Άγια Λευτεριά

του Θοδωρή Παπαθεοδώρου

Ποια ήταν τα γεγονότα που οδήγησαν στους δύο αιματηρούς εμφυλίους του 1824-1825; Πώς έπεσε το Μεσολόγγι και τι συνέβη κατά την Έξοδο; Πώς κατέστρεψε ο Ιμπραήμ την Ελλάδα που σπαρασσόταν στο εσωτερικό της μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών και πώς έσωσαν τη χώρα από την ολοσχερή καταστροφή οι όροι του αγγλικού δανείου; Γιατί φυλακίστηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης; Ποια ήταν η πορεία των σημαντικών ηρώων του Αγώνα μας κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Επανάστασης; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται στο τελευταίο μυθιστόρημα της νέας τριλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου.

Το βιβλίο εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γύρω από τα οποία στήνεται ένα αριστοτεχνικό ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο που αντικατοπτρίζει τα σημαντικότερα γεγονότα του 1821 και στολίζεται μ’ έναν άφθαστο λυρισμό. Βρισκόμαστε πια στο 1824, μετά τη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, με το υποψήφιο κράτος να έχει χωριστεί στα δύο, μια μυστηριώδη Αδελφότητα να κερδίζει συνεχώς έδαφος στρατολογώντας νέα μέλη και έχοντας ως στόχο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ενώ τα δάνεια που αποδόθηκαν στον Αγώνα θεωρούνται πολύτιμο απόκτημα για προσωπικές ορέξεις. «Η πυρετώδης έξαψη και ο ξέφρενος ενθουσιασμός του πρώτου καιρού είχαν διά παντός χαθεί. Τα πρόσωπα συννεφιασμένα έστεκαν, τα περισσότερα μαγκωμένα από δυσοίωνες σκέψεις, κάποια φλογισμένα από οργή… επικρατούσε βαρυθυμιά και σκυθρώπιασμα, κάποιους τους δυνάστευε η αγωνία κι ο φόβος για τα μελλούμενα, άλλους τους δηλητηρίαζαν την ψυχή έχθρητες κι εμπάθειες»» (σελ. 32-33). Σε ένα ανύπαρκτο ακόμη κράτος υπάρχουν ουσιαστικά δύο κυβερνήσεις, που η καθεμιά διεκδικεί τη νομιμότητα, εχθρεύεται, καταγγέλλει κι απειλεί την άλλη. «Πλήρης ασυνεννοησία, ιδιοτέλειες, φιλοδοξίες, τοπικισμοί και διαμάχες με το βλέμμα στραμμένο στα χρήματα από τη συλλογή των φόρων και στις λίρες των επικείμενων δανείων» (σελ. 33). Αυτή καθαυτή η έριδα φταίει για τα δεινά μας; Ο συγγραφέας είναι κατηγορηματικός: «Μα η διχόνοια δε φυτρώνει μονάχη της σαν αγριόχορτο. Θέλει λίπασμα και πότισμα και σε τούτο είμαστε οι καλύτεροι περιβολάρηδες» (σελ. 39). Το μυθιστόρημα περιγράφει ακριβοδίκαια τα γεγονότα των δύο εμφύλιων πολέμων (1824 και 1824-1825), με τον δεύτερο να είναι ο πιο φριχτός και αιματηρός, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η Υψηλή Πύλη, συνασπίζοντας δυνάμεις με τον αιγυπτιακό στρατό. Κι ο απλός λαός; «…θύματα του αγώνα που κανείς δε φρόντιζε, είχαν γλυτώσει από το τούρκικο χαντζάρι και θα πήγαιναν στον άλλο κόσμο από ρωμαίικη αδιαφορία» (σελ. 300). Η καταστροφή των Ψαρών τον Ιούνιο του 1824 («απελπισία, αλάφιασμα κι οδυρμός»), η Έξοδος του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826, η οποία και κλείνει τη συγκλονιστική τριλογία, με πρωθύστερη γραφή ακόμη και η σφαγή της Χίου το 1822, είναι οι πιο σκληρές και ταυτόχρονα οι πιο ηρωικές σελίδες του Αγώνα που ζωντανεύουν παραστατικότατα.

