Άννα, το όνομά της

της Κώστιας Κοντολέων

Ένας άντρας μετά την τραγωδία που του στέρησε σύζυγο και κόρη καταφεύγει στην Αθήνα για να ξεχάσει. Έναν χρόνο μετά, καθημερινά τον επισκέπτονται οι τύψεις και τα γιατί. «Πού ήτανε» εκείνη τη νύχτα; Στη ζωή του έρχεται μία άλλη Άννα και του δείχνει τον δρόμο για μια νέα αρχή. Θα προχωρήσει ή θα παραμείνει πιστός στην εικόνα της συζύγου του; Θα καταφέρει να ορθοποδήσει ξανά;

Το νέο μυθιστόρημα της Κώστας Κοντολέων καταγράφει με διεισδυτικότητα και αντικειμενικότητα ενδιαφέροντες χαρακτήρες και κατάφερε να με κρατήσει ως το τέλος, μιας και τα ψυχογραφήματα, οι εσωτερικές σκέψεις, οι αλληλεπιδράσεις πάντα εναλλάσσονταν με ανατροπές και νέες εξελίξεις, κρατώντας μια αξιοσημείωτη ισορροπία. Η γραφή είναι ιδιαίτερη, λογοτεχνική, προσωπική, με πολλούς επιθετικούς προσδιορισμούς και μια ενεστωτική αφήγηση που εναλλάσσεται με την κλασική χρήση του αορίστου δίνοντας δύναμη και ταχύτητα στο κείμενο. Βρήκα πρωτότυπους και απόλυτα ταιριαστούς με το περιεχόμενο τους τίτλους των κεφαλαίων, κάτι που τους μετατρέπει σε αναπόσπαστα κομμάτια της αφήγησης. Τα κεφάλαια αυτά είναι είτε μικρά και σύντομα είτε μέσης έκτασης, κάποια από αυτά μάλιστα ολοκληρώνονται ακόμη και σε μία σελίδα. Ιδού πώς δείχνει η κυρία Κοντολέων την ετοιμασία των ανθρώπων εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1938 να δουν το περιβόητο σινεμά χωρίς να ξέρουν πως η φωτιά θα αφαιρέσει τη ζωή πολλών απ’ αυτούς: «Βγήκαν τα ρούχα τα καλά απ’ τις ντουλάπες, βάφτηκαν τα παπούτσια, ξεσκονίστηκαν οι τσάντες. Να πάνε στολισμένοι στον χαμό τους» (σελ. 18).

Η συγγραφέας τρυπώνει παντού, σε σπίτια, σε ψυχές, καταγράφει, στηλιτεύει, αποφαίνεται: «Φωτογραφίες που σε περίοπτη θέση στο σαλόνι των σπιτιών θα στολίζουν και θα θυμίζουν ευτυχισμένες στιγμές ή στιγμιαίες αποτυπώσεις ψευδεπίγραφων συναισθημάτων» (σελ. 100). Σε κάποια σημεία μάλιστα τολμάει να παρεμβάλει μικρά μονόπρακτα, μικρές σκηνούλες που εμπλουτίζουν την πορεία της πλοκής, προσθέτοντας λίγο ακόμη συναισθηματικό βάρος στα γεγονότα (π. χ. σελ. 179-180). Οι λεπτομέρειες του τόπου και του χρόνου δράσης δίνονται τμηματικά και σχεδόν αφαιρετικά, δείχνοντας πως μόνο η ιστορία καθαυτή πρέπει να μας νοιάζει, όχι πότε έγινε. Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχει χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Μήτσος προχωράει τη ζωή του, πηγαίνει παρακάτω, με μια άκρως ενδιαφέρουσα καταγραφή της ψυχοσύνθεσής του. «Τι φοβάται; Τι προσμένει; Το βιωμένο χθες; Το άδηλο αύριο» (σελ. 49);

Ο Μήτσος λοιπόν (Δημητρός μετά), Τιμολέων το επίθετό του, εγκαταλείπει τον τόπο του για να ξεχάσει την τραγωδία που του στέρησε σύζυγο και κόρη. Στην Αθήνα εργάζεται ως υποδιευθυντής του Δημόσιου Ταμείου και στις 9 Δεκέμβρη, την ημέρα της γιορτής της, εν έτει 1939, γνωρίζει την Άννα Λούβαρη. «Πόσες Άννες ακόμη θα σημαδέψουν τη ζωή του; Άννα εκείνη που του έδωσε ζωή, η μάνα. Άννα εκείνη που πήρε ζωή από αυτόν, η θυγατέρα. Και τώρα τούτο το άγνωστο κορίτσι. Μια Άννα, πάλι!» (σελ. 29). Βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα, έρχονται και πιο κοντά. Εκείνος αγωνίζεται να καταλάβει αν είναι έτοιμος, αν ήρθε η ώρα να προχωρήσει, εκείνη σέβεται το παρελθόν του και θέλει να τον βοηθήσει να το ξεπεράσει, όχι απλά να το ξεχάσει. Έχουμε δυνατά ψυχογραφήματα που όμως δεν κουράζουν, μιας και υπάρχουν εξελίξεις και σκηνικά στις ζωές και των δύο που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο. «Περπατά και μέσα στη χούφτα του οι δύο βέρες, άλλοτε εκείνες τον πληγώνουν κι άλλοτε αυτός τις χαϊδεύει» (σελ. 92).

