Ο Ηρακλής Πουαρό έρχεται αντιμέτωπος με έναν κατά συρροή δολοφόνο που σκοτώνει ανθρώπους με κοινό παρονομαστή την αλφαβητική σειρά των επιθέτων τους ενώ αφήνει πάντα στον τόπο του εγκλήματος τον οδηγό δρομολογίων τρένου ABC. Ο χρόνος είναι αμείλικτος, τα θύματα αυξάνονται, οι δολοφονίες διαπράττονται σε όλη τη χώρα και ο δαιμόνιος ντετέκτιβ προσπαθεί να βγάλει άκρη σε μια από τις πιο δύσκολες υποθέσεις της καριέρας του!
Η νέα, 13η περιπέτεια του Βέλγου ντετέκτιβ είναι απολαυστική, γεμάτη σασπένς και με νέα τεχνάσματα. Για πρώτη φορά η Agatha Christie δημιουργεί έναν serial killer, κάτι που το 1936, όταν και κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα, ήταν σχεδόν πρωτοποριακό. Δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα whodunit κεκλεισμένων των θυρών αλλά για ένα διαρκές τρέξιμο ενάντια στον χρόνο και μ’ ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό. Η αδικαιολόγητη βία και η ωμότητα τρομάζουν τον Πουαρό, τα σχεδόν αντικρουόμενα και αντιφατικά στοιχεία τον μπερδεύουν όλο και πιο πολύ («… ακόμη και το μουστάκι του κρέμασε, αφού ο κάτοχός του αμελούσε την περιποίησή του»!), ο αναγνώστης μπλέκεται όλο και περισσότερο στον φρενήρη ρυθμό της ανάγνωσης κι όταν όλα έρχονται στο φως η αλήθεια αφήνει και πάλι τους πάντες με ανοιχτό το στόμα. Επίσης έχουμε για πρώτη φορά εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, μιας και στην εξιστόρηση του Άρθουρ Χέιστινγκς παρεμβάλλεται η ζωή και η καθημερινότητα ενός σημαντικού για την εξέλιξη της υπόθεσης άντρα. Με αυτήν την περιπέτεια, δίνεται η ευκαιρία στη συγγραφέα να γράψει ξεκάθαρα την άποψή της: «Ένας δολοφόνος είναι πάντοτε τζογαδόρος. Και, όπως πολλοί τζογαδόροι, ο δολοφόνος συχνά δεν ξέρει πότε να σταματήσει. Με κάθε έγκλημα η σιγουριά που έχει για τις ικανότητές του ενισχύεται. Η αντίληψη της πραγματικότητας αλλοιώνεται» (σελ. 185).
Δεκαέξι χρόνια και δεκατρία βιβλία λοιπόν μετά την πρώτη περιπέτειά του, ο Ηρακλής Πουαρό έχει δημιουργήσει πλέον τον δικό του μύθο και η συγγραφέας δε σταματά να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη είτε με αυτοαναφορικότητες είτε με σχέδια για πλοκή επόμενων υποθέσεων. Πρώτ’ απ’ όλα, ο φίλος του ντετέκτιβ, λοχαγός Χέιστινγκς, που εμφανίζεται σε μόλις οχτώ από τα σαράντα πέντε μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον αξεπέραστο Βέλγο ντετέκτιβ, επιστρέφει και πάλι από την Αργεντινή, όπου ζει σ’ ένα ράντσο με τη γυναίκα που γνώρισε στο μυθιστόρημα «The murder on the links» (1923), σκοπεύοντας να παραμείνει για τουλάχιστον έξι μήνες, ταλαιπωρημένος κι αυτός όπως όλος ο κόσμος από την παγκόσμια ύφεση που ακολούθησε το κραχ του 1929. Με χαρά βρίσκει τον φίλο του σ’ ένα ολοκαίνουργιο διαμέρισμα, όπου κατέλυσε μετά τη συνταξιοδότησή του και μάλιστα στη συζήτησή τους αναφέρεται η αποτυχημένη προσπάθεια του τελευταίου ν’ αποσυρθεί επίσημα από το επάγγελμα και να καλλιεργήσει κολοκυθάκια, μιας και έλυσε το μυστήριο της δολοφονίας στο «The murder of Roger Ackroyd» (3ο βιβλίο στη σειρά). Παραδόξως, ο Πουαρό την επιθυμία του για τη συνταξιοδότηση και τα κολοκυθάκια την εκφράζει ήδη από τη συλλογή διηγημάτων «The labours of Hercules» (27ο βιβλίο στη σειρά!), κάτι που έχει μπερδέψει αρκετούς αναγνώστες ως προς τη σειρά έκδοσης και τη σειρά αφήγησης των περιπετειών. Τελικά, την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής: «Και θα ομολογήσω, φίλε μου, πως δε με συγκινεί διόλου η σύνταξη. Αν τα μικρά φαιά κύτταρα δεν ασκούνται, πιάνουν σκουριά» (σελ. 20).
