Ο Κοσμάς επιστρέφει στην «παντέρμη Κρήτη» μετά από πολλά χρόνια αγκαλιά με τη γυναίκα του, την εβραία Νοεμή που του έσωσε τη ζωή. Είμαστε αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και το νησί είναι όλο χαλάσματα. Όσα βλέπει, συναντάει, βιώνει και ακούει στο νησί τού ξυπνάνε έναν πρωτόφαντο πόθο να κάνει κάτι για τον κόσμο που συνεχίζει να καίγεται κι έτσι ταξιδεύει στο Λονδίνο, αφήνοντας τη γυναίκα του ουσιαστικά μόνη να ξορκίζει τους εφιάλτες και τα φαντάσματα που έζησε στο Νταχάου.
Το ανέκδοτο ως τώρα μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι γεμάτο ολοζώντανους χαρακτήρες, ενδιαφέροντα γεγονότα και συναρπαστικές αλληλοεπιδράσεις ενώ έντονο αντιπολεμικό κλίμα ποτίζει κάθε του σελίδα. Χωρίζεται σε τρία μέρη, με το πρώτο να είναι ο νόστος του Κοσμά στην πατρίδα του λίγες μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, οπότε και βιώνουμε από κοντά τις συνθήκες ζωής των ερημωμένων και κατεστραμμένων από τους Γερμανούς χωριών με σκηνές που δύσκολα θα ξεχάσω (γέροι και γριές αλλά και κοπέλες μισοτρελαμένες και απελπισμένες, κάποιες με βυζαρούδια στο στήθος ζουν σε χαλάσματα και σε σπηλιές, ποιος θα τους φέρει λάδι για το καντήλι και αλεύρι για το ψωμί; ), με το δεύτερο να είναι το ταξίδι του Κοσμά στην Αγγλία, παρακινημένου από την κραυγή του κόσμου να μην ξαναγίνει πόλεμος οπότε νιώθει πως πρέπει να κάνει κάτι κι αυτός και στο τελευταίο να έρχεται ένα αναπάντεχο και ίσως λυτρωτικό τέλος. Το μυθιστόρημα δεν είναι δύσκολο να διαβαστεί από τον σημερινό αναγνώστη κι ας υπάρχει αυτή η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, ένας θησαυρός λέξεων που δημιουργούν από μόνες τους εικόνες, πόσο μάλλον όταν συνταιριαστούν σε προτάσεις. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος της κάθε σελίδας και τα περιστατικά που βιώνουμε βοηθάνε τον λόγο να ρέει σα νερό και να φέρνει στο φως αποτρόπαιες συνθήκες ζωής, εκπληκτικές σκηνές και ιστορικά γεγονότα από την Κρήτη του παρελθόντος είτε της Κατοχής είτε των επαναστάσεων μεταξύ 1866 και τελών του 19ου αιώνα. Ο Κοσμάς φέρνει τη γυναίκα του, φορτωμένη συναισθηματικά και ψυχολογικά, σ’ έναν τόπο που θα τη γαληνέψει κι ας τη δυσκολεύει η νύφη της με τη συμπεριφορά της και η πεθερά της με την αμηχανία της. Η συναναστροφή του Κοσμά με τους συντοπίτες του, οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις που θα κάνει και η κατάσταση ερήμωσης στο νησί θα τον οδηγήσουν σε μοιραίες αποφάσεις που θα αναπτυχθούν στο δεύτερο μέρος κι εκεί ο συγγραφέας θα απλώσει σε όλο τους το μεγαλείο τη σκέψη του, τη νοοτροπία του, τις αντιλήψεις του, τις απόψεις του, τους προβληματισμούς του μειώνοντας τη δράση, είμαι σίγουρος όμως πως ο αναγνώστης θα καταφέρει να ακολουθήσει ως το τέλος, έχοντας ήδη έρθει σ’ επαφή με τον κόσμο που χτίζει ο σημαντικός αυτός συγγραφέας.
