Ένα δράμι δύναμης

του Γεώργιου Ε. Τζιτζικάκη

b212259Ο Νο ή Στίβι είναι μπράβος της νύχτας, μπιφ στο κεφάλι του αθηναϊκού υποκόσμου που είναι γνωστός με το ψευδώνυμο «Νερουλάς» και που ελέγχει τα πάντα: πορνεία, ναρκωτικά, όπλα, προστασία. Ο Νο είναι στο πλάι του νονού, ένα μπιφ όπως τους λένε, μια πολυκατοικία μυών 110 κιλών και ψηλός. Και μαλακός. Αποχαιρετά κάποια στιγμή τη νύχτα, όμως τρεις γυναίκες που εξαφανίζονται μυστηριωδώς τον αναγκάζουν να γυρίσει πίσω και να γλείψει αυτόν που έφτυσε. Τρεις γυναίκες που μοιράστηκε τις νύχτες και το κορμί του μαζί τους. Και κρατώντας ένα δράμι καλοσύνης προσπαθεί να επιβιώσει στη νύχτα, να βρει τις γυναίκες και να πάρει και την εκδίκησή του. Ένα σκαντζοχοιράκι γλυκό και αγκαθωτό. Θα τα καταφέρει; Πόσο περισσότερο θα σκληρύνει και θα αποκτηνωθεί; Θα δουλέψει το δικό του σχέδιο ή ως άνθρωπος θα κάνει λάθη; Ποιος είναι ο  πραγματικός νικητής σε έναν αδυσώπητο πόλεμο που μαίνεται όσο ο απλός κόσμος κοιμάται σε ένα ζεστό κρεβάτι;

Ο Γιώργος Τζιτζικάκης επέστρεψε μετά το δυνατό και τρυφερό «Τ’ αηδονιού το δάκρυ» με το σκληρό, ωμό, ρεαλιστικότατο, νέο του μυθιστόρημα. Ένα κείμενο έμπλεο συναισθημάτων, εικόνων, στιγμών, περιστατικών, ψυχογραφημάτων. Κάθε σελίδα δάκρυ και εμετός εναλλάξ. Ένα κράμα Δημήτρη Μαμαλούκα, Κώστα Μουζουράκη και Παύλου Μεθενίτη. Τραγικός και δύσκολος χαρακτήρας, που τούβλο τούβλο απογυμνώνεται μπροστά στον αναγνώστη και δυστυχώς σε κάποια άτομα που δε θα έπρεπε. Το φτωχόπαιδο ο Λάμπρος, που το έσκασε από την Καστοριά για να βρει μια καλύτερη ζωή μετά τον θάνατο των γονιών του. Ένα φτερό στον άδικο κόσμο του μίσους και του ψέματος. Ο Βόλος ήταν η αρχή, η Αθήνα είναι το τέλος (;). «Πως κάπως έτσι ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι η ζωή μου. Μια χιονισμένη αμμουδιά καταμεσής του καλοκαιριού. Πάνω ψυχρή, κάτω καυτή και ενδιάμεσα παγιδευμένη, μονίμως να λιώνει» (σελ. 147).

Διαβάζοντας το συγκλονιστικό νέο έργο του Γιώργου Τζιτζικάκη έκλαιγα και αηδίαζα ταυτόχρονα. Έκλαιγα που ένα τέτοιο σπουργιτάκι αναγκάστηκε να γίνει γυπαετός για να επιζήσει, να έχει ταυτιστεί με αυτόν τον νέο ρόλο, να κάνει πράγματα που σιχαίνεται, να ατσαλώνεται μέρα τη μέρα, αίμα το αίμα. Ήθελα να τρέξω σαν τη μάνα του την Καλλιοπίτσα να τον σκεπάσω από τα αδηφάγα μάτια της νύχτας, να τον κρύψω βαθιά να μην τον βλέπει το φως του φεγγαριού και τον ντύσει με μίσος, αδιαφορία, σκληρότητα, καρφιά που πληγώνουν την ψυχή του και το δράμι να περιμένει μονάχο στη γωνία μέχρι να το αναζητήσει. Λάμπρο σκαντζοχοιράκι, που γνώρισες τη νύχτα και την ξέρασες από μέσα σου, αργά, μεθοδικά, για να πάρεις την εκδίκησή σου και να εκπληρώσεις τους στόχους σου! «Χρόνια τώρα αιμορραγώ. Είναι μέσα μου το παρελθόν και το παρόν, ένα γέρικο πλατάνι που έχει τις ρίζες του στο κελαρυστό ποτάμι της μοναξιάς. Το έχω δεχτεί, μόνο που τα κλαδιά του, όσο κι αν λέγονται ζωή, γίνανε βαριά και γέρνουν, κάποτε θα σπάσουν» (σελ. 154).

