Στην Τόρε Άλτα κάποιος εκτελεί τον διαβόητο «Αγροίκο» έξω από την πόλη κάτω από την «καστανιά του κρεμασμένου». Τι σχέση όμως έχει αυτός ο τόπος με μια οικογενειακή δολοφονία από τους Γερμανούς κατακτητές το 1944, με έναν Ιταλοαμερικανό μετανάστη κι έναν πολεμικό ανταποκριτή που στα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στο Παρίσι; Τι είναι η Υπόθεση 178 και πώς συνδέει τόσους ετερόκλητους ανθρώπους; Τι αντίκτυπο είχε η δολοφονία της οικογένειας στην Τόρε Άλτα και πώς επηρέασε τα κατοπινά γεγονότα;
Είναι δεκαπενταύγουστος και ο Τομάζο Καζαμπόνα, διευθυντής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών στη Βαλντέντσα, μια ήσυχη επαρχία της Τοσκάνης, πίστευε πως θα έκανε διακοπές με τη γυναίκα του, Φραντσέσκα, στον κόλπο της Φολόνικα αλλά ένα πτώμα βρέθηκε στα πόδια του υποδιευθυντή της Αστυνομίας που προτίμησε να ειδοποιήσει το Ανθρωποκτονιών παρά τους καραμπινιέρους «και γύρισε σπίτι του να διηγηθεί στη γυναίκα του και στους γείτονες πώς κατέστρεψε τις διακοπές κάμποσων ανθρώπων» (σελ. 23). Έτσι ο αστυνόμος μεταβαίνει στην Τόρε Άλτα να διεξαγάγει έρευνες, μόνο που σύντομα την υπόθεση την παίρνει μέσα από τα χέρια του η DIA (Διεύθυνση Ερευνών κατά της Μαφίας) κι όταν επιστρέφει στο σπίτι του η γυναίκα του δεν είναι πια εκεί. Κι όμως, ανεπίσημα, μια σειρά από γεγονότα τον κάνουν να ασχοληθεί με τη δολοφονία, ειδικά από τη στιγμή που γνωρίζει τη Γαλλίδα αστυνομικό Μονίκ Μπερνάρ και οι πορείες των δικών της ερευνών διασταυρώνονται με του Καζαμπόνα, που αποφασίζει να κάνει ένα ταξιδάκι στο Παρίσι.
Η «Υπόθεση 178» είναι άλλο ένα αξιοπρεπέστατο αστυνομικό μυθιστόρημα, απλό στην αφήγησή του και ταυτόχρονα σύνθετο. Χωρίς πολλά ονόματα ή δευτερεύουσες ιστορίες, γεμάτο όμως με ανατροπές και εκπλήξεις, καθώς και με μια ταχύτατη πλοκή που ανεβάζει ρυθμούς όσο πλησιάζουμε στο τέλος, είναι ένα βιβλίο που με απορρόφησε όπως και το πρώτο: ολοκληρωτικά. Έχει όλα εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που κερδίζουν τον αναγνώστη: προσφέρει σασπένς, γρίφους και κλιμάκωση. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο ολοζώντανους χαρακτήρες, με ρεαλιστικό παρελθόν και παρόν, με επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις που καταγράφονται με διεισδυτικότητα και εμπειρία και προσδίδουν αυθεντικότητα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Το δεύτερο μυθιστόρημα λοιπόν με τον τρυφερό και ανθρώπινο Καζαμπόνα έχει να κάνει με την ιδέα της αντεκδίκησης και με το κατά πόσο είναι θεμιτό να πάρει κανείς τον νόμο στα χέρια του, ειδικά όταν πρόκειται για εγκλήματα πολέμου. Μέσα από μια σειρά φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους δολοφονιών, που λαμβάνουν χώρα σε Γαλλία και Ιταλία και δίνουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να τα αναπαραστήσει με την αφηγηματική μέθοδο του πρωθύστερου, ζωντανεύει η φρικτή εκτέλεση μιας ιταλικής οικογένειας το 1944 από τους Γερμανούς κατακτητές και τονίζεται ο περίπλοκος μηχανισμός, κοινωνικός, οικονομικός και κυρίως διπλωματικός, με τον οποίο συμφέρει κάποιους οι θύτες να μην τιμωρηθούν. Ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ των θυμάτων αποκαλύπτεται σταδιακά και τα νοήματα που αποτυπώνονται στο πέρασμα των γεγονότων είναι έντονα και ανησυχητικά: πόση ανημπόρια, πίκρα και αδικία αισθάνεσαι όταν βλέπεις πως κάποιοι δεν τιμωρούνται, ακόμη κι αν παρέχεις αποδείξεις εκεί που πρέπει και πόσο λεπτή είναι η γραμμή που θα σε κάνει να πάρεις εσύ την εκδίκηση που ίσως να απαιτούν τα αδικοσκοτωμένα θύματα; Ομολογώ όμως πως θα ήθελα λίγη περισσότερη διείσδυση στις συνθήκες Κατοχής της γείτονος χώρας από τη Γερμανία!
