Μάντρα, Μάντρα, τι μαγειρεύεις;

της Γιώτας Κ. Αλεξάνδρου

Η Μάντρα είναι μια μικρή μαγισσούλα που αποτυγχάνει στα ξόρκια που τη βάζουν να μάθει στο σχολείο και γενικά είναι ένα παιδί που πάει αντίθετα στις επιθυμίες της μητέρας της και στο προδιαγεγραμμένο μέλλον της. Θα καταφέρει όμως να σταθεί επάξια πλάι της κάποια στιγμή; Είναι σωστό να πραγματοποιούμε τα όνειρα και τις επιθυμίες των γονιών μας ή μήπως καλύτερα να βρούμε μέσα μας τι θέλουμε εμείς οι ίδιοι;

Η Γιώτα Αλεξάνδρου έγραψε μια πανέξυπνη ιστορία για την αυτοδιάθεση των παιδιών και για τα όνειρα που έχουν οι γονείς γι’ αυτά χωρίς όμως ούτε να τα ρωτάνε ούτε να ψάχνουν την πραγματική τους κλίση στη ζωή. Η συγγραφέας για άλλη μια φορά δημιουργεί επιδέξια και υποδειγματικά ένα κείμενο για παιδιά από 6 ετών και πάνω, γραμμένο με έναν τρόπο που ξεφεύγει εντελώς από τη γραμμική αφήγηση των αντίστοιχων παραμυθιών. Πρώτα απ’ όλα, ακολουθείται η πρωθύστερη αφήγηση, με την ιστορία μας να ξεκινάει με το λάθος της Μάντρας στο ξόρκι, κάτι που εξόργισε τη δασκάλα της και φυσικά τη μητέρα της, μεγαλομάγισσα και επιφανές μέλος του αντίστοιχου σωματείου. Στη συνέχεια πιάνουμε το νήμα από την αρχή και μαθαίνουμε για τη ζωή της μαγισσούλας ως την ώρα που ξεκινάει το παραμύθι. Γέλασα πολύ με την αναστάτωση στην τάξη από το λάθος της, με τις περιγραφές των ηρωίδων, με τις σουρεαλιστικές καταστάσεις που περιστοιχίζουν την πρωταγωνίστρια του παραμυθιού και ταυτόχρονα μου κέντριζαν το ενδιαφέρον παρομοιώσεις όπως «Τα μάτια της κοκκινίζουν. Αναβοσβήνουν σαν αναποφάσιστο φανάρι»! Η Μάντρα λοιπόν (που θα τη βάπτιζαν Σάντρα αλλά η νονά της είχε βουλωμένα αυτιά με καρότα για να μη μαθαίνει ευχάριστα νέα κι επηρεάζεται!) μεγάλωσε ως γνήσια μάγισσα, χωρίς χαμόγελα και ήσυχο ύπνο, σταδιακά όμως, πότε κρυφά από τη μητέρα της και πότε φανερά, ακολουθεί τα δικά της σχέδια, γεμίζει τη ζωή της με χρώματα, ασχολείται με τα σπορ και όχι με τα ξόρκια και κάνει πολλά πράγματα που δε φαίνονται. Αντιπαθεί τις θείες της, τη μητριά της Χιονάτης, τη θεία με το καραμελόσπιτο που ξεγέλασε τον Χάνσελ και την Γκρέτελ και τις άλλες κακές συγγενείς («Αξιομίσητες όλες τους. Τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις»), γιατί πιστεύει ακράδαντα πως αυτές οι γυναίκες έβγαλαν το κακό όνομα στις μάγισσες. Η ιστορία έχει ένα απρόσμενο τέλος που με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο κι έδειξε με τον καλύτερο τρόπο ποια λύση πρέπει να ακολουθείται σε αυτές τις «συγκρούσεις» μεταξύ γονιού και παιδιού.

Η εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου βασίζεται σε μια ωραία απόχρωση γαλαζοπράσινου και αποτελεί την καλύτερη συντροφιά για το κείμενο. Η Μάντρα είναι χαριτωμένη, ναζιάρα και σκερτσόζα, τα παθήματά της αποτυπώνονται με διασκεδαστικά σουρεαλιστικό τρόπο και οι λεπτομέρειες του γύρω περιβάλλοντος δημιουργούν την ιδανική ατμόσφαιρα. Ο πύργος της Μάντρας είναι εντυπωσιακός, η νονά της απόλυτα κωμική, η σκηνή στην κούνια της με τη φτερωτή σαύρα και τη μαύρη φιγούρα από πάνω της να την προσέχει είναι πανέμορφη και τα όνειρα του κοριτσιού αποτυπώνονται με ποικιλομορφία χρωμάτων και σχεδίων που αντιδιαστέλλονται με το σκοτεινό περιβάλλον που καλείται αυτό να μεγαλώσει.

Το «Μάντρα, Μάντρα, τι μαγειρεύεις;» είναι ένα διασκεδαστικό και πανέξυπνο παραμύθι που βοηθάει τα παιδιά να κατανοήσουν τον ρόλο τους στη ζωή των γονιών τους και να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που χρειάζονται ώστε να κάνουν μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και να καταλήξουν μόνα τους στο τι πραγματικά θέλουν να κάνουν στη ζωή τους, κι ας αντιβαίνει αυτό στα όνειρα και τις επιθυμίες των γονιών τους. Το βιβλίο συνοδεύεται από QR Code με την αφήγηση του παραμυθιού από την ίδια τη συγγραφέα με τη μουσική των Δέσποινας Σαλκιτζόγλου και Ειρήνης Μουσάδη.

Πάνος Τουρλής