Θεοί από στάχτη

της Πασχαλίας Τραυλού

Ο Αρίστος Σεφεριάδης και η Ελπινίκη Ευαγγελίδη ζουν στη Φώκαια της Μικράς Ασίας και ο έρωτας τρυπώνει ανάμεσά τους, αγνοώντας τις κοινωνικές τους διαφορές. Οι σφαγές των Νεότουρκων του 1914 ενώνουν το ζευγάρι, που καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και αποκτά τη Ροζαλία, ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα, που όταν μεγαλώνει ακολουθεί τον δικό της δρόμο και θέλει να υλοποιήσει τα όνειρά της πάση θυσία. Μέσα από την καθημερινότητά της περνάνε οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Ευρώπης του Μεσοπολέμου, που προσπίπτει και εγκαλεί θεούς από στάχτη, μιας και ο Χίτλερ καιροφυλακτεί για να πατήσει επί πτωμάτων. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς, η συγγραφέας καταγράφει τεκμηριωμένα και συναρπαστικά τις περιπέτειες δύο οικογενειών που μεγαλώνουν σε μια πόλη-χωνευτήρι πολιτισμών και θρησκειών, τη Θεσσαλονίκη, και τις φιλοδοξίες μιας κοπέλας που αγνοεί τον επερχόμενο πόλεμο για να ζήσει τον έρωτα και να υπηρετήσει τη μουσική στην πρωτεύουσα του φιλελευθερισμού και της ανεξαρτησίας, το Παρίσι.

Η κυρία Πασχαλία Τραυλού επιστρέφει στην εποχή που μας ταξίδεψε με το «Άγαλμα στη σοφίτα» και καταφέρνει να αποτυπώσει με ακόμη μεγαλύτερη παραστατικότητα και να χειριστεί ακόμη καλύτερα μια ιστορία πολυεπίπεδη και πολυπρόσωπη. Έρευνα χρόνων, μελέτη και κυρίως αγάπη απέναντι στους χαρακτήρες που έπλασε είναι κάποια από τα εχέγγυα που βρήκα σε αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα. Επιπλέον υποδέχτηκα θετικά το πόσο πιο εμπλουτισμένες και πολυπρόσωπες ήταν οι ιστορίες των οικογενειών που παρελαύνουν στο μυθιστόρημα από τη δωρική περίληψη του οπισθόφυλλου, που δεν προετοιμάζει τον αναγνώστη για το τι θα συναντήσει διαβάζοντας αυτές τις σελίδες.

Η ας πούμε εισαγωγή στην ιστορία της Ροζαλίας είναι βαμμένη με αίμα, μιας και ο Αρίστος, γιος μιας πλύστρας κι ενός καροτσέρη, ερωτεύεται την Ελπινίκη, κόρη του ιδιοκτήτη του εμπορραφείου και ραφτάδικου όπου δουλεύει κι όπου έχει διαπρέψει με τις ιδέες του, την προκοπή του και την αγάπη του για το ρούχο. Μέσα από αυτόν τον αμφίπλευρο έρωτα ξεδιπλώνονται οι κοινωνικοί δεσμοί και οι ηθικές προκαταλήψεις μιας μεικτής κοινότητας, όπου ζουν αρμονικά Έλληνες και Τούρκοι: «Τον ίδιο ήλιο κοιτούσαν με τους Ρωμιούς και με το ίδιο φεγγάρι ερωτεύονταν» (σελ. 35). Σύντομα αυτές τις διαφορές αποσοβεί αναίτια και άδικα το τουρκικό λεπίδι, με τις σφαγές του ελληνικού στοιχείου το 1914, μια πρόβα τζενεράλε για τη σφαγή της Σμύρνης που θα ακολουθήσει. Η συγγραφέας αποφεύγει να επεκταθεί σε περιγραφές γεγονότων που όλοι ξέρουμε ή έχουμε διαβάσει σε πολλά άλλα μυθιστορήματα και καταγράφει με ψυχραιμία, όσο γίνεται μεγαλύτερη ουδετερότητα και βαθιά διεισδυτικότητα τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τους δύο αγαπημένους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να βρουν καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη.

Μου άρεσε πολύ η έκφραση που συνοψίζει το αδιάρρηκτο δέσιμο των Ελλήνων που δε θέλησαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη, παρ’ όλο τον τρόμο και τις σφαγές του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ: «Εδώ είναι θαμμένος ο άντρας μου, εδώ είναι ο τάφος του για να του ανάβω ένα κεράκι, εδώ είσαι εσύ και ο κόσμος που γνωρίζω και με έχει βολέψει σαν παλιά τρύπια παντόφλα που αρνούμαι να την πετάξω γιατί πήρε το σχήμα του ποδαριού μου» (σελ. 40).