Η Άννα ζει με τη μητέρα της, Ασημίνα, και τη μεγαλύτερη αδερφή της, Αγγέλα, προσφυγοπούλες που κατάφεραν να ορθοποδήσουν σιγά σιγά. Είναι μια γυναίκα με παρελθόν, βγήκε από έναν έρωτα που την πρόδωσε («ενέδωσε σε μια σχέση πάθους, σ’ έναν έρωτα που με φερτά υλικά υπονόμευε την ίδια την υπόστασή του», σελ. 65) και τώρα νιώθει πως θα κάνει μια νέα αρχή. Θα καταφέρει όμως να σβήσει τα χνάρια της νεκρής συνονόματής της από τις αναμνήσεις και τη νυφική παστάδα του Δημητρού; «Είναι νομοτελειακό τελικά το παρόν να ηττάται πάντα από το παρελθόν και να μην μπορεί ν’ αφήσει το αποτύπωμά του στο μέλλον» (σελ. 139); Κι έρχεται στον κόσμο ο Φίλιππος και προχωράμε στη δεκαετία του 1950, με «όλα τα γνωρίσματα του νεόκοπου μικροαστισμού της μετεμφυλιακής Αθήνας, όπου αναδύονται οι νέες κοινωνικές τάξεις» (σελ. 177). «Πατέρας για δεύτερη φορά ο Δημητρός. Μητέρα για πρώτη φορά η Νίτσα. Πρώτη φορά παιδί τους ο Φίλιππος» (σελ. 189). «Τρόπαιο νίκης της Νίτσας ή καταβύθιση στα υπαρξιακά αδιέξοδα του Δημητρού» (σελ. 180); Ένα παιδί μεγαλώνει μαζί με την Ελλάδα, ένα αγόρι για το οποίο «Όλοι αποφασίζουν γι’ αυτόν χωρίς αυτόν, αυτόκλητοι προστάτες και καθοδηγητές του» (σελ. 264). Ένας γιος που παλεύει με τα φαντάσματα του πατέρα του και μ’ εκείνο το κορίτσι στην κορνίζα της εισόδου του νέου τους σπιτιού. Θα απαλλαγεί από αυτόν τον βραχνά για να κάνει τα δικά του βήματα στη ζωή; Θα βρει τον δικό του δρόμο; Πού θα στραφεί για βοήθεια; Πώς θα δυσχεράνει τα σχέδιά του η Δικτατορία;

Ως προς το ιστορικό φόντο, ζούμε τις μέρες της Κατοχής και του Εμφυλίου, τα πολιτικά γεγονότα των δεκαετιών 1950-1960 και την 21η Απριλίου 1967 που στοιχειώνουν τα όνειρα των χαρακτήρων του βιβλίου, περνάνε όμως σύντομα, γρήγορα, αφήνοντάς τους να προσπαθούν να συνέλθουν από αυτά. Δεν έχουμε κουραστικές λεπτομέρειες γι’ αυτά, η αφήγηση αφήνει πίσω της περιττές και, γιατί όχι, χιλιογραμμένες ιστορίες που όλοι ξέρουμε για κείνες τις δύσκολες μέρες. Οι ήρωες επηρεάζονται και αλληλοεπιδρούν, η Ιστορία όμως παραμένει φόντο και δεν έρχεται στο προσκήνιο, έτσι, χωρίς να αποσπάται η προσοχή μας, μαθαίνουμε τις εξελίξεις στους γάμους Άννας και Αγγέλας (έχει κι εκείνη σημαντικό κομμάτι της «αφηγηματικής πίτας»), τι έζησαν, τι βίωσαν, αν πραγματοποίησαν τα όνειρα και τις προσδοκίες τους. Γιατί πολύ απλά: «Οι μνήμες ηθελημένα εξασθενούν, καταστροφές, προσφυγιές, πόλεμοι και κατοχές ξεχνιούνται, ακόμη κι εκείνα που δεν πρέπει να ξεχαστούν, η κερδισμένη ζωή απαιτεί το εγωιστικό παρόν και μέλλον της» (σελ. 177).

«Άννα, το όνομά της» είναι ο τίτλος του νέου μυθιστορήματος της Κώστας Κοντολέων που μας συστήνει μια ιδιαίτερη οικογένεια, με αληθινούς χαρακτήρες, σωστές εξελίξεις και διεισδυτική καταγραφή των εξελίξεων μέσα τους και γύρω τους. Είναι ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό μυθιστόρημα που θέλει τον χρόνο του για να κατακάτσουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννάει στον αναγνώστη.

Πάνος Τουρλής