρέπει να σβήσεις από το νου σου το τι επακολούθησε. Αυτό δεν το ήξεραν οι ήρωές σου και θα ήταν παραποίηση να βάλεις εσύ εκεί μέσα την τωρινή σου στερνή γνώση. Τι βρίσκω να κατακρίνω στην Ιστορία της χώρας μας; Ένα και μόνον ένα: τον ενθουσιασμό μας να αλληλοτρωγόμαστε! Πρέπει να πάρουμε μαθήματα από τους Βούλγαρους: κάνουν λάθη, τα διορθώνουν, αλλάζουν πορεία 180 μοιρών, αλλά πάντα είναι όλοι μαζί. Κάθε φορά είναι όλοι μαζί. Όλοι μαζί.

Η Ελλάδα πλήγωνε τον Σεφέρη, εσάς;

Ως μεγάλος ποιητής που ήταν, είπε λόγια που έχουν πολλούς, πολλούς απόηχους. Δεν αισθάνομαι πως έχω κανένα δικαίωμα να πω ότι με πληγώνει μια πατρίδα για την οποία έχω μεγάλη αγάπη και απέραντο σεβασμό. Ο φόβος μου είναι μήπως εγώ την πληγώνω με τις πράξεις μου, μήπως εγώ δεν φανώ άξιά της...

Αναδημοσίευση από το L'Officiel Hellas, τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2009.