Η Αργυρώ («δυο φορές είχα γίνει μάνα, δίχως να ‘χω γίνει γυναίκα πρώτα») με τη Μαλαμή, η Δέσπω, ο Νικόλας και ο Στέφανος συμμετέχουν ξανά σε κρίσιμες φάσεις της Ιστορίας και πλησιάζουν στην υλοποίηση των στόχων, των ονείρων και των φιλοδοξιών τους, θα τα καταφέρουν όμως; Η ένοπλη και αιματηρή ανταρσία της Τριπολιτσάς την άνοιξη του 1824, το προοίμιο της ασύλληπτης βαρβαρότητας που θα ακολουθούσε, μαζί με την απόπειρα δολοφονίας του Κολοκοτρώνη είναι οι πρώτες μαύρες σελίδες του εμφύλιου σπαραγμού που με βάλανε σε δίλημμα: να σταματήσω το διάβασμα κλαίγοντας για τα χάλια μας ή να συνεχίσω παρακάτω θαυμάζοντας το κουράγιο του συγγραφέα να τα ζωντανέψει με τον γνωστό του αντικειμενικό και ισοβαρή τρόπο; Άλλωστε κι ο ίδιος ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου το παραδέχεται: «…είχε φτάσει ο καιρός που ακόμη και τα ηρωικά, πολεμικά αναστήματα, όπως αυτά του Κολοκοτρώνη και του Παπαφλέσσα, θα βούλιαζαν στον βούρκο της πολιτικής, θα κόνταιναν, θα φθείρονταν, θα λέκιαζαν» (σελ. 593). Πάντως, δεν πιστεύω πως θα υπάρξει αναγνώστης άδακρυς στις σελίδες που καταγράφουν τη δημόσια διαπόμπευση του Κολοκοτρώνη στο Ανάπλι αμέσως μετά την παράδοσή του για να δικαστεί, όχι λόγω της συγγραφικής δεινότητας αλλά εξαιτίας της πίκρας που αναδίδεται από την όλη συμπεριφορά του «επίσημου κράτους» της εποχής. Επίσης, πώς μπορείς να μείνεις αμέτοχος όταν στη Σύρο οι καθολικοί κάτοικοι, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία, εκτός του ότι χτύπαγαν καμπάνες από τη χαρά όσο κρατούσε η σφαγή της Χίου εξύβριζαν, χτυπούσαν και δίωκαν απηνώς κάθε πρόσφυγα της καταστροφής αυτής; Από την άλλη, το Μεσολόγγι το 1824 είναι μια πόλη που αρχίζει να γεμίζει από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που κάνουν ό,τι μπορούν για τον Αγώνα: λόρδος Βύρων, Ιάκωβος Μάγερ, οι φιλέλληνες Έλστερ και Μίλιγκεν κ. ά. Και πώς αλλάζουν όλα αυτά όταν τον Απρίλιο του 1825 ο Κιουταχής ξεκινάει τον αποκλεισμό…

