
Η γνωστή, γνώριμη γραφή του Ξανθούλη που σε άλλους αρέσει και σε άλλους όχι. Σε ένα τελείως κουλό οικογενειακό σπίτι, όπου η μάνα αυτοκτόνησε πηδώντας στον ασβέστη, ο αδερφός του αφηγητή κι η σύντροφός του Ροδόπη (το θέτω κομψά) κάνουν έρωτα καθημερινώς και θορυβωδώς, η θεία Αλκιβιάδα μεγαλώνει το στερνοπούλι της οικογένειας, ο θείος Μπατίστας, γνωστός σε όλη την οικογένεια ότι του αρέσουν \"τα ξυνά\", ερωτοτροπεί με την άλλη πλευρά της πόλης και πέφτει θύμα των ερωτικών του προτιμήσεων (βρέθηκε κυριολεκτικά σφαγμένος) και μέσα σε όλα αυτά έχουμε και την Ντάλια Βεντάλια και τον μαύρο της μινιόν πάνθηρα Ντε Γκωλ (στην ουσία ένα μαύρο ψωρόγατο). Και η κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική Ελλάδα δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον αφηγητή.
Ο φίλος του ο Θοδωρής είναι το αποκούμπι του και σε αυτόν εκμυστηρεύεται αισθήματα, όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, μαζί σκέφτονται, μαζί κολυμπάνε, μαζί επιστρέφουν το φθινόπωρο στο σχολείο. Και το καλοκαίρι χάθηκε στο χειμώνα, όπως η ζωή χάνεται μες στην αιωνιότητα και μας μένει ο λόγος για να διασώζουμε ό,τι πολύτιμο φυλάττουμε στο σεντούκι των αναμνήσεών μας.
Αναμνήσεις ξανά λοιπόν, μια ελάχιστη δόση έρωτα μεταξύ των αδερφών, πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο, ομοφυλοφυλία, γενικά ό,τι συντηρεί τον κόσμο του Ξανθούλη σε ένα από τα πρώτα του κείμενα που ακροβατεί περίτεχνα ανάμεσα στα βιβλία που μου άρεσαν και σε αυτά που δε μου άρεσαν.
Πάνος Τουρλής