Ό,τι βρεις, δικό σου

του Stephen King

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, ο συγγραφέας Τζον Ρόθστιν δολοφονείται στο σπίτι του στο Νιου Χάμσιρ από τρεις άντρες που του παίρνουν τα χρήματα και όλα τα σημειωματάριά του στα οποία συνεχίζει την τριλογία του Τζίμι Γκολντ που τον έκανε διάσημο και πλούσιο. Εγκέφαλος είναι ο Μόρις Μπέλαμι που απογοητεύτηκε με τον τρόπο που χειρίστηκε ο συγγραφέας τον χαρακτήρα του στο τρίτο βιβλίο! Το 2009 ο Πίτερ Σάουμπερς, ένα δεκατριάχρονο παιδί, βρίσκει ένα μπαούλο με χρήματα και σημειωματάρια κι αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα λεφτά για να βοηθήσει την οικογένειά του, της οποίας η οικονομική θέση επιδεινώθηκε όταν ο πατέρας του έμεινε παράλυτος μετά την επίθεση του Κυρίου Μερσέντες. Πώς βρέθηκε το μπαούλο σ’ εκείνο το σημείο και τι συνέβη στον Μπέλαμι; Θα αναγνωρίσει ο Σάουμπερς την αξία των σημειωματάριων; Θα επιστρέψει ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος ή… «ό,τι βρεις, δικό σου»;

Η συνέχεια του «Κυρίου Μερσέντες» είναι εξίσου καθηλωτική και ρεαλιστική, με νέους, τρισδιάστατους χαρακτήρες, κινηματογραφική δράση, σχόλια και παρατηρήσεις πάνω στην κοινωνική, επαγγελματική, σχολική και οικογενειακή ζωή. Οι δύο ιστορίες ξεδιπλώνονται παράλληλα και μαθαίνουμε τι συνέβη στον Μπέλαμι και στην οικογένεια του Σάουμπερς στο μακρινό αλλά και κοντινό παρελθόν. Ξαναζούμε την τραγική νύχτα του πρώτου βιβλίου της τριλογίας, νιώθουμε στο πετσί μας τα προβλήματα που πηγάζουν από την ανέχεια και την ανεργία, έτσι όπως περιγράφονται από έναν έφηβο και όλα αυτά κουμπώνουν αρμονικά στο σήμερα, όπου αυτοί οι παράλληλοι δρόμοι επιτέλους τέμνονται, με ολέθριες συνέπειες για όλους.

Ο Μόρις Μπέλαμι είναι γιος διάσημης καθηγήτριας Ιστορίας που ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Με τη μητέρα του τσακώθηκε για την περιβόητη τριλογία του Τζίμι Γκολντ και το έσκασε από το σπίτι. Ο καβγάς τους ήταν πολύ καλά δοσμένος και παραστατικός. Οι αντιγνωμίες ήταν αντίστοιχες των χαρακτήρων και σε κάθε φράση φωτιζόταν και κάτι διαφορετικό ως προς το περιεχόμενο των βιβλίων για τα οποία τσακώνονταν, τόσο παραστατικά που πίστεψα πως όντως έχουν κυκλοφορήσει και δεν είναι κομμάτι της φαντασίας του Stephen King. Σε κάποιο σημείο μάλιστα, η μητέρα τονίζει: «Ένας καλός μυθιστοριογράφος δεν ηγείται, ακολουθεί τους ήρωές του. Ένας καλός μυθιστοριογράφος δε δημιουργεί γεγονότα, τα παρατηρεί καθώς συμβαίνουν και μετά καταγράφει αυτό που βλέπει» (σελ. 171). Η περίπτωση του Μπέλαμι δείχνει τον βαθμό φανατισμού στον οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος αναγνώστης που δεν μπορεί να ξεχωρίσει εύκολα τη φαντασία από την πραγματικότητα ή, ακόμη χειρότερα, θέλει ο ήρωας με τον οποίο ταυτίστηκε να αναπτυχθεί με τον δικό του τρόπο! Όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία του κακού του βιβλίου, βρίσκει ευκαιρία ο συγγραφέας να ασκήσει έμμεση κριτική σε αναγνωρισμένους και λιγότερο γνωστούς συγγραφείς, να αφήσει ωραίες απόψεις από την εμπειρία του στη συγγραφή, να παραστήσει με το γνωστό του στυλ τον κόσμο της λογοτεχνίας και της απόλαυσής της. «Η κριτική ματιά πρέπει να είναι πάντοτε ψυχρή και καθαρή» (σελ. 132), γράφει και αργότερα τονίζει πως «…η δημιουργική γραφή ήταν μια γνώση που δεν μπορούσε να μεταδοθεί με τη διδασκαλία αλλά μόνο να αποκτηθεί βιωματικά» (σελ. 142). Επίσης μου έκανε εντύπωση που ένα υπογεγραμμένο από συγγραφέα βιβλίο έχει μεγαλύτερη αξία από το να έχει και αφιέρωση!

