Γιώργος Κατσίμπαλης: Ο κολοσσός του Μαρουσιού

"Μου αρέσει ο μονόλογος περισσότερο ακόμα και από τον διάλογο, όταν είναι καλός. Είναι σαν να παρακολουθείς κάποιον να γράφει ένα βιβλίο ειδικά για σένα. Το γράφει, το διαβάζει δυνατά, το παιδεύει, το διορθώνει, το γεύεται, το χαίρεται, χαίρεται που το χαίρεσαι, και μετά το σκίζει και το σκορπίζει στον αέρα. Είναι μια ανώτερη παράσταση, γιατί όσο εκείνος συνεχίζει εσύ είσαι ο Θεός του -εκτός αν τυχαίνει να είσαι ένας αναίσθητος και ανυπόμονος ηλίθιος. Αλλά στην περίπτωση του μονολόγου στον οποίο αναφέρομαι δεν συμβαίνει ποτέ".

Κάπως έτσι ξεκινάει ο Χένρι Μίλερ να μιλάει για τον Γιώργο Κατσίμπαλη στον Κολοσσό του Μαρουσιού, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ένα βιβλίο-ύμνος για τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον άνθρωπο - μαγεία όπως ο ίδιος, αλλά και πολλοί άλλοι τον χαρακτηρίσανε. Και πιο κάτω συνεχίζει να μας τον ζωγραφίζει με λέξεις:

"Μερικές φορές, όταν μιλούσε με αυτό τον τρόπο, μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν μια τεράστια χελώνα που είχε βγει από το καβούκι της, ένα πλάσμα που αναλωνόταν σ' έναν απελπισμένο αγώνα να ξαναμπεί στο καβούκι που ήταν πια μικρό. Σε αυτό τον αγώνα πάντα έκανε τον εαυτό του να φαίνεται αλλόκοτος και γελοίος -το έκανε επίτηδες. Σάρκαζε τον εαυτό του, με τον τραγικό τρόπο ενός παλιάτσου. Γελούσαμε όλοι, και η γυναίκα του. Άσχετα πόσο θλιβερή ή νοσηρή ή συγκινητική ήταν η ιστορία, εμάς μας έκανε και γελούσαμε συνέχεια. Έβλεπε την αστεία πλευρά του καθετί, που είναι η πραγματική δοκιμασία της τραγικής έννοιας."

"Το φαγητό...παθιαζόταν με το φαγητό. Του άρεσε το καλό φαγητό από τα παιδικά του χρόνια και νομίζω θα συνεχίσει να του αρέσει μέχρι να πεθάνει. Ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καλοφαγάς και ο Κατσίμπαλης, παρόλο που ίσως να μην είχε κάποιες από τις εκλεπτυσμένες αισθήσεις και ιδιότητες του πατέρα του, ακολουθούσε την οικογενειακή παράδοση. Ανάμεσα σε μεγάλες σαρκοφάγες μπουκιές φαγητού χτυπούσε το στήθος του σαν γορίλλας  πριν τις κατεβάσει κάτω με μια κανάτα ρετσίνα. Είχε πιει πολλή ρετσίνα στις μέρες του. Έλεγε πως ήταν καλή, καλή για τα νεφρά, καλή για το συκώτι, καλή για τα πνευμόνια, καλή για τα έντερα και καλή για το μυαλό, καλή για όλα. Ό,τι έβαζε μέσα στο σύστημά του ήταν καλό, είτε δηλητήριο είτε αμβροσία. Δεν πίστευε στο μέτρο ούτε στην κοινή αίσθηση ούτε σε ό,τι ήταν απαγορευτικό. Πίστευε στις ακρότητες και μετά ας τιμωρείσαι. [...] Μπορούσε να αναστήσει και νεκρό με τα λόγια του. Ήταν ένα είδος καταβροχθιστικής διεργασίας: όταν περιέγραφε ένα μέρος το έτρωσε, σαν κατσίκα που ρίχνεται στο χαλί. Αν περιέγραφε ένα πρόσωπο, το έτρωγε ζωντανό από την κορυφή μέχρι τα νύχια του ποδιού του. Αν επρόκειτο για γεγονός, κατέτρωγε κάθε λεπτομέρεια, σαν ένας στρατός από άσπρα μυρμήγκια που έπεσε στο δάσος. Βρισκόταν ταυτοχρόνως παντού όταν μιλούσε"
 

Δείτε από το αρχείο της ΕΡΤ το αφιέρωμα στον Κατσίμπαλη, σ' έναν άνθρωπο που όσοι τον γνώρισαν το λάτρεψαν. που πολλοί έγραψαν γι' αυτόν χωρίς αυτός να γράψει τίποτα...

https://archive.ert.gr/7857/

 

Φωτογραφία Στους κήπους του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, το 1925. Από αριστερά: Γ. Κατσίμπαλης, Teriade, Ν. Χ. Γκίκας, Α. Κατακουζηνός και Μ. Τόμπρος. Συλλογή Γιώργου Γ. Κατσίμπαλη.
Στους κήπους του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, το 1925. Από αριστερά: Γ. Κατσίμπαλης, Teriade, Ν. Χ. Γκίκας, Α. Κατακουζηνός και Μ. Τόμπρος. Συλλογή Γιώργου Γ. Κατσίμπαλη.