Παραδέχομαι ότι έχω πολλά αδιάβαστα από τις εκδόσεις Διόπτρα και αγωνίζομαι να κατέβει η στοίβα ΟΛΩΝ αυτών των σιωπηλών φίλων εν γένει, όμως όταν έμαθα ότι η κυρία Ακρίτα θα κυκλοφορήσει αστυνομικό μυθιστόρημα δεν αντιστάθηκα καθόλου. Πήρα το βιβλίο και το ξεκίνησα. Μεγάλο λάθος: ήταν νύχτα και η επόμενη ήταν εργάσιμη μέρα. Εξαφανίστηκα για σχεδόν δώδεκα ώρες, αδιαφορώντας για τους ερευνητές στη βιβλιοθήκη που δουλεύω, για το άδειο μου στομάχι, για τους γονείς που ψάχναν στον τηλεφωνικό κατάλογο στο γράμμα Ξ (Ξεματιάστρες). Γι’ αυτό λοιπόν, θερμή παράκληση ΜΗΝ ξεκινήσετε το μυθιστόρημα καθημερινή (εκτός κι αν πήρατε άδεια), Σαββατοκύριακο (εκτός κι αν παρκάρατε τα παιδιά στα πεθερικά), σε ταξίδι (εκτός κι αν πηγαίνετε με γάιδαρο) ή ακόμη χειρότερα τη νύχτα. Είχα χάσει τον ύπνο μου, δύο στάσεις λεωφορείου και κάτι γραμμάρια από την αφαγία, όπως προείπα.
Το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου 2014 ο πάμπλουτος επιχειρηματίας Γιάννος Ασλάνογλου βρίσκεται νεκρός και οι ενδείξεις δείχνουν έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είναι αλήθεια όμως έτσι ή πρόκειται για ένα ύπουλο δηλητήριο που έκοβε τσάρκες στον οργανισμό του; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην αυτοκρατορία του τουρισμού που ο ίδιος έχτισε; Ποιος τον σκότωσε; Γιατί τώρα, δέκα ακριβώς χρόνια μετά τον θάνατο της μικρότερής του κόρης που πνίγηκε στη Στυμφαλία;
«Αμέσως μετά, μια κούπα με ζεστό καφέ, σαν για να τους κάνει παρέα, σκάει σαν κύμα στο χαλί. Λεκές! Ορισμένοι θα έβλεπαν τη σκηνή με φρίκη και αποτροπιασμό, πρωτίστως η κυρία Μοιραράκη. Το χαλί Ταμπρίζ μπροστά από το κρεβάτι ήταν υφασμένο στο Ιράν από ταπητουργό, που οι πρόγονοί του για είκοσι γενιές έπλεκαν χαλιά με την αξεπέραστη υπομονή της Ανατολής...Κάποιος που γνώριζε τα φαρσί θα μπορούσε να διαβάσει τους όμορφους στίχους του αρχαίου Πέρση ποιητή Χαβέζ...Φυσικά κάποιος χέστηκε για τους στίχους του Χαβέζ, μπροστά στον λεκέ σε χαλί 27.000 ευρώ» (σελ. 15-16).
Όταν ξεκινάει έτσι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν μπορείς να αντισταθείς και να μην κλείσεις ό,τι σε ενοχλεί σε οποιοδήποτε κελάρι υπάρχει κοντά σου. Η καυστική ματιά της Έλενας Ακρίτα παντρεύτηκε το διεισδυτικό βλέμμα της Αγκάθα Κρίστι κι έτσι γεννήθηκε ο Φόνος πέντε αστέρων! Ένα υπέροχο κείμενο, με λίγους πρωταγωνιστές, χωρίς περιττές σκέψεις και χωρίς σκηνές που γράφτηκαν για να γεμίσουν οι σελίδες, με κλιμακωτή αγωνία και φυσικά ανατροπές. Η συγγραφέας διάλεξε με μαεστρία τους χαρακτήρες της, ανθρώπους που ζουν στη Φιλοθέη, ανθρωπάκια που γεμίζουν τα καταγώγια του Μεταξουργείου. Αληθινοί, υπαρκτοί, γνώριμοι, όχι όμως και διάφανοι, γιατί κάποιος από αυτούς έκανε έναν φόνο.
