Βασανισμένες γυναίκες, λάθος νύφες σε λάθος γάμους. «Σκισμένα τούλια» ήταν οι γυναίκες με τους αποτυχημένους γάμους. Αυτές που πήγαν στην εκκλησία, στεφανώθηκαν δόξη και τιμή και ύστερα όλα στη ζωή τους, όλα, πήγαν κουτσά και στραβά. Κάποτε «…ήταν άνθη ολόφρεσκα και τα νιάτα τους δεν επρόκειτο να τελειώσουν ποτέ…». Αλλά και μικρότερη να είσαι, πάλι κάποιος θα βρεθεί και θα σκιστούν τα τούλια σου. «Ήταν λίγο στενόχωρο το όνειρό της, όμως εκείνη μια χαρά κουλουριαζόταν μέσα του». Πέντε από αυτές τις γυναίκες διάλεξε να μας παρουσιάσει στο νέο της μυθιστόρημα η κυρία Έλενα Ακρίτα.
Η Νένα παντρεύεται τον Φώτη. Τον αγαπάει, το κάνει όμως αυτό το βήμα ξεκάθαρα από ευγένεια, να μην τον κακοκαρδίσει. Στην πραγματικότητα, το «μαζί» που φέρνει ο γάμος την πνίγει. «Έλαμπε η Νένα με το ιβουάρ τούλινο φόρεμα. Έλαμπε ο Φώτης με το υπογλώσσιο στην κωλότσεπη» (σελ. 30). Η Νένα γνωρίζει τυχαία κι ερωτεύεται τον Οδυσσέα, χωρισμένο με παιδί. Και τώρα τι γίνεται; Προχωράμε ή όχι; Μα έχει παιδί! Μα είναι παντρεμένη! Αυτές και μυριάδες άλλες σκέψεις πελαγώνουν τη μεν, εμποδίζουν τον δε ώσπου έρχεται η μοιραία στιγμή στο ράφι με τους τοματοπελτέδες.
Η κολλητή της Νένας, Μάρω, παντρεμένη με τον Θάνο, πέφτει θύμα βιασμού κι αυτό αλλάζει άρδην τη ζωή της. Η συγγραφέας καταγράφει σωστά όλο το φάσμα: τύψεις, ενοχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, κάτι που επηρεάζει όχι μόνο το θύμα αλλά και τον ύζυγο. «Πένθος ήταν αυτό που αισθανόταν… Για να προστατευτεί από ένα παρόν που πονούσε σαν καυτό σίδερο, έτρεχε να χουχουλιάσει στο παρελθόν. Κούρνιαζε στα μικράτα της αγκαλιά με χτυπητά αβγά, χάδια, παιχνίδια, κούκλες και κυνηγητά και κόκκινες πασχαλίτσες στα μαλλάκια» (σελ. 62-63). Όλες οι διαδικασίες που απαιτούνται, όλη η ψυχολογική περιπέτεια που υφίσταται το θύμα καταγράφονται με σεβασμό και προσοχή. «Τα ταξίδια του μυαλού κάνουν τις πιο απρόβλεπτες διαδρομές» (σελ. 152). Ανατριχιαστικά ωμή η γραφή: «Τις νύχτες ξημερωνόταν αγκαλιά με το ψυγείο. Δεν απολάμβανε το φαγητό της, μονάχα τιμωρούσε το σώμα της. Έβλεπε τα κιλά να προστίθενται και χαιρόταν μέσα της. Όσο πιο πολύ πάχαινε, τόσο πιο ασφαλής αισθανόταν από τους άντρες γύρω της» (σελ. 100). Θα βρει τη δύναμη να καταθέσει εναντίον τους; Αν ναι, θα ανταπεξέλθει στη σκληρή δοκιμασία που την περιμένει; Και ο άντρας της, πώς θα συμπεριφερθεί από δω και πέρα; «Η βιτρίνα που στήνουν τα θύματα κακοποίησης ανάμεσα σε αυτά και στον υπόλοιπο κόσμο είναι από γυαλί: αναπόφευκτα θα σωριαστεί σε θρύψαλα. Για πόσο καιρό να παριστάνεις πως είσαι πιο γενναίος απ’ ό,τι είσαι; Για πόσο να λογοδοτείς στους τρίτους, για πόσο στον εαυτό σου; Πριν αλέκτορα φωνήσαι, ο φόβος σου θα σε προδώσει. Θα σε βασανίσει με αμφιβολίες κι ερωτηματικά. Έφταιγα; Δεν έφταιγα; Έφταιγε; Δεν έφταιγε; Ανθρώπινο» (σελ. 208).