Έχει περάσει καιρός απ’ όταν διάβασα τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη και χάρηκα πολύ που με αφορμή το αδημοσίευτο αυτό κείμενο τον ξανασυνάντησα και συστήθηκα με χαρακτήρες γεμάτους ενάργεια και διεισδυτικά ψυχογραφήματα. Ο «γέρος», ο κύρης του Κοσμά, ο καπετάν Μιχάλης, είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτερωθεί η Κρήτη. «Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε» (σελ. 32). . Σπέρνει τον τρόμο: «Έτσι ήταν πάντα του. Άγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή» (σελ. 32). Μίσησε τον γιο του που παντρεύτηκε εβραία. Πόσο δυνατή και ρεαλιστική ήταν η σκηνή του θανάτου του με τις φωνές του, τον ρόγχο του, τα σίδερα του κρεβατιού που λύγισε, θυμωμένος που πέθαινε! Στο άλλο άκρο, η γυναίκα του, Χρυσούλα, μια άγια γυναίκα, που δεν ξέρει πώς να φερθεί στη νύφη της ενώ το πνεύμα του «γέρου» υποτίθεται πως στοιχειώνει ακόμη τις κάμαρες. Η Μαρία, η μικρότερη αδελφή του Κοσμά, «μαραμένη, στριμμένη, με μια μαύρη κορδέλα στο λαιμό για να κρύβει τις ζάρες.», που «ο γέρος» την κλείδωσε μες στο σπίτι για χρόνια, δημιουργώντας της σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, ζηλεύει και μισεί τη Νοεμή γιατί είναι πιο νέα, πιο όμορφη και της πήρε και τον αδερφό της, «νιώθει μιαν οβραΐλα τόσο δυνατή στον αγέρα που.. έκανε εμετό» (σελ. 58).
Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι; Σχεδιασμένο υποδειγματικά. Η Νοεμή, «ζεστό λιανοκόκαλο κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους» (σελ. 34), φοβάται στον καινούργιο τόπο: «-Βαριές ψυχές είναι τούτες, ζόρικοι άντρες οι Κρητικοί, σα να μπαίνω σε ζούγκλα» (σελ. 36). Βαφτίστηκε χριστιανή, πήρε το όνομα της πεθεράς της, Χρυσούλα. Γεννήθηκε στην Πολωνία, «σε μια μαύρη πολιτεία, με φάμπρικες» (σελ. 41). Βοήθησε τον Κοσμά σε πολλά: «Άνοιξε το μυαλό μου και την καρδιά μου, μ’ έμαθε ν’ αγαπώ ξένες ράτσες που μισούσα, να καταλαβαίνω ξένες ιδέες που πολεμούσα, να νιώσω πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια ρίζα» (σελ. 41). Βίωσε όλες τις κακουχίες των Εβραίων, δραπέτευσε από το Νταχάου, περιπλανήθηκε ώσπου να συναντηθεί τυχαία με τον Κοσμά και τα ψυχολογικά της τραύματα από τις κακουχίες είναι βαριά: «Τούτη η μικρή κοπέλα είχε στερνιάσει μέσα της όλο τον πόνο του κόσμου. Ένα ένα, τα λόγια της ξεσκέπαζαν τη φρίκη, την ατιμία, την ντροπή, την παραφροσύνη του κόσμου» (σελ. 49). Από την άλλη, ο Κοσμάς πολέμησε όπως όλοι, χωρίς να βρίσκεται στη Μάχη της Κρήτης αφού έμενε από καιρό στην Αθήνα: «περιπλέχτηκε στο αιματηρό παιχνίδι…Άνοιξαν μέσα του οι καταπαχτές και ξεπεταχτήκαν οι παμπάλαιοι πρόγονοι, ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο» (σελ. 36). Επέστρεψε σε μια πολιτεία που είχε γεράσει: «θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο» (σελ. 42). Η λαίλαπα του δεύτερου του θύμισε τη φρίκη του πρώτου πολέμου: «…ο ρυθμός της γης είχε αγριέψει, όλοι οι έφηβοι του κόσμου ήταν ανήσυχοι» (σελ. 44). Χρόνια πολεμάει να μετουσιώσει μέσα του το πατρικό σκοτάδι και να το κάνει φως και ταυτόχρονα να δώσει δύναμη στην άνεργη γλύκα της μάνας. Αγαπάει τη γυναίκα του, την ποθεί: «-Έλα να κάμουμε το Χάρο να σκάσει» (σελ. 52)! Πόσο παραστατικά και έντεχνα αποδίδεται η εγκατάλειψη των εφηβικών ονείρων και ελπίδων από τη ρουτίνα της έγγαμης καθημερινότητας, τι όμορφες λέξεις, πόσα νοήματα: «…τώρα μπερδεύτηκαν σε γυναίκες, σε παιδιά, σ’ έγνοιες του ψωμιού κι η εφηβική αρμάδα είχε βουλιάξει μέσα στη σκάφη του σπιτιού τους» (σελ. 53). Πήγε στην Αίγυπτο να γίνει αεροπόρος, πολέμησε, κατέφυγε στο γράψιμο μα όσα βίωσε στην πατρίδα του την Κρήτη του άλλαξαν γνώμη: «Ζούμε μιαν εποχή δύσκολη, δύσκολο και το χρέος σήμερα του ανθρώπου. Δε χωράει πια η ψυχή μας στο λόγο, ήρθε η στιγμή ο λόγος να γίνει πράξη» (σελ. 99). Τώρα που πέθανε «ο γέρος» είναι πια αργά, ο Κοσμάς όμως, όσο νιώθει τον κύρη του στα σωθικά του, ξέρει πως δε θα πεθάνει στην πραγματικότητα ποτέ. Τα ονόματα Κοσμάς και καπετάν Μιχάλης θυμίζουν ονομαστικά τους ήρωες του μυθιστορήματος «Καπετάν Μιχάλης» του ίδιου συγγραφέα που το έγραψε περίπου δέκα χρόνια μετά τον «Ανήφορο», ίσως γι’ αυτό και το παρόν βιβλίο έμεινε ανέκδοτο, αφού κάποιες σελίδες του πέρασαν στον «Καπετάν Μιχάλη» ενώ στο κλείσιμο του βιβλίου ο Κοσμάς γράφει την «Ασκητική» ως απόρροια των βιωμάτων του, ένα κείμενο που όμως δημοσιεύτηκε αυτοτελώς.