Στο μυθιστόρημα έχουμε, όπως έγραψα ανωτέρω, τεκμηριωμένες παρουσιάσεις των προσώπων του 1821, όπως τον Παπαφλέσσα: «Ο δαιμόνιος αυτός ιερωμένος, που είχε ήδη αφήσει τα τσαπράζια και τα άρματα του πρώτου ένδοξου καιρού και είχε βουτηχτεί στην ίντριγκα της πολιτικής» (σελ. 575). Και μετά τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και την επιτυχημένη αντεπίθεση του Ιμπραήμ: «Οι μέρες του πολιτικάντικου τυχοδιωκτισμού και της καιροσκοπικής δολοπλοκίας, στις οποίες είχε βυθιστεί μέχρι τον λαιμό, ήταν πλέον παρελθόν, γιατί πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν ένθερμος πατριώτης» (σελ. 601). Έτσι οδηγήθηκε στον ηρωικό του θάνατο στο Μανιάκι. Γνωρίζουμε επίσης τον αθυρόστομο Γεώργιο Καραϊσκάκη και τη δίκη του το 1824, που ήταν παρακινημένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τάχα μου για προδοσία και μυστικές συμφωνίες με τον Ομέρ Βρυώνη για παράδοση του Μεσολογγίου, τον Πάνο Κολοκοτρώνη και την άνανδρη δολοφονία του που λύγισε τον πατέρα του και τον ανάγκασε να παραδοθεί εν μέσω του δεύτερου εμφύλιου σπαραγμού που καταρήμαξε τον αγωνιζόμενο τόπο. Σαν άλλος Αχιλλέας έχασε κάθε δύναμη και σκοπό και παραδόθηκε στη μοίρα του. Μέχρι που…

Η γραφή του Θοδωρή Παπαθεοδώρου είναι υπέροχη, ιδιαίτερη, γεμάτη ιδιωματισμούς και πλούσιο λεξιλόγιο που ζωντανεύουν τα γεγονότα, γραμμένη σε κάποια σημεία μ’ ένα γλυκά ιδιόμορφο ποιητικής μορφής συντακτικό, λαμπρυμένη από καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις («…σαν ραδίκι στο αλώνι θα ξεχώριζε», σελ. 74) και μεταφορές («Η θυγατέρα ένα με τη μάνα, μια φέτα ψωμί οι δυο τους, η μάνα κόρα κι η θυγατέρα ψίχα», σελ. 423). Η φύση, τ’ απάτητα βουνά, τα αχάρακτα μονοπάτια, τα οροπέδια και τα δάση, τα ποτάμια και οι γκρεμοί καταγράφονται εξίσου καλά με τις μεγάλες πόλεις, τους δρόμους τους, τον ετερόκλητο πληθυσμό τους, τα μαγαζιά. Με πόση ανατριχίλα επίσης περπατάμε με σέβας «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» και στην ποτισμένη με αίμα Χίο, με πόση αγωνία διαβάζουμε τα στάδια εξαθλίωσης των Ελεύθερων Πολιορκημένων… Τέλος, οι Σημειώσεις είναι πιο εκτεταμένες από τα προηγούμενα βιβλία, μιας και περνάμε στα δύσκολα χρόνια του Αγώνα, καταφέρνει όμως ο συγγραφέας να παραθέσει και πάλι τα πάντα ακριβοδίκαια κι ας ασχολείται με την επονείδιστη περίοδο που εκμεταλλεύτηκε ο Τούρκος κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο και έδαφος για όσα έχασε τον πρώτο καιρό, απειλώντας έτσι σοβαρά την επιτυχία της Επανάστασης.

Η «Άγια Λευτεριά» είναι ένα μυθιστόρημα βουτηγμένο στον ηρωισμό και το αίμα και μας ταξιδεύει στην πιο σκοτεινή περίοδο της ελληνικής Παλιγγενεσίας. Σκοτεινές και λαμπρές σελίδες, χαρακτήρες που περιδινίζονται γύρω από τα ιστορικά γεγονότα προσπαθώντας να φτιάξουν τη δική τους ζωή κι όλα αυτά ολοκληρώνονται με την ηρωική Έξοδο, ένα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός που επιτέλους κλόνισε την Ευρώπη. Λύτρωση, συγκίνηση, σεβασμός με διακατείχαν όταν έφτασα στο τέλος και κατάλαβα ότι: «Ακόμη κι αν μας πονάει η αλήθεια, δεν πρέπει να την παραχώνουμε λες κι είναι αποσαρίδι και να βρίσκουμε για κάθε καλπουζανιά μας μια δικαιολογία» (σελ. 82).

Πάνος Τουρλής