«Αν αφήσεις μια πόρτα ανοιχτή μια σταλιά, τους ψιθύρους θ’ ακούσεις μέσα στη σιγαλιά»! Ο Τομ Κένεντι μετακομίζει στο Φέδερμπανκ με τον γιο του, Τζέικ, μετά τον θάνατο της γυναίκας του για να κάνουν μια νέα αρχή. Σύντομα όμως διαπιστώνει πως στην πόλη επέστρεψε ο εφιάλτης του Ψιθυριστή, του ανθρώπου που είχε απαγάγει και σκοτώσει πέντε παιδιά πριν από είκοσι χρόνια και πλέον εκτίει την ποινή του. Ποιος λοιπόν πήρε τη θέση του τώρα και γιατί; Ποιοι επισκέπτονται τον δράστη των πρώτων φόνων και τι αποσκοπούν απ’ αυτό;
Ο Επιθεωρητής Πιτ Γουίλις, που αναλαμβάνει την υπόθεση, παίρνει πολύ προσωπικά τις έρευνες, μιας κι έχει αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν. Ποιος είναι ο μυστηριώδης άντρας που θέλησε ν’ ανοίξει το γκαράζ του Τομ και γιατί; Πόσο ασφαλής είναι άραγε η νέα κωμόπολη; Ποιο είναι το μυστικό του σπιτιού που διάλεξαν (τυχαία; ) πατέρας και γιος; Ποια είναι η φανταστική φίλη του Τζέικ και πώς θα βοηθήσει στην υπόθεση;
Το μυθιστόρημα είναι ένα καλό ντεμπούτο, γεμάτο ανατριχίλες αλλά και κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις γύρω από τους χαρακτήρες που ζουν και μεγαλώνουν στο Φέδερμπανκ. Το σασπένς εναλλάσσεται με την ενδοσκόπηση και η ένταση με την ανάλυση. Εκεί που ψάχνεις για το χαμένο παιδί, ο συγγραφέας μπαίνει στη θέση κυρίως του αστυνομικού Γουίλις, του Ψιθυριστή ή του Τομ Κένεντι, ώστε, με αφορμή ένα συγκεκριμένο περιστατικό, να εμπλουτίσει τη ζωή τους πριν και κατά τη διάρκεια της παροντικής αφήγησης και να συγκροτήσει ολοκληρωμένες και σωστά ψυχολογημένες προσωπικότητες. Αυτό δε γίνεται με βαρετό τρόπο αλλά εμπεριστατωμένα, αν και πλειστάκις πλάτειαζε χωρίς λόγο. Πράγματι, το μυθιστόρημα αφορά βασικά τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πατέρα και γιο, κυρίως μέσα από τραγικά γεγονότα που αποτέλεσαν σημεία καμπής ανάμεσά τους και γι’ αυτό έχουμε ένα ωραίο δίπολο: τον γεμάτο φόβο ότι απέτυχε Τομ Κένεντι, που πασχίζει μάταια να επικοινωνήσει σωστά με τον γιο του, και τον Πιτ Γουίλις που πασχίζει να αποδείξει στον νεκρό πια πατέρα του ότι δεν είναι αποτυχημένος, ότι τα κατάφερε στη ζωή του, ακόμη κι αν η μεγαλύτερή του υπόθεση εδώ και είκοσι χρόνια παραμένει με κάποιες ασάφειες.
Ειδικότερα η προσωπικότητα του Γουίλις ίσως αναλύεται λίγο παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε, χαλαρώνοντας εντελώς τον σφικτό ιστό που απαιτείται για την εξιχνίαση μιας υπόθεσης μυστηρίου. Είναι ένας άνθρωπος με προβλήματα, σε φάση απεξάρτησης από το ποτό, ζει και μια μεγάλη ανατροπή κατά την πορεία των ερευνών, όμως πόσες φορές θα μείνει μόνος με το μπουκάλι και τη φωτογραφία της γυναίκας του; Πόσες φορές θα αναλυθούν η σκέψη του, οι φοβίες του, οι ανασφάλειές του και μάλιστα σε αρκετά μεγάλη έκταση, εις βάρος της δράσης από την κυρίως πλοκή (και δεν αναφέρομαι στο αστυνομικό αλλά και στο κοινωνιολογικό κομμάτι της); Σταδιακά ανακαλύπτουμε πως το φάντασμα της απαξίωσης του πατέρα του τον επηρέασε στην προσωπική του ζωή, αφήνοντας στον αναγνώστη ένα διακριτικό ερώτημα που απαντάται σε απρόσμενη στιγμή, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη τραγική βαρύτητα στην εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Επιθεωρητής λοιπόν, 56 ετών, είχε ζήσει πριν είκοσι χρόνια τη φρίκη της δράσης του «Ψιθυριστή» Φρανκ Κάρτερ, που είχε απαγάγει και δολοφονήσει πέντε παιδιά, και τώρα που εξαφανίζεται πάλι ένα παιδί προσπαθεί ν’ αποφύγει την ανάμιξή του, μιας και το μοτίβο είναι το ίδιο με του ανθρώπου που αποδεδειγμένα είναι στη φυλακή. Τελικά, ο Επιθεωρητής Κόλιν Λάιονς ζητά τη βοήθειά του, ακριβώς γιατί είχε αναμιχθεί στην προηγούμενη υπόθεση κι έτσι συνεργάζεται με την επιθεωρήτρια Αμάντα Μπεκ. Με κάποια ερωτηματικά στην υπόθεση αναπάντητα, που μόνο τον επιθεωρητή ταλανίζουν, ο Γουίλις επισκέπτεται τακτικά τον Κάρτερ, κάτι που στοιχίζει στον αστυνομικό νύχτες αϋπνίας και ποτού: «Κάθε συνάντησή του με αυτόν τον άνθρωπο κατέστρεφε λίγο ακόμα τον Πιτ» (σελ. 56).