Η γιαγιά της Νένας, Ιοκάστη, θα γνωρίσει στη δύση της ζωής της έναν μεγάλο έρωτα, μέσα από τον οποίο το γέλιο θα συντροφεύει το δάκρυ και η συγγραφέας θα διατυπώσει με το γνωστό της στυλ τις οικογενειακές στιγμές που έχουν πάει στην εποχή μας κατά διαόλου. «Γίνεται γονιός να ξεκρυώσει τα ίδια του τα παιδιά;». Μα τι όμορφα που εξελίσσεται η γνωριμία της με τον συνταξιούχο Γιώργο Συρίγο, τι τρυφερά που επικοινωνούν, τι γλυκά που τα βρίσκουν! Και φυσικά οι δεύτερες σκέψεις, οι ψευτο-ευπρεπισμοί, «είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, ρεζιλίκια», τι κάνουμε με το σεξ κλπ. να παραμένουν νικητές. Οι σκέψεις και οι ανασφάλειες της Ιοκάστης δείχνουν άνθρωπο ειλικρινή και μια συγγραφέα ακριβοδίκαιη. Απορίες, φόβοι, κόμπλεξ όλα στη φορά για να σχηματίσουν έναν απόλυτα ρεαλιστικό χαρακτήρα. Από την άλλη, ο Γιώργος έχει τις «φιδοφωλιές», τις δίδυμες κόρες του, να υποσκάπτουν αυτό το «κόρτε» για τους δικούς τους λόγους φυσικά: «Ένας θίασος του παραλόγου ήταν η οικογένειά του. Οι κόρες του έκαναν ότι τον νοιάζονταν, κι εκείνος έκανε ότι τις πίστευε» (σελ. 171). Θα καταφέρουν να μείνουν μαζί ο Γιώργος και η Ιοκάστη παρ’ όλες τις δυσκολίες; Τι χρειάζεται για να κάνεις το επόμενο βήμα;
Η Σολφέζ, το αφεντικό της Νένας, έχει διάσημο κομμωτήριο στο Κολωνάκι και μεγάλη ουρά πελατών, χάρη στην επιδεξιότητά της στους κότσους και όχι μόνο. Η Μιράντα διέπρεψε στο λαϊκό τραγούδι και τώρα έχει αποσυρθεί. Οι δυο τους είναι ζευγάρι, διακριτικό, ήσυχο, δεμένο, χωρίς φιοριτούρες και τυμπανοκρουσίες. Πόσο γλυκά και εξίσου διακριτικά τις καταγράφει η Έλενα Ακρίτα! Ζουν κι αυτές φυσικά τις περιπέτειές τους, που μου έφεραν δάκρυ μα και χαρά, ατσαλώνονται, ενώνονται, παλεύουν.
Η κυρία Έλενα Ακρίτα στρέφει τη ματιά της στα «σκισμένα τούλια» της σημερινής κοινωνίας, μεγάλες κυρίες που δεν το βάζουν και κάτω και ζουν την κάθε τους μέρα χωριστά με ένταση και δύναμη αλλά και μικρές κοπέλες που μπαίνουν σε δυσβάσταχτα για την ηλικία τους διλήμματα και προβλήματα. Ένας συναρπαστικός μικρόκοσμος ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου, με ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές και σημαντικούς δεύτερους ρόλους να ενορχηστρώνουν ένα φροντισμένο μυθιστόρημα. Καταιγιστική δράση, απανωτές ανατροπές, δηλητηριώδεις ατάκες, δωρικοί διάλογοι συγκροτούν ένα μυθιστόρημα που αντικαθρεφτίζει ένα σημαντικό μέρος της εποχής και της κοινωνίας μας.
Τα θέματα που διαπραγματεύεται είναι σοβαρά και ζόρικα, εξ ου και το χιούμορ είναι διακριτικό και μαζεμένο. Σε άλλα βιβλία της η κυρία Ακρίτα δε με άφηνε να ηρεμήσω από τα γέλια, με τα υπονοούμενα και τον σαρκασμό να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από την αφήγηση. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με τη μοναξιά και την κατάθλιψη, τον βιασμό και το «τι θα πει ο κόσμος», ζητήματα που θέλουν ένα γελαστό χειλάκι, υπάρχει ο φόβος όμως να θεωρηθεί πως το θέμα γίνεται αντικείμενο σαρκασμού και χλεύης. Έτσι λοιπόν η έμπειρη συγγραφέας εξισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ, τη λύπη και τη χαρά, τις δυσκολίες και τις επιτυχίες, διώχνοντας μακριά εύκολες και φθηνές λύσεις. Αγαπά τους χαρακτήρες της, σέβεται τους αναγνώστες της και γνωρίζει τις δυνατότητές της. Το γέλιο εμφανίζεται εκεί που πρέπει και για όσο πρέπει, οι προβληματισμοί που δημιουργούνται από τα γεγονότα με έβαλαν σε σκέψεις, με έκαναν να αναλογιστώ πάνω σε καίρια θέματα της γυναικείας και όχι μόνο νοοτροπίας, μιας και η μοναξιά, ο φόβος του «τι θα πει ο κόσμος», η ελπίδα για ένα νέο μέλλον, τα προβλήματα σ’ έναν γάμο, τα «θέλω» που κοντράρονται με τα «πρέπει» τα έχουμε όλοι μας κάθε μέρα.