Την εξιχνίαση αναλαμβάνει να κάνει η δημοσιογράφος Ελσινόρη-Παρασκευή Χατζή, παιδική φίλη της Σόνιας Ασλάνογλου, κόρης του θύματος: «Τη λένε Ελσινόρη Χατζή. Μη σου τύχει. Ο κύριος Κώστας και η κυρία Νατάσα, οι γονείς της, τη συνέλαβαν στο ταξίδι του μέλιτος στα σκανδιναβικά φιόρδ. Την τρίτη ημέρα συγκεκριμένα, σε ένα μικρό στενό πέρασμα, όπου μια λωρίδα νερού χωρίζει τη Δανία από τη Σουηδία, επισκέφτηκαν το κάστρο της Ελσινόρης» (σελ. 22). Η Ελσινόρη (Νόρα) και η Σόνια μεγάλωσαν μαζί και έγιναν αυτοκόλλητες, ακριβώς όπως οι πατεράδες τους, ο Θεός σχωρέστον πια Γιάννος Ασλάνογλου και ο Κώστας Χατζής, εκπεπτωκός βιοτέχνης ενδυμάτων.
Την κυρία Έλενα Ακρίτα την παρακολουθώ αρκετό καιρό, από το αγαπημένο μου «Εις θάνατον» μέχρι το ατμοσφαιρικό «Με θέα στο πέλαγο». Με διακεκριμένη ανάμειξη και σε καθημερινές σειρές που προσφέρουν πολλά περισσότερα στον τηλεθεατή από τις σημερινές, με υπέροχη γλαφυρή πένα και διορατικότητα στα χρονογραφήματά της, η κυρία Ακρίτα είναι ο Τσιφόρος της εποχής μας. Κι όμως, δεν παύει να μας εκπλήσσει, γιατί αυτό το μυαλό που έχει, άνετα μπορεί να γραφτεί για επίδομα πολυτέκνων, αφού γεννάει συνέχεια! Όταν έμαθα λοιπόν ότι γράφει αστυνομικό μυθιστόρημα, είπα ότι το έχει. Και δε με διέψευσε! Χωρίς να το κάνει ελαφρολαϊκό, χωρίς να το βαραίνει με πολύπλοκες καταστάσεις και πολλά ονόματα, έγραψε ένα συναρπαστικό κείμενο που θα ικανοποιήσει κάθε αναγνώστη.
Η ένταση και η αγωνία κλιμακώνονται από σελίδα σε σελίδα. Μαζί με την Ελσινόρη (μη σου τύχει) παρακολουθούμε τα πρόσωπα της οικογένειας Ασλάνογλου, το υπηρετικό προσωπικό, τον δικηγόρο της οικογένειας και άλλους. Η αφήγηση εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, χωρίς όμως να κουράζει ή να προκαλεί δυσυφορία. Ο Γιάννος Ασλάνογλου είχε παντρευτεί δύο φορές, την Αμερικάνα Τζέσικα, με την οποία απέκτησε τη Σόνια και τον Νίκο (μάνα και γιος έμειναν μόνιμα στην Αμερική μετά το διαζύγιο) και τη Λίλιαν, με την οποία απέκτησαν τον Δημητράκη και το κοριτσάκι που χάθηκε δέκα χρόνια πριν, στη Στυμφαλία. Αγαπημένοι μου χαρακτήρες: η μητριά και καπάτσα Λίλιαν (Ευαγγελία), που φοράει παπούτσια Μανόλο Μπλάνκο και λατρεύει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων που διοργάνωσε ο Δημήτρης Παπανικολάου, και ο ομοφυλόφιλος Νικ, μόνο και μόνο επειδή συνέχεια ακούμε γι’ αυτόν, όμως δεν τον βλέπουμε ποτέ να βγαίνει στο προσκήνιο! Είναι τόσο καταλυτική η παρουσία του παρ’ όλ’ αυτά που τον λάτρεψα ως επιλογή, είναι ο λεγόμενος αφανής ήρωας.
Το μυθιστόρημα το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Δεν το έγραψε η συγγραφέας εκμεταλλευόμενη το όνομά της ώστε να κοροϊδέψει τον αναγνώστη (Είμαι η Ακρίτα, δε χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου, πάρτε κι ένα αστυνομικό και δοξάστε με κι άλλο)! Όχι! Είναι ένα δουλεμένο, καλογραμμένο, καλοκουρδισμένο κείμενο, πιστό στον στόχο του και τον σκοπό του, ενορχηστρωμένο από επαγγελματία άνθρωπο του λόγου και δε μένει παρά να το ξεκινήσετε! Κι όσο οι σελίδες λιγοστεύουν σαν τα πέταλα του τριανταφύλλου «Πολικός Αστέρας» που μαραίνεται, τόσο θα κρατάτε και περισσότερο την αναπνοή σας!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Το μόνο που σκέφτηκε ο πατέρας μου για να αντιμετωπίσει τη θυελλώδη κατάσταση ήταν να με στείλει σε έναν ακόμα παιδοψυχίατρο, που ό,τι δεν καταλάβαινε από πόνο και μοναξιά, το βάφτιζε «διαταραχή»...Η εξειδίκευσή του ήταν να αποκοιμίζει τις έτσι κι αλλιώς νυσταλέες συνειδήσεις των γονέων βορείων προαστίων: δεν φταίνει αυτοί, αλίμονο. Η διαταραχή φταίει» (σελ. 75).
