Αγριότοπος

του John Killian

Ο Ντέμιαν Τζόουνς φτάνει στο Μόνσον, όπου για δέκα μέρες θα ζήσει μια συναρπαστική εμπειρία: θα διασχίσει μαζί με άλλους τον Αγριότοπο των Εκατό Μιλίων, το Μονοπάτι των Απαλαχίων στο Μέιν, «μία από τις πιο γνωστές, πιο γοητευτικές, πιο δύσκολες και πιο επίπονες διαδρομές για όσους αγαπούν την ορεινή πεζοπορία» (σελ. 29). Κανείς όμως δεν ξέρει πως αυτή η διαδρομή θα τους φέρει όλους αντιμέτωπους με τη σκοτεινή πλευρά της φύσης αλλά κυρίως θα τους οδηγήσει στα άκρα.

Ο «Αγριότοπος» είναι μια ανατριχιαστική αναγνωστική εμπειρία από την πρώτη μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία σελίδα. Μάλιστα, αυτή η ανατριχίλα αλλάζει πηγές προέλευσης, με αποτέλεσμα να μην ξέρεις τι σε περιμένει στο επόμενο κεφάλαιο και φυσικά ούτε στο τέλος, όπου τα πάντα ανατρέπονται! Αρχικά, ένιωθα πως κάτι θα συμβεί κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας (η αναφορά στις ταινίες με θέμα τέτοιες εκδρομές το πρώτο βράδυ των συνοδοιπόρων στο μονοπάτι είναι ένας καλός προάγγελος), στη συνέχεια τα πράγματα βγαίνουν εντελώς εκτός ελέγχου και τελικά κατέληξα να διαβάζω όρθιος το υπόλοιπο βιβλίο ώστε να καταλάβω γιατί συμβαίνουν όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μου! Είναι από τα ελάχιστα βιβλία που δεν μπορώ να υπαινιχθώ κάτι ως προς την πλοκή, γιατί μέρος της μαγευτικής πένας του John Killian είναι ακριβώς αυτό, η έκπληξη! Στο γκρουπ συμμετέχουν ο δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης ραδιοφωνικού σταθμού Τζέισον Μπράουν, το ζευγάρι Ρόμπερτ Πλίσκεν, personal trainer και Γιονγκ-Σου Παρκ, χρηματιστής, η ηθοποιός Τζουν Πάρκερ, η ψυχαναλύτρια Μάντλιν Πέιτζις και η Άμπερ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν στην αρχή του μονοπατιού. Προπονημένοι και σχετικά έτοιμοι, ακολουθούν κατά γράμμα τις οδηγίες προετοιμασίας και πεζοπορίας της Άμπερ, προσθέτοντας νέες λέξεις στο λεξιλόγιό μου και δείχνοντάς μου πόσο δύσκολη και σκληρή είναι μια τέτοια ιδέα.

Η περιγραφή του τόπου είναι ρεαλιστική: «Αυτά τα εκατό μίλια, ή κάπου δέκα την ημέρα, δεν ήταν ένα απλό περπάτημα στη φύση, μια ακόμη ορεινή πεζοπορία. Ήταν ένας λόγος να φτάσεις τον εαυτό σου στα όριά του, ή και να τα ξεπεράσεις. Κι αυτό όφειλες να το ξέρεις από πριν. Όφειλες να έρθεις προετοιμασμένος εδώ. Καλά και συστηματικά προπονημένος» (σελ. 32). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ντέμιαν, ενός αθλητικού τύπου που ζει ως συγγραφέας ιστοριών με ζόμπι, γράφοντας με ψευδώνυμο, βοηθάει να γνωρίσουμε από πιο κοντά τις καιρικές και ατμοσφαιρικές συνθήκες, καθώς και τα φυτά και τα ζώα του δάσους. Από τους αθώους κάστορες στις λαίμαργες αρκούδες, από τον ήλιο στη βροχή και από τα ξέφωτα στα σκοτεινά δάση καταγράφονται παραστατικά συνθήκες που ευχαρίστως θα παρακολουθούσα σ’ ένα ντοκιμαντέρ ή με τα κιάλια στο μπαλκόνι ενός άνετου, κλιματιζόμενου δωματίου σε ξενοδοχείο.

«Προχωρούσαμε για ώρα αμίλητοι, ενώ τα σύννεφα από πάνω άλλαζαν σχηματισμούς λες και παρακολουθούσαμε ένα time-lapse βίντεο στο ίντερνετ. Έτρεχαν, κυνηγούσαν το ένα το άλλο, άλλαζαν χρώμα και πύκνωναν διαρκώς, σαν να έπρεπε να ετοιμάσουν το σπίτι για μια επίσημη εκτός προγράμματος επίσκεψη. Οι σωρείτες έγιναν μελανίες και θυσανοστρώματα, βροχοφόρα νέφη που καταλάμβαναν μεγάλες εκτάσεις στον ουρανό, τρέχοντας και φουσκώνοντας βουλιμικά πάνω από κεφάλια μας, κρύβοντας τον ήλιο και πλημμυρίζοντας  σταγονίδια υγρασίας την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε» (σελ. 180). Ο συγγραφέας έχει ένα πλούσιο λεξιλόγιο, όπως αποδεικνύεται από το προηγούμενο απόσπασμα, κάτι που δίνει αληθοφάνεια και ρεαλισμό σε μια ιστορία κλιμακούμενης αγωνίας και αναπάντεχων γεγονότων.

Όσο οι ήρωες αντιμετωπίζουν τη φύση και κάποια απρόβλεπτα, φονικά εμπόδια, ο John Killian βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει την αυτοδυναμία της φύσης και την ανικανότητα του ανθρώπου να την κουμαντάρει. Στην εποχή μας, με την οικολογική συνείδηση να είναι αδύναμη και ταυτόχρονα να απαιτείται η συνδρομή της για τη συνέχιση της επιβίωσης του φυσικού περιβάλλοντος, τέτοια μηνύματα, όχι μόνο αγάπης και σεβασμού προς αυτό αλλά και αυτογνωσίας δικής μας πως δε θα τη δαμάσουμε ποτέ, αντίθετα πρέπει να τη θαυμάζουμε και να την αφήνουμε ανενόχλητη, είναι απολύτως απαραίτητα και χρήσιμα, ώστε ν’ αγαπήσουμε λίγο περισσότερο κάτι που θεωρούμε δεδομένο ή, στα αστικά κέντρα τουλάχιστον, ανύπαρκτο. «Η φύση μπορούσε να είναι απολύτως τρομακτική και θανάσιμη και ήταν πράγματι, πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι πίστευαν οι περισσότεροι. Πολλές φορές, μάλιστα, το απολάμβανε να είναι τόσο ακραία δολοφονική και τόσο ξένη» (σελ. 198), αυτό υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο οποίος μάλιστα και στο δεύτερο βιβλίο ξεκινάει την ιστορία του με μια τυχαία συνάντηση άγριου ζώου στον διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο, αυτήν τη φορά μ’ ένα ελάφι.

Ο «Αγριότοπος» είναι ένα γρήγορο, ανατρεπτικό θρίλερ, μια περιπέτεια στην άγρια φύση όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και τίποτα δε μένει το ίδιο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Αγωνία, ένταση και οικολογικά μηνύματα είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος που με ξενύχτησε και μ’ έκανε να καρδιοχτυπώ συνέχεια από τα αλλεπάλληλα γεγονότα.

Πάνος Τουρλής