Η συμπρωτεύουσα περιγράφεται απαράμιλλα, μελετημένα και καλοσχεδιασμένα μέσα από τις περιπέτειες του Αρίστου και της Ροζαλίας. Μου έκανε εντύπωση που, με προεξάρχοντα τον φανατισμό κυρίως του παπα-Γιώργη, ο οποίος κατά τα άλλα εκπροσωπεί μια ανεξίκακη θρησκεία, οι φτωχοί, πεινασμένοι και διωγμένοι πρόσφυγες αρνούνταν να υποκύψουν στα θέλγητρα των Εβραίων και δε ζητούσαν δουλειά από αυτά τα «γεννήματα του διαβόλου». Κι όμως δουλειές υπήρχαν μπόλικες, ανάγκη περισσότερη, αλλά όχι, πιστό το ποίμνιο στον ποιμένα του! Από την άλλη βέβαια ούτε οι Εβραίοι, που κυριαρχούσαν για πολύ καιρό στον οικονομικό χάρτη της πόλης, καλοδέχτηκαν τους πρόσφυγες: «Έχοντας βρει τα ζύγια τους με τους Τούρκους οι εβραίοι έμποροι δεν ήθελαν να διασαλευτούν οι ισορροπίες και προτιμούσαν διεθνές το λιμάνι της πόλης» (σελ. 74).

Μέσα από τα μάτια του Αλμπέρτο Μαλάχ, στενού φίλου της Ροζαλίας, η κυρία Τραυλού αποτυπώνει με διαύγεια και λυρισμό την ταυτότητα της πόλης: «Έως τότε στα μάτια του ρομαντικού Αλμπέρτο η πόλη έσταζε αδικαιολόγητα θλίψη και αίμα, αφού όλοι θα μπορούσαν να συνυπάρξουν αν έβαζαν στην άκρη τους αλλιώτικους θεούς και τα συγκρουόμενα συμφέροντά τους. Θεωρούσε πως η Θεσσαλονίκη ήταν ένας αλόγιστα πληγωμένος τόπος που αδυνατούσε να βρει την ταυτότητά του παραπαίοντας ανάμεσα στα συμφέροντα προσφύγων, ντόπιων, μουσουλμάνων κι εβραίων. Και διόλου δεν σκοτιζόταν ποιος πράγματι έφταιγε γι’ αυτές τις πληγές» (σελ. 129).

Κόντρα σε αυτές τις αντιλήψεις και μετά από μυριάδες προσπάθειες να σταθεί στα πόδια του και να φροντίσει τη γυναίκα που αγαπά και τον αδερφό της που σώθηκε μαζί τους, ο Αρίστος υποκύπτει και ζητά δουλειά στο ραφτάδικο του Σαούλ Μοδένο, ενός μαγκούφη, τσιγγούνη και τσιφούτη εβραίου και η τύχη τους αλλάζει, αν και με δυσκολία.

Με τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν στα μικρασιατικά παράλια, καθώς και με τις έντονες διαφορές που περιγράφονται στη συνέχεια μεταξύ των Εβραίων και των χριστιανών προσφύγων η κυρία Τραυλού δείχνει το αέναο εκκρεμές ζύγι της Ιστορίας απέναντι σε κατατρεγμένους και σε προνομιούχους. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν φαίνεται από τη σκέψη της συγγραφέως να παρατάξει εκπροσώπους των τριών βασικότερων θρησκειών και να παραθέσει ακριβοδίκαια τις αντιλήψεις τους, δείχνοντας πως οι ανθρώπινες επιθυμίες, τα πάθη και τα ελαττώματα πάντα θα υποκινούνται από συμφέροντα άλλων ή θα φουντώνουν χάρη σε έξυπνα ενορχηστρωμένη προπαγάνδα.  Κι όχι μόνο υφίστανται και πάντα θα υπάρχουν ανισότητες αλλά η μικρόνοια και οι διαφορετικές μα κατά βάθος τόσο ίδιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες εγκολπώνονται ένα διαχρονικό φαινόμενο, αυτό του ρατσισμού.