Οι χαρακτήρες είναι διαλεγμένοι ένας ένας: ο χαζός Ρόκυ («...από κορμί τανκ, από μυαλό όμως; Πιο ηλίθιος κι από ζακέτα που μαγκώνεται σε πόρτα»), ο αδυσώπητος Ρουμάνος και ο νιγηριανός Σάμμυ ο Γρήγορος. Αποβράσματα της ζωής, ξερατά της μοίρας, άνθρωποι που αποτελούν την προστασία του νονού «Νερουλά», σε ένα άκρως επικίνδυνο και αμιφταλαντευόμενο παιχνίδι εξουσίας, δύναμης, χρήματος και κόκας. Λεξιλόγιο της νύχτας, άψογη ενορχήστρωση πλοκής, απανωτές ανατροπές, άφθονο συναίσθημα (όχι εκβεβιασμένο αλλά πηγαίο), και μια τρομερή αντιδιαστολή του ωμού σήμερα με το δύσκολο και φτωχό χτες. Οικογενειακές στιγμές φτωχολογιάς που μου έκοβαν την ανάσα (Εσύ, [μανούλα], πονούσες πολύ, εγώ είχα μεγαλώσει για κυνηγητά κι ο πόνος που κουβαλούσες, δάσος καμένο που απλωνόταν και γιόμιζε την ψυχή σου, τι να σου’ κανε ο στερνός βασιλικός κουράγιου που σου πρόσφερα;», σελ. 193), ξεκαθαρίσματα λογαριασμών που μου γύρναγαν το στομάχι, όλα ισόποσα και χωρίς έλεος. Ένα τελείως διαφορετικό επόμενο βήμα για τον συγγραφέα, που μου χάρισε άφθονα ξενύχτια και με ανάγκασε να κλείνομαι στο σπίτι μου νωρίτερα από τις 22.00 για να μην αντικρίσω αυτό το πρόσωπο της νύχτας.

Η ιστορία ενός ανθρώπου που έγινε κτήνος αποζητώντας να παραμείνει άνθρωπος, ένα πλάσμα του σκότους, τριγυρισμένο από ανθρώπους που καιροφυλακτούν, από Σκοτεινούς (αστυνομικοί που συμμετέχουν ενεργά στα γρανάζια της νύχτας προς ίδιον όφελος), Σκιές (τα εκτελεστικά τους όργανα) και Σκύλους (τα «καρφιά» της φάρας των ανθρώπων του υποκόσμου που αλλαξοπιστούν και προδίδουν ανενδοίαστα). Μια ιστορία για ένα φως που παλεύει μες στο σκοτάδι με στόχο να λάμψει κάποια στιγμή.

Είναι τέτοια η ένταση των συναισθημάτων που μου προξένησε αυτό το μυθιστόημα που δεν μπόρεσα να αγκαλιάσω με τίποτα το εξώφυλλο! Αρκετοί αναγνώστες και φίλοι έχουν πει ότι δείχνει κραυγή αγωνίας, απελπισία, ότι σε πρώτο φόντο το χέρι και στο βάθος μια σκιά που αγωνίζεται, είναι όσα αντικατοπτρίζει το βιβλίο. Κατά την ταπεινή μου άποψη όμως στο βιβλίο πρωταγωνιστεί αυτή ακριβώς η παλάμη που βλέπετε, που έχει ταυτιστεί με τη γνωστή ελληνική χειρονομία. Το εξώφυλλο το θεώρησα αντιαισθητικό και απωθητικό από την αρχή και δε μου γέννησε καμία τέτοια σκέψη. Έχοντάς το μάλιστα διαβάσει πιστεύω ότι το αδικεί κατάφωρα. Τα χρώματα είναι εξαιρετικά επιλεγμένα όμως η ανοιχτή παλάμη με απώθησε. Παρ’ όλ’ αυτά η δυνατή πένα του συγγραφέα που έχει δημιουργήσει φανατικό κοινό θα τραβήξει από μόνη της και νέους αναγνώστες, επομένως δε χρειάζεται να γράψω κάτι άλλο.

Διαβάστε άμεσα αυτό το εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης νεοελληνικής γραφής!

 

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Γιατί στις γωνιές της και κάτω απ’ τα παγκάκια υπάρχουν μάλλινα, παραταγμένα κουβάρια στη σειρά. Κουβάρια. Κινητά ρημάδια που τοίχους δεν έχουν για να πέσουν στις δυνατές βροχές, είναι από μόνα τους αυτά τα ρημάδια γκρεμισμένα. Κουζίνα, δωμάτιο, σαλονοτραπεζαρία ένα και το αυτό, πλεγμένα όλα μαζί σ’ έναν μπόγο σπίτι...Πάνω στα διπλά χαρτόκουτα που δε μαλακώνονυ ποτέ όσο ένα στρώμα, κοιμούνται ζωντανά κορμιά» (σελ. 309).

«Χρόνια πέρασαν κι ακόμα κρυώνω, μάνα, τόσα πολλά χρόνια στο κρύο, που πλέον πίστεψα πως για να ζεσταθώ κάπως, πρέπει μαζί και να καώ» (σελ. 334).

Πάνος Τουρλής