Από κει και πέρα, ο Χέιστινγκς μαθαίνει για το πώς παραλίγο να δολοφονηθεί ο καλύτερός του φίλος (σαφής αναφορά στο «Three act tragedy», 11ο βιβλίο στη σειρά) ενώ χωρίς να το ξέρουν, κατά τη διάρκεια της πνευματώδους συζήτησής τους, διατυπώνουν την επιθυμία για «Ένα πολύ απλό έγκλημα. Ένα έγκλημα χωρίς περιπλοκές… πολύ διακριτικό» (σελ. 31) ακριβώς με τον τρόπο που θα διαπραχθεί στο μυθιστόρημα «Cards on the table» που δε θ’ αργήσει να εκδοθεί κι αυτό (15ο βιβλίο στη σειρά). Φυσικά το χιούμορ δεν απουσιάζει, ειδικά όταν ο Επιθεωρητής Τζαπ αναφέρεται στον καλό του φίλο και συνεργάτη: «Σε όλες τις σπουδαίες υποθέσεις που προκύπτουν είναι κι αυτός μπλεγμένος. Μυστήρια σε τρένα, μυστήρια στον αέρα, θάνατοι στους κύκλους της καλής κοινωνίας... όπου και να κοιτάξεις εκεί γύρω είναι κι αυτός. Από τότε που είπε ότι θα αποσυρθεί, η φήμη του πολλαπλασιάστηκε» (σελ. 27) (σαφέστατη αναφορά στα: «The mystery of the Blue Train», «Murder on the Orient Express» και «Death in the clouds» που προηγούνται). Το πιο συγκινητικό όμως είναι η διακριτική αναφορά στην «Αυλαία» με την οποία κλείνει την καριέρα του ο Πουαρό το 1975 (αν και γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, όπου η συγγραφέας φοβόταν για τη ζωή της κι ήθελε να εξασφαλίσει ένα φινάλε αντάξιο της φήμης του Βέλγου ντετέκτιβ): «-“Δε θα μου έκανε εντύπωση αν κατέληγες να ξετρυπώσεις αυτόν που θα κρύβεται πίσω από τον θάνατό σου”, είπε ο Τζαπ γελώντας καλόκαρδα. “Ωραία ιδέα αυτή. Κάποιος θα έπρεπε να γράψει ένα βιβλίο”. -“Αυτό αναγκαστικά θα πρέπει να το αναλάβει ο Χέιστινγκς”, είπε ο Πουαρό χαμογελώντας μου καλοδιάθετα» (σελ. 27).
Υπέροχο, συναρπαστικό, ρεαλιστικό, πρωτοποριακό κείμενο, με πλούσια πλοκή, ένα καλά κρυμμένο μυστήριο, μια μεγάλη ανατροπή και όπως πάντα η οξυδέρκεια και η άριστη γνώση της ανθρώπινης φύσης που κατέχει η Agatha Christie είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός δυνατού και έξυπνου αστυνομικού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε σε Αμερική και Αγγλία το 1936. Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις του μυθιστορήματος ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον τίτλο «Η υπογραφή του δολοφόνου» και σήμερα (2018) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με προλογικό σημείωμα και με νέα μετάφραση (του Χρήστου Καψάλη). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins (1993) ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.
Πάνος Τουρλής