«Το χώμα, οι στέγες των σπιτιών, τα κλαριά των δέντρων ήταν ποτισμένα από τη θαμπή ομίχλη. Η ζωή ανάσαινε με έναν ρυθμό αργό, γεμάτο προσμονή. Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που αισθάνεσαι εύκολα γαλήνη μέσα σου» (σελ. 13). Μια τέτοια μέρα διάλεξε ο συγγραφέας να ξεκινήσει το μυθιστόρημά του αλλά με… μια δολοφονία και πιστεύω πως είναι μια από τις ωραιότερες αρχές μυθιστορήματος, μιας και το θύμα αρνήθηκε να κοιτάξει κατάματα τους δολοφόνους του ή το αίμα που έτρεχε από το στήθος του. «Έφυγε» με το όνομα της αγαπημένης του στα χείλη. Με την ίδια αγάπη έχουν αγκαλιαστεί όλοι οι χαρακτήρες και σε αυτό το βιβλίο, από τον δολοφόνο μέχρι τον επιθεωρητή.
Ο Καζαμπόνα στην «Υπόθεση 178» γνωρίζει μια γυναίκα διαφορετική από εκείνη των «Πέντε μικρών αδικιών», τη Μονίκ Μπερνάρ, με την οποία αρχίζει ένα διακριτικό φλερτ. Και πάλι έχουμε να κάνουμε με μια υπέροχη και σωστή σκιαγράφηση συμπεριφορών και νοοτροπιών, με λογικοφανείς αντιδράσεις και τόσο ανθρώπινη στάση ζωής! Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε ο αστυνόμος την περίπτωση της Μονίκ τον ανέβασε στην εκτίμησή μου και με συγκίνησε, γιατί προέβη σε πράξεις που όλοι έχουμε στη ζωή μας κάποτε επιλέξει. Θα είναι άραγε η σταγόνα που θα ξεχειλίσει οριστικά το ποτήρι του γάμου του ή θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία; Ποιος θα κάνει πρώτος τις απαραίτητες αμοιβαίες υποχωρήσεις;
Έχουμε και νέα ψήγματα στην προσωπικότητα του αστυνόμου, δηλαδή καταγράφεται ο τρόπος με τον οποίο θα χειριστεί την εγκατάλειψή του από τη γυναίκα του και ε τον οποίο θα αντιδράσει όταν η υπόθεση θέλει λίγο ακόμη για να κλείσει αλλά με δική του παρέμβαση. Αποδύεται σ’ έναν αγώνα για να βρει και να φωτίσει την αλήθεια, κάτι που του γίνεται πάθος: «Η αλήθεια, αντίθετα, είναι αντάρτισσα. Αν τη συνηθίσεις, δεν σου φαίνεται ποτέ αρκετή. Την αναζητάς παντού, χωρίς να νοιάζεσαι πόσο μεγάλη θα είναι η οργή εκείνου που την είχε κρύψει εκεί που την ανακάλυψε. Η αγάπη για την αλήθεια… σε διδάσκει να βλέπεις πέρα από το επιτρεπτό. Δεν πρέπει, όμως, ποτέ να κάνεις κατάχρηση της αλήθειας» (σελ. 12). Και στη συνέχεια: «Μπορείς να κρύψεις την αλήθεια, να την αρνηθείς, να της δίνεις συνεχώς νέα μορφή, ανάλογα με την περίσταση, να την περιβάλλεις με άλλο περιτύλιγμα. Δεν μπορείς όμως ποτέ να την ακυρώσεις» (σελ. 162).