Στο κείμενο ζωντανεύουν απλές καταστάσεις, καθημερινές, με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις που ακροβατούν ανάμεσα στη διακριτική ειρωνεία και την τραγικότητα: «Ευκαιρία λοιπόν να περάσει ευχάριστα η ώρα με εκείνα τα θεσπέσια ξένα βάσανα που μας ψυχαγωγούν χωρίς να μας αφορούν» (σελ. 218). Ή το αγαπημένο μου: «-Πού την έβαλες τη φανέλα την μπλε; -Ούτε που την άγγιξα τη φανέλα την μπλε. -Δεν είναι στο συρτάρι. -Πολύ λυπάμαι που το μαθαίνω» (σελ. 274). Μια καθημερινή μέρα στη θάλασσα: «Εκείνη περίπου την ώρα επέλαυναν τα στίφη των κολυμβητών με παιδιά, κεφτέδες, μπρατσάκια, μπαλάκια, ρακέτες, πετσέτες και όλο το κάτουρο που είχαν μαζέψει από το σπίτι. Λες και κρατιόνταν μέχρι να μπουν στη θάλασσα και να το αμολήσουν στους κρυστάλλινους καθρέφτες της» (σελ. 49). Μια καθημερινή μέρα στο γραφείο: «Κι εκείνα τα καημένα δεν μιλούσαν, μη χάσουν αυτό το πουρμπουάρ που ονόμαζαν μισθό, αυτό το τίποτα, που όμως ήταν το μόνο έσοδο της οικογένειάς τους» (σελ. 116). Πόσο σκληρή η πραγματικότητα: «Υπερωρίες απλήρωτες και πού να τολμήσει να διαμαρτυρηθεί; Για καθέναν που σηκώνει κεφάλι, εκατό περιμένουν στην ουρά για να προσληφθούν» (σελ. 151). Κι αναπάντεχοι λυρισμοί, μεταφορές, καλολογικά στοιχεία, όλα καλοδουλεμένα και ευπρόσδεκτα: «Και τους έκανε μια μέρα… μα μια μέρα ωραιότατη, μια λιακάδα πέρα ως πέρα. Μόνο ένα μικροσκοπικό σύννεφο ξεμύτισε απ’ τον ουρανό αλλά, όταν είδε πως ήταν ολομόναχο, ντράπηκε και ξανακρύφτηκε» (σελ. 126). Και παρακάτω: «Ένα ψιλόβροχο που το καημένο βαριόταν τη ζωή του βρήκε τις τρεις γυναίκες να συνομιλούν…» (σελ. 242).
Το τέλος των ιστοριών δε μου άρεσε που έκλεισε την εποχή του κορονοϊού, παρ’ όλο που η κατάσταση αυτή βοήθησε αναπάντεχα μία από αυτές. Ένιωσα πως όλα ολοκληρώθηκαν γρήγορα και βιαστικά, επομένως είτε δεν ήθελα να τους αποχωριστώ τόσο σύντομα είτε η συγγραφέας τους αγάπησε πολύ και ήθελε μόνο το καλύτερο για όλους τους. Καθ’ όλη την πορεία της ανάγνωσης, οι εκπλήξεις ήταν απανωτές, εμφανίζονταν χαρακτήρες που κούμπωναν σχεδόν αμέσως στην πλοκή, δεν ήξερα τι θα συμβεί παρακάτω και πού θα πάει η ιστορία, φτάνοντας όμως στο τέλος όλα τακτοποιήθηκαν μια χαρά και σχεδόν αναμενόμενα. Δεν απογοητεύτηκα όμως, γιατί πέρασα καλά, μπήκα σε σκέψεις, γέλασα και γενικά προσπάθησα να ξαναράψω έστω κι ένα εκατοστό από το σκισμένο τούλι αυτών των γυναικών.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ξέρεις τι είναι να μετράς χρόνια και να τα βγάζεις λειψά; Λειψά από αγάπη, από χάδια και φιλιά, λειψά από οικογένεια. Ξέρεις τι είναι να περνούν από μπροστά σου χωρίς έναν σύντροφο να τα μοιραστείτε και να γεράσετε στο ίδιο μαξιλάρι;» (σελ. 325).
«Πόσος καιρός τους έμενε, αλήθεια; Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν κι ούτε ήθελαν να ξέρουν. Όσα είναι, ρε παιδί μου. Όσα αύριο τους χαριστούν. Μπορεί στο τέλος της κοινής πορείας τους να τους περίμεναν ώρες δύσκολες με πόνους και αρρώστιες και θανατικά. Όμως τώρα είχαν σύμμαχο το τώρα. Το σήμερα και το κάθε σήμερα» (σελ. 367-368).
Πάνος Τουρλής