Από το 2009 και εφεξής η ιστορία ξεδιπλώνεται από την οπτική του δεκατριάχρονου Πίτερ Σάουμπερς που ζει με τη μικρότερη αδελφή του και τους γονείς του σ’ ένα σπίτι όπου μετά βίας τα βγάζουν πέρα, λόγω της ανεργίας του πατέρα, Τομ. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο Τομ ήταν μεταξύ των ανθρώπων που άφησε ανάπηρους ο Κύριος Μερσέντες στο προηγούμενο βιβλίο κι έτσι παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας να επιδεινώνεται οικονομικά και ψυχολογικά από σελίδα σε σελίδα. Ο τρόπος ασφάλισης, πρόνοιας και εργασίας καταγράφονται ωμά και χωρίς φιοριτούρες ενώ η αγωνία των ανθρώπων για ένα καλύτερο αύριο είναι σχεδόν απτή και μου έδωσε γροθιά στο στομάχι. Όσο οι γονείς του καβγαδίζουν, ο Πιτ εξερευνά τη νέα περιοχή της Λόουταουν όπου μετακόμισαν και ανακαλύπτει δίπλα σ’ ένα ρυάκι ένα μισοθαμμένο μπαούλο με τα σημειωματάρια του Ρόθστιν. Το αποτέλεσμα είναι, εκτός από το να χρησιμοποιήσει τα λεφτά, να διαβάσει τα κείμενα, να του αλλάξουν τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης και τελικά από το λύκειο κιόλας να στραφεί στη μελέτη της λογοτεχνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται και πάλι στον Stephen King χώρος για να εκθέσει τις απόψεις του ως προς την κριτικογραφία και την αξία της διαχρονικότητας κάποιων βιβλίων (πετυχημένο το παράδειγμα μεταξύ Σώμερσετ Μωμ και Γκράχαμ Γκριν): «…όλες οι απόψεις του είδους είναι υποκειμενικές και δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε ποτέ σε ένα και μόνο συμπέρασμα… Την απάντηση τη δίνει ο χρόνος… Μάλιστα! Ο χρόνος ξεδιαλέγει αμείλικτα τις σαχλαμάρες από τις μη σαχλαμάρες. Είναι μια φυσική, δαρβινική εργασία» (σελ. 122). Ντ. Χ. Λόρενς, Σόμερσετ Μομ, Φίλιπ Ροθ, Σολ Μπέλλοου, Έργουιν Σο αλλά και Μάικλ Κόνελι και άλλοι συγγραφείς μπολιάζουν τη ζωή του Πιτ με ιστορίες και παραδείγματα, κάποια εκ των οποίων είναι σα να περιγράφουν τη δική του ζωή με τις αναπάντεχες εξελίξεις.

Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος ( ; ) της υπόθεσης του Κυρίου Μερσέντες, ο εξηνταεξάχρονος πλέον Μπιλ Χότζες είναι σε αυστηρή δίαιτα για να μην ξαναπάθει καρδιακό επεισόδιο, η Χόλι Γκίμπνι είναι εντελώς διαφορετική σαν άνθρωπος (προς το καλύτερο) κι εργάζεται στο γραφείο ερευνών του συνταξιούχου ντετέκτιβ «Finders Keepers» ενώ ο Τζερόμ Ρόμπινσον σπουδάζει στο Χάρβαρντ. Ο τρόπος και ο χρόνος που μπαίνουν στην ιστορία είναι πανέξυπνος και καταφέρνουν να βοηθήσουν σημαντικά τις εξελίξεις με τον δικό τους τρόπο. Αυτό που δε μου άρεσε είναι που όσο πλησιάζουμε στο τέλος του μυθιστορήματος χρησιμοποιείται και πάλι η κλιμάκωση της αγωνίας και ο αγώνας ενάντια στον χρόνο που γνωρίσαμε και στον «Κύριο Μερσέντες». Συναρπαστικές εξελίξεις, ανατροπές, αγωνία, μόνο που και πάλι αναρωτιέσαι αν θα προλάβουν οι «καλοί» τον «κακό». Ταυτόχρονα, ο Χότζες συνεχίζει να επισκέπτεται τον Κύριο Μερσέντες στο μέρος όπου νοσηλεύεται σε κατατονία και με σχεδόν πλήρη απουσία επικοινωνίας, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει το γιατί. Εδώ όμως αχνοφαίνεται ο Stephen King που παρακαλάς να ξαναδείς και προετοιμάζεται το έδαφος για τη δυναμική επιστροφή ενός πλάσματος που μάλλον απέκτησε κάτι που δεν έπρεπε!

Ευρηματικές ανατροπές, ρεαλιστικοί διάλογοι, ξεκάθαρα και σωστά ψυχογραφήματα, διαρκής αγωνία, όπως έγραψα και ανωτέρω, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του δευτέρου βιβλίου της τριλογίας. Παράλληλα, έχουμε και γλυκόπικρες διαπιστώσεις που καταβαραθρώνουν κάθε ελπίδα επιβίωσης στην Αμερική, τη Γη της Επαγγελίας: «Ήταν χαμένα κορμιά που θα κατέληγαν να κάνουν αδιέξοδους γάμους και να βρουν δουλειές χωρίς μέλλον. Θα έκαναν παιδιά που θα κατέληγαν εξίσου χαμένα κορμιά και θα χόρευαν στα γόνατά τους εγγόνια που θα είχαν την ίδια εξέλιξη πριν φτάσουν και οι ίδιοι στο τέρμα του αδιέξοδου δρόμου τους σε νοσοκομεία και γηροκομεία της συμφοράς, για να χαθούν τελικά στο σκοτάδι πιστεύοντας ότι είχαν ζήσει το Αμερικανικό Όνειρο…» (σελ. 162). Στο βιβλίο υπάρχουν επίσης νύξεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τον τρόπο που πρόδωσαν οι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις τα ιδεώδη της εποχής, καθώς και για τις πολιτικές αλλαγές στάσεων των Προέδρων ως προς τις σχέσεις τους με την Κίνα. Από τα πραγματολογικά στοιχεία, αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο όρος hikikomori με τον οποίο περιέγραψε ο συγγραφέας την παλιά Χόλι, κάτι που με παρότρυνε να κάνω μια έρευνα στο διαδίκτυο. Έτσι, άνοιξε μπροστά μου ένα εντελώς καινούργιο πεδίο πληροφοριών, μιας και αυτό το φαινόμενο έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και στη Δύση, εκτός από την Ιαπωνία όπου κάνει θραύση κι έμεινα άφωνος με τον κοινωνικό και ψυχολογικό εγκλεισμό που επιλέγουν κάποιοι άνθρωποι, αδύναμοι και φοβισμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τις επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας.

Το «Ό,τι βρεις, δικό σου» συνεχίζει σωστά και ευρηματικά την ιστορία του προηγούμενου βιβλίου, χωρίς ακρότητες και παρατραβηγμένες ή επιφανειακές λύσεις. Η αγωνία χτυπάει κόκκινο, παρατίθενται ενδιαφέρουσες απόψεις γύρω από τη λογοτεχνία και τον αμερικανικό τρόπο ζωής, καταγράφονται με έξυπνο τρόπο τα σημεία όπου μπορεί να φτάσει κάποιος αν κινδυνεύει η οικογένειά του και αν έχει παθιαστεί υπερβολικά με κάτι ενώ οι ανατροπές και οι εκπλήξεις δε σταματούν μέχρι την κυριολεκτικά τελευταία σελίδα του βιβλίου. Ανυπομονώ να βυθιστώ στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, το «Τέλος βάρδιας», γιατί η πρόγευση που πήρα με ανατρίχιασε αρκετά!

Πάνος Τουρλής