Σε προσωπικό επίπεδο μένει μόνος στο σπίτι του, μιας και τα παιδιά τους μεγαλώσανε και διάλεξαν τον δικό τους δρόμο: η Κιάρα είναι ψυχολόγος και ο Αλεσάντρο εργάζεται στην κοινότητα στην οποία νίκησε την εξάρτησή του από την ηρωίνη. Έχουν φύγει από το σπίτι, αφήνοντας πίσω δυο ανθρώπους που έχουν ξεχάσει πως υπήρξαν ερωτευμένοι και σύντροφοι: «Έπρεπε να βρουν καλούς λόγους για να φτιάξουν πάλι από την αρχή το ζευγάρι που υπήρξαν, να προσφέρουν στους εαυτούς τους μια νέα, διαφορετική προοπτική» (σελ. 72).
Πώς θα αντιδράσει λοιπόν ένας άνθρωπος που βασίζεται στους δύο ισχυρούς πόλους της ζωής του, την οικογένεια και τη δουλειά, και ξαφνικά τα χάνει όλα; «Η μοναξιά και η απραξία δεν του έκαναν καλό… Τον συμφιλίωναν με τις χειρότερες συνήθειές του, την υπερβολική τάση του για αυτοκαταστροφή και εκείνη τη γενική αίσθηση απαισιοδοξίας, που κυριεύει όσους έχουν αγγίξει με τα ίδια τους τα χέρια την εξαχρείωση στην οποία είναι ικανός να φτάσει ο άνθρωπος» (σελ. 75).
Είναι ευφάνταστος ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά από ανατρεπτικά γεγονότα που προχωράνε με φρενήρεις ρυθμούς την πλοκή και ταυτόχρονα σημειώνει κάποιες αλήθειες που είναι απλές στη σύλληψή τους και βαθιές στη σημασία τους: «Κάποια πράγματα συμβαίνουν μόνο το καλοκαίρι ή στις περιόδους των γιορτών. Τότε που οι άνθρωποι έχουν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για να κοιτάξουν μέσα στο άπατο πηγάδι της δυστυχίας τους. Μέχρι που πέφτουν μέσα» (σελ. 33). Ειδικά ως προς τη μοναξιά αφήνει διάχυτη μια γλυκόπικρη επίγευση: «Άλλωστε η μοναξιά βρίσκεται παντού… Δεν έχει σημασία πόσοι άνθρωποι ζουν σε αυτά τα σπίτια, κάθονται σε αυτά τα αυτοκίνητα, πίνουν σε αυτά τα μπαρ ή ταξιδεύουν με αυτά τα τρένα. Η πιο ασφυκτική μοναξιά είναι αυτή που νιώθεις όταν δεν είσαι μόνος. Δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, γιατί ο ένας γίνεται η φυλακή του άλλου. Μέσα σε ένα κλουβί καθωσπρεπισμού που σώζει τα προσχήματα» (σελ. 97).
Η «Υπόθεση 178» αφορά την προσωπική βεντέτα που ξεκινάει κάποιος όταν ένα έγκλημα πολέμου μένει ατιμώρητο και βάζει καίρια ηθικά διλήμματα στον αναγνώστη όσο του παραθέτει σαδιστικά ωμά κάποια γεγονότα και τις αναπάντεχες εξελίξεις που τα ακολουθούν. Ανθρωπιά, ενδιαφέρον, αγάπη και ειλικρίνεια διαχέονται μέσα από τις γραμμές και συγκροτούν ένα γρήγορο, ανατρεπτικό και ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα με πολλές ιδέες και νοήματα.
Πάνος Τουρλής