Άγιοι Τίποτα

του Κωνσταντίνου Κέλλη

Ένας άντρας και μια γυναίκα, από την Κομοτηνή και την Ξάνθη αντίστοιχα, συναντιούνται σ’ ένα τρένο, στο οποίο δεν έπρεπε εξαρχής να επιβιβαστούν. Κυνηγημένοι από κάτι ασύλληπτο, βρίσκονται στους Αγίους, ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, γεμάτο σκιές, μνήμες, αίμα και θάνατο. Θα κάνουν τα πάντα για να δραπετεύσουν από τα καπνισμένα, γκρεμισμένα σπίτια και τα άδεια εικονοστάσια όμως αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, μιας και όσοι έρχονται στους Αγίους είναι για κάποιο λόγο εκεί. Ακόμη κι ο αναγνώστης.

Είναι από τις ελάχιστες φορές που κλείνοντας ένα βιβλίο το μυαλό μου έχει γίνει ένα αξεδιάλυτο κουβάρι συναισθημάτων, εικόνων και εντυπώσεων ενώ στέκομαι διστακτικός πάνω από μια άδεια σελίδα για να καταγράψω όσα βίωσα διαβάζοντάς το, χωρίς ταυτόχρονα να καταστρέφω την ατμόσφαιρα και την εμπειρία που θα ζήσει όποιος αγαπά τα μυθιστορήματα φρίκης, τρόμου και αγωνίας. Δεν τολμώ να γράψω κάτι για την υπόθεση και ταυτόχρονα φοβάμαι να σχολιάσω κάποιο από τα πάμπολλα προτερήματα του βιβλίου, έχοντας επιπλέον τον φόβο να μη χαρακτηριστώ «γραφικός» αν, αντί για μια ουσιώδη κριτική ματιά, καταφύγω σε μια σωρεία επιθετικών προσδιορισμών φίλα προσκείμενων προς το βιβλίο αυτό ή ακόμα και «βερμπαλιστής» αν γεμίσω το γραπτό μου με περιττές λογοτεχνικές σημειώσεις εμπνευσμένες από το περιεχόμενο του μυθιστορήματος.

Το νέο βιβλίο του Κωνσταντίνου Κέλλη είναι απότοκο χρόνιων ζυμώσεων και πειραματισμών, αξημέρωτων βραδιών και μυριάδων συγγραφικών αποπειρών. Είναι ένα ανατριχιαστικό, καλοδουλεμένο, άρτιο λογοτεχνικό κείμενο που δεν μπορούσα να διαβάσω το βράδυ, σκασμένος που έπρεπε να ξημερώσει πρώτα για να το ξαναπιάσω στα χέρια μου. Δεν είναι μόνο η ρεαλιστική ατμόσφαιρα και οι πολυδιάστατοι χαρακτήρες, γνωρίσματα που ήδη αναγνωρίζουν όσοι παρακολουθούν την πορεία του συγγραφέα αλλά η δύναμη, η ικανότητα και το ταλέντο του να πλάσει το σκοτεινό και ζοφερό υπόβαθρο της γνήσιας ελληνικής λαϊκής παράδοσης σε ένα ολοζώντανο σκηνικό, κάπου στη βόρεια Ελλάδα, γεμάτο σκιές, ψυχές, αναμνήσεις κι έναν ρόλο πρωτόφαντο στο ταξίδι των επισκεπτών του. Κατεστραμμένες εκκλησίες, γκρεμισμένα σπίτια, ερημωμένα μοναστήρια, ο Βόρος που κυνηγάει όσους έχουν το θράσος να κυκλοφορούν στο χωριό τη νύχτα, ομίχλη, καταχνιά, ψιλόβροχο ή και καταιγίδα, εξαφανισμένες πανσέληνοι, ένα τηλέφωνο που κουδουνίζει μες στη νύχτα σε μια πλατεία άδεια από κάθε τι έμβιο, φέρνουν μυριάδες ανατριχίλες στον αναγνώστη και μαζί μια ανείπωτη λαχτάρα να προχωρήσει παρακάτω, να γνωρίσει καλύτερα τη Σταυρούλα, τον Άλκη, τον Στέφανο, τη Δόμνα, τον Νικόλα, την Ασημίνα, να κρυφοκοιτάξει τις τελετές στο μοναστήρι, να κρυφτεί πίσω από τις μοναχικές σκιές που μόνο άφατη θλίψη εκφράζουν, να καταλάβει πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει ένα ανεπίστρεπτο ταξίδι στη φαντασία και τον κόσμο των νεκρών…