«Ένα από τα πράγματα που είχε μάθει στο ρεπορτάζ η Ελσινόρη ήταν ότι, αν ακολουθήσεις τα ίχνη σε ένα έγκλημα, θα φτάσεις στον ένοχο. Αλλά ακολούθα τα χρήματα και τότε δεν ξέρεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις» (σελ. 208).
«Ο Παπάζογλου δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη σβούρα που στριφογύριζε γύρω από τον Γιάννο Ασλάνογλου. Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος ύπαρξής του» (σελ. 217).
Πάνος Τουρλής
Το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου 2014 ο πάμπλουτος επιχειρηματίας Γιάννος Ασλάνογλου βρίσκεται νεκρός και οι ενδείξεις δείχνουν έμφραγμα του μυοκαρδίου. Είναι αλήθεια όμως έτσι ή πρόκειται για ένα ύπουλο δηλητήριο που έκοβε τσάρκες στον οργανισμό του; Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στην αυτοκρατορία του τουρισμού που ο ίδιος έχτισε; Ποιος τον σκότωσε; Γιατί τώρα, δέκα ακριβώς χρόνια μετά τον θάνατο της μικρότερής του κόρης που πνίγηκε στη Στυμφαλία;
«Αμέσως μετά, μια κούπα με ζεστό καφέ, σαν για να τους κάνει παρέα, σκάει σαν κύμα στο χαλί. Λεκές! Ορισμένοι θα έβλεπαν τη σκηνή με φρίκη και αποτροπιασμό, πρωτίστως η κυρία Μοιραράκη. Το χαλί Ταμπρίζ μπροστά από το κρεβάτι ήταν υφασμένο στο Ιράν από ταπητουργό, που οι πρόγονοί του για είκοσι γενιές έπλεκαν χαλιά με την αξεπέραστη υπομονή της Ανατολής...Κάποιος που γνώριζε τα φαρσί θα μπορούσε να διαβάσει τους όμορφους στίχους του αρχαίου Πέρση ποιητή Χαβέζ...Φυσικά κάποιος χέστηκε για τους στίχους του Χαβέζ, μπροστά στον λεκέ σε χαλί 27.000 ευρώ» (σελ. 15-16).
Όταν ξεκινάει έτσι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν μπορείς να αντισταθείς και να μην κλείσεις ό,τι σε ενοχλεί σε οποιοδήποτε κελάρι υπάρχει κοντά σου. Η καυστική ματιά της Έλενας Ακρίτα παντρεύτηκε το διεισδυτικό βλέμμα της Αγκάθα Κρίστι κι έτσι γεννήθηκε ο Φόνος πέντε αστέρων! Ένα υπέροχο κείμενο, με λίγους πρωταγωνιστές, χωρίς περιττές σκέψεις και χωρίς σκηνές που γράφτηκαν για να γεμίσουν οι σελίδες, με κλιμακωτή αγωνία και φυσικά ανατροπές. Η συγγραφέας διάλεξε με μαεστρία τους χαρακτήρες της, ανθρώπους που ζουν στη Φιλοθέη, ανθρωπάκια που γεμίζουν τα καταγώγια του Μεταξουργείου. Αληθινοί, υπαρκτοί, γνώριμοι, όχι όμως και διάφανοι, γιατί κάποιος από αυτούς έκανε έναν φόνο.
Την εξιχνίαση αναλαμβάνει να κάνει η δημοσιογράφος Ελσινόρη-Παρασκευή Χατζή, παιδική φίλη της Σόνιας Ασλάνογλου, κόρης του θύματος: «Τη λένε Ελσινόρη Χατζή. Μη σου τύχει. Ο κύριος Κώστας και η κυρία Νατάσα, οι γονείς της, τη συνέλαβαν στο ταξίδι του μέλιτος στα σκανδιναβικά φιόρδ. Την τρίτη ημέρα συγκεκριμένα, σε ένα μικρό στενό πέρασμα, όπου μια λωρίδα νερού χωρίζει τη Δανία από τη Σουηδία, επισκέφτηκαν το κάστρο της Ελσινόρης» (σελ. 22). Η Ελσινόρη (Νόρα) και η Σόνια μεγάλωσαν μαζί και έγιναν αυτοκόλλητες, ακριβώς όπως οι πατεράδες τους, ο Θεός σχωρέστον πια Γιάννος Ασλάνογλου και ο Κώστας Χατζής, εκπεπτωκός βιοτέχνης ενδυμάτων.
