Το 1998, καθ’ οδόν για το Έξετερ, το αυτοκίνητο της Αϊλίν Μπράιτ παθαίνει βλάβη, αναγκάζοντάς την ν’ αφήσει τα τρία της παιδιά και να πάει στο κοντινότερο τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης. Και δεν επιστρέφει ποτέ. Τρία χρόνια μετά, η έγκυος Κάθριν Γουάιλ ξυπνά μ΄ ένα μαχαίρι στο κομοδίνο της κι ένα σημείωμα που γράφει: «Θα μπορούσα να σε είχα σκοτώσει» ενώ ο αρχιεπιθεωρητής Τζον Μάρβελ παίρνει δυσμενή μετάθεση για το Τόντον όπου διαδραματίζονται όλα αυτά και μπλέκεται με την εξιχνίαση της υπόθεσης του «Χρυσόμαλλου», ενός διαρρήκτη που κοιμάται και τρώει στα σπίτια που ληστεύει. Ποιος είναι λοιπόν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτές τις φαινομενικά άσχετες ιστορίες; Τι συνέβη την ημέρα της εξαφάνισης της Αϊλίν; Ποιος παρενοχλεί την Κάθριν και γιατί; Ποιος είναι ο «Χρυσόμαλλος» και γιατί δρα κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Το «Snap» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ αγωνίας και διαρκών ανατροπών, μόνο που έχει προστεθεί ένα ακόμη λιθαράκι στα γνωστά θετικά χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ένα τέτοιο βιβλίο: αγκαλιάζει με στοργή και αγάπη όλους τους χαρακτήρες! Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για ένα αστυνομικό βιβλίο που περιμένεις να βρεθεί ο δολοφόνος της Αϊλίν, να συλληφθεί ο Χρυσόμαλλος ή να διαπιστώσεις τι πραγματικά συμβαίνει μεταξύ Κάθριν και Άνταμ. Είναι ένα στέρεα δομημένο μυθιστόρημα που εξελίσσει τους χαρακτήρες του και τους ωριμάζει, τους χειρίζεται δηλαδή σα στρατηγικά τοποθετημένα πιόνια στη σκακιέρα της φαντασίας της συγγραφέως, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα πραγματικά καλό κείμενο. Τίποτε δεν είναι αυτό που δείχνει κι εκεί που περίμενα να συμβεί κάτι προβλεπόμενο, μια μικρή κίνηση, μια αντίδραση αναμενόμενη, εκεί εισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας και η συγγραφική ευρηματικότητα, οπότε αρκετές φορές έμεινα άφωνος κι άρχισα να διαβάζω μανιωδώς παρακάτω. Η γραφή όμως, με τις στοχευμένες περιγραφές άψυχων αντικειμένων και έμψυχων πλασμάτων και τους ρεαλιστικούς διαλόγους, δε με άφηνε να προχωρήσω γρήγορα, γιατί κάτι σημαντικό θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από τις λέξεις ή τις σκηνές, οπότε γιατί να το χάσω;

Φυσικά, ο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι ο Τζακ, ο μικρότερος Γιάννης Αγιάννης της σύγχρονης λογοτεχνίας, αέναα κυνηγημένος από τον θηλυκό Ιαβέρη, δηλαδή τη Δικαιοσύνη. Ο Τζακ και οι μικρότερες αδελφές του, Τζόι και Μέρι, μένουν μόνοι με τον πατέρα τους, που μαζεύει φανατικά τις εφημερίδες για να διαβάζει τις εξελίξεις στην εξαφάνιση της γυναίκας του, μια μανία που κληρονομεί στα παιδιά του, τα οποία δε διστάζει να εγκαταλείψει κι αυτός μετά την ανεύρεση του πτώματος της μητέρας τους. Τα τρία παιδιά μεγαλώνουν σε άθλιες συνθήκες και οι περιγραφές του σπιτιού τους, με τις εφημερίδες να έχουν καταλάβει κάθε εκατοστό του, είναι ανατριχιαστικές. Ο Τζακ δε σκοπεύει ν’ αφήσει την πρόνοια να τους πάρει κι έτσι κάνει διάφορες μικροαπατεωνιές χάρη σ’ έναν τύπο που είναι «μέσα στα κόλπα».