Το μυθιστόρημα έχει ρεαλιστικά ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, πλούσιο λεξιλόγιο, πρωτόγνωρη δύναμη και ένταση, ευρηματικές παρομοιώσεις και εξαιρετικές μεταφορές («Στο νου της, η περασμένη νύχτα είχε κρυφτεί πίσω από μια μεγάλη μουτζούρα», σελ. 105, «Ανάμεσα στο ατελείωτο αστικό γκρίζο που έβαφε τον κόσμο, ένας λεκές σαν από ξεχασμένο πινέλο που στάζει», σελ. 191, «Οι μεντεσέδες ενός παραθύρου γκρίνιαξαν κάπου στην πίσω πλευρά του πανδοχείου», σελ. 288), αυστηρότητα στο χωροχρονικό πλαίσιο όπου εξελίσσεται η δράση (τα σύνορα του χωριού είναι καθορισμένα και πουθενά δεν υπάρχει ούτε ένα πραγματολογικό λάθος), ανατροπές, αληθινούς χαρακτήρες, αγωνία και ένα λυτρωτικό, ολοκληρωμένο τέλος. Δεν είναι όμως ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε απλώς για να σοκάρει εκβεβιασμένα με τις περιγραφές αίματος, αγωνίας και ανθρωποκυνηγητού αλλά ένα άρτιο λογοτεχνικό κείμενο με πρωθύστερα, επεξηγήσεις, ρεαλισμό στην ερμηνεία της αντίδρασης από την αναπάντεχη δράση (αλλιώς πράττεις όταν προσπαθείς να ξεφύγεις από έναν κόσμο στον οποίο ήρθες κατά λάθος κι αλλιώς όταν ανακαλύπτεις τον ρόλο σου και το πεπρωμένο σου εκεί), μυστικά που έρχονται όταν πρέπει και πάρα πολλά νοήματα, κρυμμένα ανάμεσα στις λέξεις ή απότοκα των γεγονότων (η αγάπη και ο ρόλος της μάνας στη ζωή μας, οι τύψεις για κάποιο άδικο που κάναμε, η επιβράβευση του καλού και η τιμωρία του κακού, οι συνέπειες μιας προδοσίας, η τιμωρία της ύβρεως, το περιθώριο για συγχώρεση και πάρα πολλά άλλα).

Ζοφερό, σκοτεινό, λογοτεχνικό, παίζει με το μυαλό του αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος, δείχνει αυτό που θέλει όταν το θέλει κι όταν πρέπει, μ’ έναν ευφάνταστο τίτλο κι ένα ξεχωριστό εξώφυλλο, που μακάρι να μπορούσα να γράψω κάτι ουσιαστικότερο επί της πλοκής και των αδαμάντινα σκαλισμένων ηρώων που με έφεραν στο χωριό αλλά δεν κοπίασαν ιδιαίτερα για να με κρατήσουν, μιας κι από μόνος μου γαντζωνόμουν σε κάθε λέξη, σε κάθε παράγραφο. Κάποια σημεία βέβαια μου θύμισαν τον Στίβεν Κινγκ, όπως το τρένο και οι τόποι που διέσχιζε, κάτι που διάβασα στην επταλογία του Μαύρου Πύργου ή ακόμη πιο έντονα η παρουσία του Βόρου, που βλέπει μέσα σου και μεταμορφώνεται σε ό,τι φοβάσαι, ακριβώς όπως ο κλόουν στο Αυτό. Αυτά όμως δεν είναι παρά κάποια πρότυπα που ενέπνευσαν τον Κωνσταντίνο Κέλλη και τον βοήθησαν να δημιουργήσει κάτι ακόμη πιο πιστευτό, γρηγορότερο και απόλυτα ελληνικό, γιατί το αρχέγονο της ελληνικής υπαίθρου προσφέρει άφθονη τροφή για τέτοιες ιστορίες σκοτεινιάς και τρόμου. Ένα εκατό τοις εκατό ελληνικό μυθιστόρημα φρίκης και αγωνίας, που σέβεται το παρελθόν της πλούσιας ελληνικής λαογραφίας και το μεταπλάθει σ’ έναν εφιάλτη. Άγιοι Τίποτα. Κέλλης Τα πάντα.