Από την άλλη, έχουμε τον Τομ Κένεντι, που αγωνίζεται να βρει τον σωστό κώδικα επικοινωνίας με ένα ιδιαίτερο και χαρισματικό αλλά εσωστρεφές παιδί που συν τοις άλλοις είχε βρει τη μητέρα του νεκρή κι αυτός ο εφιάλτης στοιχειώνει ακόμη τα βράδια του. Προτιμάει να τελειώσει μια ζωγραφιά παρά να βγει να παίξει με παιδιά. Δυσκολεύεται να εξωτερικεύσει τα αισθήματά του, αν κι έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, με αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις, παρατηρητικότητα, άποψη. Δε μου άρεσε καθόλου το γεγονός πως η φανταστική του φίλη και το «αγόρι στο υπόγειο» με παρέπεμπαν σε ταινία με ατάκα-θρύλο «I see dead people», ίσως γι’ αυτό και η επεξήγηση που δόθηκε ήταν κάπως μουδιασμένη και προσπαθούσε να κολλήσεις την πραγματικότητα.
Σε πρωτοπρόσωπη λοιπόν αφήγηση ξεδιπλώνονται οι απόψεις του Τομ, ενός πατέρα που καλείται να μεγαλώσει ένα παιδί και να επουλώσει τις πληγές του, τη στιγμή που δεν έχει προλάβει να κάνει το ίδιο για τον εαυτό του: «Αισθανόμουν ότι δεν είχε απομείνει αρκετό μέρος του εαυτού μου για να γεμίζω όλες εκείνες τις ώρες και… η αλήθεια ήταν ότι μερικές φορές είχα ανάγκη να περνώ κάποιο χρόνο μόνος μου. Για να ξεχνώ το χάσμα ανάμεσά μας. Για να αγνοώ την ολοένα μεγαλύτερη ανικανότητά μου να τα βγάζω πέρα. Για να μπορώ να καταρρέω και να κλαίω για λίγο…» (σελ. 310). Είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να χειρίζεται σωστά την ψυχολογία του γιου του και εύκολα η απογοήτευσή του αυτή γίνεται θυμός. «Πολλές φορές ο Τζέικ έμοιαζε με πρόβλημα που δεν μπορούσα να λύσω και μισούσα τον εαυτό μου που ήμουν τόσο άχρηστος και αποτελεσματικός. Ταυτόχρονα, ήμουν χολωμένος και μαζί του, που δεν έκανε το παραμικρό για να με βοηθήσει» (σελ. 40).
Η περιπέτεια που θ’ αντιμετωπίσει, με την επανεμφάνιση του Ψιθυριστή στην πόλη όπου κατέφυγαν για μια νέα αρχή, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον εαυτό του και θα του δείξει από μόνη της ως πού μπορεί να φτάσει για το παιδί και πόσο πραγματικά καλός, σωστός και έντιμος πατέρας υπήρξε. Οι φράσεις «…θα μέναμε και πάλι οι δυο μας. Μόνοι. Χωρίς να είναι κανένας από τους δυο μας ικανός να ζήσει με τον άλλον» (σελ. 161) είναι μια ηττοπαθής παραδοχή και όχι μια ανεπιθύμητη συγκατοίκηση ενώ στη συνέχεια έχουμε μια ξεκάθαρη παραίτηση: «…τον καληνύχτισα με την ελπίδα ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα το πρωί. Λες και συμβαίνει αυτό ποτέ. Η αυριανή μέρα είναι πάντα μια καινούργια μέρα αλλά δεν υπάρχει ποτέ λόγος να πιστεύουμε ότι θα είναι καλύτερη» (σελ. 150). Κι όμως μέσα από τα γεγονότα ο συγγραφέας, που τα τελειώνει μ’ έναν τρυφερό και αναπάντεχο τρόπο, δείχνει πόσο δυνατή είναι κατ’ ουσίαν η σχέση μεταξύ γονιών και παιδιών, πόσο τρωτή και δύσκολη όμως ταυτόχρονα γοητευτική και απαραίτητη, αρκεί να δίνεις τα κατάλληλα εφόδια με όσο καλύτερο τρόπο γίνεται.