Την κυρία Έλενα Ακρίτα την παρακολουθώ αρκετό καιρό, από το αγαπημένο μου «Εις θάνατον» μέχρι το ατμοσφαιρικό «Με θέα στο πέλαγο». Με διακεκριμένη ανάμειξη και σε καθημερινές σειρές που προσφέρουν πολλά περισσότερα στον τηλεθεατή από τις σημερινές, με υπέροχη γλαφυρή πένα και διορατικότητα στα χρονογραφήματά της, η κυρία Ακρίτα είναι ο Τσιφόρος της εποχής μας. Κι όμως, δεν παύει να μας εκπλήσσει, γιατί αυτό το μυαλό που έχει, άνετα μπορεί να γραφτεί για επίδομα πολυτέκνων, αφού γεννάει συνέχεια! Όταν έμαθα λοιπόν ότι γράφει αστυνομικό μυθιστόρημα, είπα ότι το έχει. Και δε με διέψευσε! Χωρίς να το κάνει ελαφρολαϊκό, χωρίς να το βαραίνει με πολύπλοκες καταστάσεις και πολλά ονόματα, έγραψε ένα συναρπαστικό κείμενο που θα ικανοποιήσει κάθε αναγνώστη.
Η ένταση και η αγωνία κλιμακώνονται από σελίδα σε σελίδα. Μαζί με την Ελσινόρη (μη σου τύχει) παρακολουθούμε τα πρόσωπα της οικογένειας Ασλάνογλου, το υπηρετικό προσωπικό, τον δικηγόρο της οικογένειας και άλλους. Η αφήγηση εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη, χωρίς όμως να κουράζει ή να προκαλεί δυσυφορία. Ο Γιάννος Ασλάνογλου είχε παντρευτεί δύο φορές, την Αμερικάνα Τζέσικα, με την οποία απέκτησε τη Σόνια και τον Νίκο (μάνα και γιος έμειναν μόνιμα στην Αμερική μετά το διαζύγιο) και τη Λίλιαν, με την οποία απέκτησαν τον Δημητράκη και το κοριτσάκι που χάθηκε δέκα χρόνια πριν, στη Στυμφαλία. Αγαπημένοι μου χαρακτήρες: η μητριά και καπάτσα Λίλιαν (Ευαγγελία), που φοράει παπούτσια Μανόλο Μπλάνκο και λατρεύει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων που διοργάνωσε ο Δημήτρης Παπανικολάου, και ο ομοφυλόφιλος Νικ, μόνο και μόνο επειδή συνέχεια ακούμε γι’ αυτόν, όμως δεν τον βλέπουμε ποτέ να βγαίνει στο προσκήνιο! Είναι τόσο καταλυτική η παρουσία του παρ’ όλ’ αυτά που τον λάτρεψα ως επιλογή, είναι ο λεγόμενος αφανής ήρωας.
Το μυθιστόρημα το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Δεν το έγραψε η συγγραφέας εκμεταλλευόμενη το όνομά της ώστε να κοροϊδέψει τον αναγνώστη (Είμαι η Ακρίτα, δε χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου, πάρτε κι ένα αστυνομικό και δοξάστε με κι άλλο)! Όχι! Είναι ένα δουλεμένο, καλογραμμένο, καλοκουρδισμένο κείμενο, πιστό στον στόχο του και τον σκοπό του, ενορχηστρωμένο από επαγγελματία άνθρωπο του λόγου και δε μένει παρά να το ξεκινήσετε! Κι όσο οι σελίδες λιγοστεύουν σαν τα πέταλα του τριανταφύλλου «Πολικός Αστέρας» που μαραίνεται, τόσο θα κρατάτε και περισσότερο την αναπνοή σας!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Το μόνο που σκέφτηκε ο πατέρας μου για να αντιμετωπίσει τη θυελλώδη κατάσταση ήταν να με στείλει σε έναν ακόμα παιδοψυχίατρο, που ό,τι δεν καταλάβαινε από πόνο και μοναξιά, το βάφτιζε «διαταραχή»...Η εξειδίκευσή του ήταν να αποκοιμίζει τις έτσι κι αλλιώς νυσταλέες συνειδήσεις των γονέων βορείων προαστίων: δεν φταίνει αυτοί, αλίμονο. Η διαταραχή φταίει» (σελ. 75).
«Ένα από τα πράγματα που είχε μάθει στο ρεπορτάζ η Ελσινόρη ήταν ότι, αν ακολουθήσεις τα ίχνη σε ένα έγκλημα, θα φτάσεις στον ένοχο. Αλλά ακολούθα τα χρήματα και τότε δεν ξέρεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις» (σελ. 208).
«Ο Παπάζογλου δεν ήταν παρά μια ξεθωριασμένη σβούρα που στριφογύριζε γύρω από τον Γιάννο Ασλάνογλου. Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος ύπαρξής του» (σελ. 217).
Πάνος Τουρλής