Κι από δω ξεκινάει η ζωή της Ροζαλίας, που έρχεται στο φως την ώρα που η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 χτυπάει την εξώθυρα του σπιτιού της κι από την οποία σώζονται σαν από θαύμα οι δικοί της. Αυτή η ηρωίδα είναι και η βασική πρωταγωνίστρια της σειράς των βιβλίων που ξεκινάει με τους «Θεούς από στάχτη» και απεικονίζεται με αδρά και ποικίλα χαρακτηριστικά. Είναι ένα κορίτσι που δε διστάζει να ακολουθήσει τα όνειρά της, δεν φοβάται να συνάψει μια γερή φιλία με έναν εβραίο, τον Αλμπέρτο Μαλάχ και δεν κιοτεύει να ερωτευτεί και να κυνηγήσει το ανέφικτο: να συναντήσει τον γοητευτικό μαέστρο Ανατόλ Κοβάλσκι που ζει στο Παρίσι. Αυτό δεν ήταν από την αρχή αυτοσκοπός της αλλά προέκυψε στην πορεία, όταν, σαν από θαύμα, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική και βρήκε τη διέξοδό της! «Έκτοτε η Ροζαλία έψαχνε τη δική της ελευθερία μέσα στις νότες. Μπουχτισμένη απ’ τις ιστορίες για τις χαμένες πατρίδες και τους απάτριδες εβραίους, τους τουρκόσπορους πρόσφυγες και τους πατριώτες προδότες, αναζητούσε στη μουσική το οξυγόνο της» (σελ. 144).

Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω στον Μεσοπόλεμο, μιας και βρήκα στα κεφάλαια που ζωντανεύουν αυτήν την περίοδο από τη μια έναν ιδανικό χαρακτηρισμό του Ιωάννη Μεταξά και από την άλλη ένα περιστατικό-αφορμή για άφθονο γέλιο με τον τρόπο που το κατέγραψε η κυρία Τραυλού, όλα αυτά με αφετηρία τις φιλελεύθερες και διευρυμένες αντιλήψεις του Πάκη, αδελφού της Ροζαλίας, που τελικά μπάρκαρε ναυτικός κι έτσι «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», όπως λέει και ο Όμηρος για τον Οδυσσέα. Ο Μεταξάς λοιπόν θεωρείται «Εθνικιστής μεν αλλά μετριοπαθής, λάτρης του Μουσολίνι και του Χίτλερ όμως ταυτόχρονα αγγλόφιλος, ίνδαλμα της ακροδεξιάς αλλά χωρίς φανατισμό και ακρότητες, φέρνοντας μάλλον σε δικτάτορα γιαλαντζί και όχι σε εθνικιστή αυθεντικό…» (σελ. 159). Όταν μάλιστα ο Πάκης φέρνει έναν φωνόγραφο και δίσκους με τραγούδια σουίνγκ, ξεσηκώνοντας τη γειτονιά, σύντομα οι καλοθελητάδες μηνύουν στον Αρίστο πως αυτά τα αμερικανόφερτα άσματα προσομοιάζουν με κομμουνιστών και θα βρουν κάνα μπελά! Αδρότατη περιγραφή εποχής, συμπεριφορών και νοοτροπιών!

Ας περάσουμε και στον Αλμπέρτο τώρα, έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, γιο βιβλιοπώλη, που προτιμούσε να κρύβεται στα βιβλία παρά να βγαίνει στον δρόμο να παίζει ποδόσφαιρο ή αργότερα να επισκέπτεται τα μπορντέλα της περιοχής. Κλειστός, διακριτικός, άτολμος σχεδόν, με ένα μεγάλο μαράζι να του τρώει την καρδιά, κατάφερε να βρει διέξοδο και να εκφραστεί για όσα κατέτρυχαν την εβραϊκή κοινότητα, ιδίως μετά το πογκρόμ της συνοικίας του Κάμπελ το 1931, γράφοντας ανώνυμα πύρινα άρθρα σε μεγάλη εφημερίδα της πόλης. Παρ’ όλ’ αυτά, η γνωριμία του με τον άνθρωπο που δίνει αυτά τα κείμενα στην εφημερίδα, θα σταθεί η αρχή του τέλους της αθωότητάς του. Αυτός ο γλυκός χαρακτήρας θα δεθεί με μια στενή φιλία με τη Ροζαλία και μαζί θα αντιμετωπίσουν όλες τις αντιξοότητες της ζωής, ώσπου κάποια στιγμή τα εμπόδια στις επιθυμίες και τα όνειρά τους γίνονται ένα και η Ροζαλία συλλαμβάνει ένα ανατριχιαστικό σχέδιο!