Μέσα από το μυθιστόρημα ξεπηδάνε κάποιες σωστές και καίριες παρατηρήσεις πάνω στις ανθρώπινες γενικότερα και οικογενειακές ειδικότερα σχέσεις. Οι λέξεις που περιγράφουν τις συνθήκες ανατροφής του πρώτου θύματος, ενός παιδιού διαζευγμένων γονιών, είναι παγωμένες: «Ο καθένας από τους δυο τους έβρισκε τη ζωή σημαντικά πιο εύκολη όταν ο μικρός ήταν στο σπίτι του άλλου γονιού και έβρισκαν πολύ κοπιαστική την προσπάθεια να περνάει καλά όταν ήταν μαζί τους» (σελ. 17). Προσέξτε πόσο καλά μπαίνουμε στην ψυχολογία ενός παιδιού που νιώθει παραμελημένο και αγνοημένο: «Αυτή η τυχαία καταστροφή ήταν λίγο-πολύ σαν τη συσσωρευόμενη επιθετικότητα που έδειχνε το παιδί στο σχολείο. Ήταν μια απόπειρα να κάνει κάτι που θα είχε κάποιον αντίκτυπο σ’ έναν κόσμο που έμοιαζε να αδιαφορεί για την ύπαρξή του. Πήγαζε από την επιθυμία του να τον δουν. Να τον προσέξουν. Να τον αγαπήσουν. Αυτό ακριβώς ήθελε κάθε παιδί κατά βάθος» (σελ. 18).
Το αστυνομικό κομμάτι της υπόθεσης αγωνίζεται ν’ αποκτήσει ίσο χώρο με το κοινωνιολογικό και κερδίζει αρκετά εύσημα, μιας και έχουμε ανατροπές και αποκαλύψεις αρκετά ικανοποιητικές. Η ταυτότητα του δολοφόνου είναι ορθά τεκμηριωμένη, τα στοιχεία που ίσως οδηγήσουν στην αποκάλυψη εμφανίζονται για ελάχιστες γραμμές, κρυμμένα πίσω από την κυρίως αφήγηση, κάτι που δείχνει πως ο συγγραφέας ξέρει να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη, οι στιγμές που ο Τζέικ μιλάει με τη φανταστική του φίλη και κυρίως η σκηνή όπου ο Τομ ανακαλύπτει κάποιον στην πόρτα την ώρα που ο γιος του, γητεμένος, πάει να την ανοίξει, ήταν απόλυτα ανατριχιαστικές και ρεαλιστικές. Οι διαδικασίες εξιχνίασης, οι έρευνες που απαιτούνται για τον εντοπισμό του νέου θύματος, τα κομμάτια του παζλ που μπαίνουν στη σωστή θέση μόνο όταν το θελήσει ο συγγραφέας δείχνουν ένα ταλέντο που ξέρει να χειρίζεται σωστά την ένταση και την αγωνία και να δουλέψει καλά μια ιστορία σχετικά απλή κατά βάση αλλά με πολλούς υπόπτους. Το φινάλε είχε δυνατές σκηνές δράσης και μια ολοκλήρωση που μου έφερε περισσότερες ανατριχίλες κι απ’ τα λόγια του Ψιθυριστή!
«Ο Ψιθυριστής» λοιπόν είναι ένα μετέωρο βήμα ανάμεσα στο κοινωνικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα ξεκάθαρο πείραμα του συγγραφέα με τον εαυτό του ως προς το τι μπορεί να προσφέρει. Οι καταιγιστικές σκηνές του αστυνομικού μέρους είναι καλές, σωστές και ρεαλιστικές, οι ενδελεχείς του κοινωνιολογικού απόλυτα αληθοφανείς, καίριες και καλά μελετημένες. Πιστεύω ακράδαντα στο ταλέντο του Alex North, αρκεί να κατασταλάξει στο είδος του μυθιστορήματος που τον εκφράζει περισσότερο. Πάντως, ό,τι κι αν κάνει, σίγουρα θα διαπρέψει!
Πάνος Τουρλής