Melioribus Annis

του Νίκου Ταραντίνου

Melioribus annis, τα καλύτερα χρόνια, που πέρασαν ανεπιστρεπτί και έμεινε η γλύκα στην άκρη των χειλιών της ζωής και μια γλυκιά ανάμνηση που γεμίζει ευχάριστα την ψυχή όποτε έρχεται στη θύμηση.....Ένα υπέροχο βιβλίο γεμάτο αναμνήσεις αλλά και ντοκουμέντα για τις χρυσές μέρες που έζησε η Ελλάδα στις δεκαετίες 1950-1970. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη και ταυτόχρονα μια κατάθεση ψυχής από τον συγγραφέα στους ομηλίκους του, στον μελετητή, στον αναγνώστη.

Στο βιβλίο παρατίθενται εμπεριστατωμένα γεγονότα, εξελίξεις και αλλαγές στη νεοελληνική κοινωνία σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής: απο΄τα σχολικά χρόνια και τα παιδικά παιχνίδια ως το αυτοκίνητο, τις εκδρομές, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το σινεμά και πολλά άλλα. Ο συγγραφέας μας άνοιξε το σπίτι με τις αναμνήσεις και μας ξεναγεί σε κάθε γωνιά του, από την πιο φωτεινή ως την πιο σκοτεινή. Συγκρίνει, παραθέτει, αναλύει, αναπολεί, ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον. Σε πολλά σημεία κατηγορεί συγκεκριμένες συνθήκες και πολιτικές καταστάσεις που συνέβαλαν στην αλλαγή προς το χειρότερο της κοινωνίας μας, αλλά δεν το κάνει οχυρωμένος πίσω από ένα άδειο φλιτζάνι τσάι, κακολογώντας άνευ επιχειρημάτων ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει, όπως κάνουν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Αντίθετα, έχει κριτική σκέψη, δομική ανάλυση, μελετάει, τεκμαίρει και πάντα αφήνει μια αχτίδα ελπίδας: τα πάντα σχεδόν καταστράφηκαν, ευτελίστηκαν αλλά ποιος ξέρει στο μέλλον γιατί....

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η βασική διαφορά του τότε με το σήμερα είναι ο ελεύθερος χρόνος και ότι τίποτα δεν υπήρχε τότε στο χέρι, τα πάντα κατασκευάζονταν (παιχνίδια, ρούχα, καθημερινές ανάγκες του νοικοκυριού), οι άνθρωποι επικοινωνούσαν κι επιπλέον ο χρόνος μετακίνησηςη στη μικρή τότε πρωτεύουσα δεν τους εμπόδιζε να διασκεδάζουν και να συνανανστ΄ρεφονται!

«Είχαμε όρεξη γιατί φτιάχναμε κάτι στην αρχή με τη φαντασία μας, κατόπιν με το μυαλό μας και τέλος με τα χέρια μας και νιώθαμε μεγάλη ικανοποίηση όταν αυτό το κάτι έβγαινε πετυχημένο, όσο μικρό και να ήταν...Σήμερα δεν υπάρχει πια η δυνατότητα αυτή. Αγοράζουμε ό,τι μπορούμε, έτοιμο, από ένα ράφι, το οποίο γεμίζει τον εσωτερικό μας κόσμο για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και μετά πάλι εμφανίζεται το κενό, για να το ξαναγεμίσουμε πρόσκαιρα. Το κενό γρήγορα ξανάρχεται. Και επειδή δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να επαναλμβάνουμε συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, μένουμε στο τέλος με το κενό να μας κρατάει συντροφιά... Ήταν η εποχή της όρεξης. Της όρεξης για οτιδήποτε. Όρεξη για φαγητό, διασκέδαση, δημιουργία» (σελ. 97).

«Τότε δεν υπήρχαν οι πολλές χαμένες ώρες του (πολλές φορές) εγκληματικού διαδικτύου. Αν με τις χαμένες ώρες της τηλεόρασης γίναμε σκλάβοι του συστήματος, με τον υπολογιστή φαιρέθηκε και το μυαλό και η σκέψη και γίναμε οι πειρσσότεροι από εμάς, και ιδιαίτερα οι νέοι, υποχείριά του» (σελ. 117).

«Με βάση τις προηγούμενες διαπιστώσεις, οι σκέψεις την εποχή εκείνη δεν ήταν πολυτέλεια. Κάναμε πάρα πολλές σκέψεις και πολλά όνειρα, γιατί η εποχή μας το επέτρεπε. Ήταν η εποχή των σκέψεων, της δημιουργίας και των ονείρων για το μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας» (σελ. 117).

Ίσως αυτά να ακούγονται παλιακά και γραφικά από κάποιους νεότερους αλλά ως τριανταπεντάχρονος που είμαι θα υποστηρίξω την αλήθεια αυτών των λόγων. Πραγματικά, η εποχή fast food που ζούμε δεν μπορεί να συγκριθεί με το σήμερα. Ειλικρινά, αναρωτιέμαι μετά από χρόνια τι θα θυμάμαι με ρίγγη συγκίνησης από αυτά που ζω σήμερα, ποι α τραγούδια θα θέλω να ξανακούσω, πιοιες ταινίες να ξανδώ, ποιες συσκευασίες προϊόντων θα με χαροποιούν όταν τις ανακαλύπτω ξεχασμένες......

Το βιβλίο του κυρίου Ταραντίνα είναι μια γλυκόπικρη κατάθεση ψυχής, με ρέοντα λόγο, χωρίς κουραστικές λεπτομέρειες, με παράθεση γλαφυρών αποσπασμάτων που τεκμηριώνουν αμεσότερα τις αναμνήσεις και τις περιγραφές του γράφοντος και είναι ένα πολύτιμο απόκτημα για οποιονδήποτε έζησε ή θα ήθελε να ζήσει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Μην το χάσετε!

Πάνος Τουρλής