Υπέροχη, στρωτή γραφή, τεκμηριωμένες λεπτομέρειες ιστορικού, λαογραφικού κοινωνικού και οικονομικού φόντου, ολοζώντανες σκηνές με ρεαλιστικούς διαλόγους και ανατροπές είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που αγάπησα σε αυτό το μυθιστόρημα. Η μόνη μου ένσταση αφορά στη ζωή της Ροζαλίας στο Παρίσι, όπου αρχίζει να ζει τα όνειρά της με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι ήταν γραμμένο ως εκείνο το σημείο το μυθιστόρημα. Πέρασα ως αναγνώστης κυριολεκτικά από φωτιά και τσεκούρι, έζησα ανάμεσα στις οικογένειες εβραίων και χριστιανών, ήμουν λες αυτόπτης μάρτυρας σε δύο σημαντικά γεγονότα που άλλαξαν τις ζωές του Αλμπέρτο και της Ροζαλίας και μόλις η δράση μεταφέρθηκε στο Παρίσι ένιωσα σαν το κείμενο να μην προχωρούσε όσο γρήγορα θα ήθελα. Η Ροζαλία ξεκινάει μια ζωή από το μηδέν και σίγουρα πρέπει να υφανθεί γύρω της ένας νέος ιστός γεγονότων και χαρακτήρων όμως ήταν σχεδόν άνευρες οι περιγραφές και οι εξελίξεις. Επιπλέον το βιβλίο σταμάτησε σε ένα σημείο αρκετά ενδιαφέρον, χωρίς όμως την ένταση και την έκπληξη που θα χάριζε έντονο αίσθημα αγωνίας για το τι θα γίνει παρακάτω. Νιώθω όμως βαθιά μέσα μου πως ίσως η συγγραφέας να θέλει να δώσει μια ανάπαυλα στον αναγνώστη πριν τον ξαναβυθίσει χωρίς ανάσα σε επόμενες εκπλήξεις που θα εκτυλιχτούν στο δεύτερο βιβλίο της σειράς.

Πιστεύω πως ο νέος άθλος με τον οποίο ξεκίνησε να ασχολείται η κυρία Τραυλού δε θέλει να τονίσει μόνο τις κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων (που ουσιαστικά υφίστανται μόνο σε χαρτιά επιτελών ή κρυμμένα πίσω από συμφέροντα)  ούτε το βάρος από τις συνέπειες αλόγιστων πράξεων, κυρίως αν εξαιτίας τους διακυβεύονται και αλλάζουν παντοτινά πορεία οι ανθρώπινες ζωές αλλά και την ελπίδα που ξεπετιέται μέσα από τις στάχτες που μένουν ως κατάλοιπα στον βωμό των θεών, μια ελπίδα που λέγεται «νιάτα»: «Ήξερε πως οι άνθρωποι αλλάζουν από γενιά σε γενιά κάνοντας έτσι γενναιότερα βήματα προς το μέλλον και πως αυτή η αλήθεια αποτελούσε έναν κανόνα απαράβατο που ωθούσε πάντα τους νέους να βελτιώνουν τον κόσμο τους» (σελ. 261).  Από την άλλη μέσα από ποικίλα γεγονότα στιγματίζεται ο ρατσισμός απέναντι σε κάθε τι ξένο ή διαφορετικό: στο χρώμα, στη θρησκευτική πεποίθηση, στην ερωτική επιλογή, στο εισόδημα κ. π. ά. μόνο και μόνο για να τονιστούν οι πολύπλευρες εκφάνσεις ενός προβλήματος που παραμένει εμπόδιο για τη βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων, την ευόδωση καινοτόμων ή διαφορετικών ιδεών κλπ.

Στρωτό, καλογραμμένο, μελετημένο και με ένα ενδιαφέρον κεντρικό ζευγάρι ηρώων που συνδέονται με εντελώς πρωτότυπο τρόπο μεταξύ τους, το μυθιστόρημα «Θεοί από στάχτη» διαπραγματεύεται πολλά ζητήματα και καταφέρνει σε πολλές περιπτώσεις να δώσει μια διαφορετική ώθηση στην πλοκή, επιλέγοντας περιστατικά και γεγονότα που δε θεωρούνται κλισέ και με παρέσυραν σε μια εποχή και μια περίοδο που ακόμη μας στοιχειώνει ως λαό συλλογικά και ως ανθρώπους ατομικά.

Πάνος Τουρλής