Το σπίτι όπου μένουν τα τρία παιδιά είναι γεμάτο εφημερίδες, ακούνητους χάρτινους τοίχους που εμποδίζουν το φως να μπει και φυσικά αποτελούν τροφή για ποντίκια και άλλα έντομα. Πόσο δύσκολο είναι για τον Τζακ να «κάνει κουμάντο» με δυο μικρότερα αδέλφια που γκρινιάζουν, πεινάνε και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους; Πείνα, μιζέρια, φτώχεια και διαρκής αγωνία να μην τους ανακαλύψει κανείς. Ο Τζακ προβαίνει σε μια πράξη που θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, ευχόμενος σύντομα να αποδοθεί δικαιοσύνη και να βρεθεί ο δολοφόνος, αυτό όμως δε θα είναι παρά μόνο το κερασάκι στην τούρτα, μιας και τα απόνερα του διαβήματός του θα παρασύρουν πολλούς.

Εξίσου ενδιαφέρων είναι και ο αρχιεπιθεωρητής Μάρβελ που αναγκάζεται από τις ανθρωποκτονίες να ασχοληθεί με τις διαρρήξεις, συγκεντρώνοντας γύρω του μια ενδιαφέρουσα ομάδα: τον αρχιφύλακα Ρένολντς, τον αστυφύλακα Τόμπι Πάροτ και την ντετέκτιβ Ελίζαμπεθ Ράις. Αναγκάζεται να κάνει τα ξινά γλυκά και ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση του Χρυσόμαλλου, σύντομα όμως θα βρεθεί μπλεγμένος σε μια ιστορία με απρόσμενες διαστάσεις. Οι συνάδελφοί του είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλοί, με τις αγωνίες και τις ανασφάλειές τους και συγκροτούν μια προσεγμένη ομάδα, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.

Η Αϊλίν, άλλος ένας προσεγμένος χαρακτήρας, χωρίς να το ξέρει, είναι ο κινητήριος άξονας γύρω από τον οποίο θα στραφούν πολλοί από τους χαρακτήρες για έναν ανατρεπτικό λόγο αλλά δε μου άρεσε και πολύ το γεγονός πως την εξέλιξη και το φινάλε της ιστορίας της η συγγραφέας τα αφήνει ανοιχτά, παρ’ όλο που υπάρχει αιτία και γι’ αυτό. Τέλο;, ο Χρυσόμαλλος είναι ένας διαρρήκτης που έχει κι αυτός ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν του και οι πράξεις του είναι απόλυτα δικαιολογημένες.

Snap είναι ένα παιχνίδι με χαρτιά, το αγαπημένο της Τζόι, που το έπαιζε με τις κούκλες της, όπου ο παίχτης πρέπει να ταυτίσει όμοια χαρτιά από διαφορετικές στοίβες. Έτσι ακριβώς αισθάνθηκα κι εγώ διαβάζοντας το βιβλίο, μιας και κάθε χαρτί-χαρακτήρας είναι γυρισμένο σε διαφορετική στοίβα, οπότε έπρεπε να έχω τον νου μου σε όλες τις παράλληλες στοίβες-πλοκές για να εντοπίσω τις ομοιότητες και μακροπρόθεσμα να ολοκληρώσω ένα γρήγορο, άνευ προηγουμένου και προκλητικό παζλ. Πρώτη φορά ένιωσα τέτοια ένταση και το μυαλό μου δε σταματούσε στιγμή να δουλεύει, να ψάχνει, να ερευνά ενώ ταυτόχρονα απολάμβανα κάθε λεπτομέρεια από τις ζωές των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών, νιώθοντας πως είμαι κι εγώ στο πλάι τους, τους ακούω, τους ζηλεύω, τους μισώ, τους συμβουλεύω και τους συμβουλεύομαι.

Συνεχείς ανατροπές, αναδρομές στο παρελθόν που χαρίζουν κι από ένα ψήγμα της αλήθειας που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα, καταιγιστική, κινηματογραφική δράση, ρεαλιστική απεικόνιση διαφορετικών συνθηκών ζωής (παιδιά που κρύβονται από την πρόνοια χωρίς να έχουν εισοδήματα, μεσοαστοί που στεγάζουν όνειρα κι ευτυχία σ’ ένα σπίτι, άστεγοι και πώς επιβιώνουν) κλπ. είναι μερικά από τα γνωρίσματα του νέου μυθιστορήματος της Belinda Bauer, της οποίας απολαμβάνω όλο και περισσότερο κάθε καινούργιο της κείμενο.

Πάνος Τουρλής