Πρόκειται για ένα καθαρά αντιπολεμικό μυθιστόρημα: «Μωρέ κι όλη η Γερμανία να ξεπατωθεί, το αχ! της Κρήτης δε σβήνει» (σελ. 35)! Και στη συνέχεια: «…όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου» (σελ. 72)! Ακόμη: «Κι ακόμα πιο πέρα τον κόσμο όλο που πονούσε και σπαρτάριζε στα νύχια του κακού, είχαν ξαπολυθεί η απληστία, η απιστία, το μίσος κι οι λαοί πεινούσαν, κρύωναν, είχαν κουραστεί, δεν ήθελαν πια σκοτωμούς…απάνω τους φυσούσε ένας άνεμος παραφροσύνης και συμφοράς… Δεν υπάρχει λοιπόν… ένας λόγος απλός, καλός, που να φέρει την αγάπη» (σελ. 113); Ο συγγραφέας εκφράζει το παράπονό του: «Στη σημερινή κρίσιμη ιστορική στιγμή, όπου οι δυο κόσμοι πάνοπλοι συγκρούουνται με τόση μοιραία αναγκαιότητα, το να ‘σαι λεύτερος θεωρείται ύποπτο κι επικίντυνο» (σελ. 124). Και τελικά: «Η Επιστήμη, που τόσες ελπίδες στήριξε απάνω της ο κακομοίρης ο άνθρωπος -να μας λυτρώσει από τη φτώχεια, από την αμάθεια κι από το χτήνος και ν’ απαντήσει στα εναγώνια ψυχικά μας ρωτήματα- κατάντησε το πιο τρομαχτικό κι ανήθικο όπλο μιας νέας βαρβαρότητας, της πιο φριχτής, της επιστημονικής…βλέπουμε…την ηθική χρεοκοπία της… είδαμε πως είναι δυνατό να γίνει τούτο το αποτρόπαιο: όσο περισσότερο η Επιστήμη προχωράει, τόσο να πισωδρομάει και να φτάνει σε πρωτόγονη κτηνωδία η ηθική εξαθλίωση του ανθρώπου» (σελ. 124). Θαυμάζω το σημείο όπου είχε φτάσει ο ψυχισμός του μεγάλου συγγραφέα ώστε να περικλείει την αιτία όλου του κακού που βίωσε η ανθρωπότητα μέσα σε αυτήν την πρόταση: «Ο νους του ανθρώπου ξετυλίχτηκε πολύ γοργότερα, πολύ εντονότερα από την ψυχή του. Ο νους του κατέχτησε κοσμογονικές δυνάμες και τις έθεσε στη διάθεση του σημερινού ανθρώπου, που δεν έφτασε ακόμα σε τόση ηθική ωριμότητα ώστε τις δυνάμες αυτές να τις χρησιμοποιήσει για το καλό του κόσμου. Υπάρχει σήμερα έλλειψη ισορροπίας, δυσαρμονία ανάμεσα στη διανοητική και την ηθική εξέλιξη του ανθρώπου» (σελ. 167).
Το μυθιστόρημα επομένως είναι η κραυγή του Νίκου Καζαντζάκη για το μέλλον ενός κόσμου που βγαίνει από στάχτες και αίμα αλλά ο κίνδυνος δεν έχει αποσοβηθεί, ο λογοτέχνης τρέμει για το μέλλον, φοβάται για τα νέα παιδιά, τονίζει πως οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν χρέος να δώσουν μια δίκαιη και ειρηνική λύση για τη φοβερή καταστροφή που έρχεται και δεν τη βλέπει η ανθρωπότητα, στραμμένη στα δικά της, τα μίζερα καθημερινά. Πολλά τα αλληλένδετα ερωτήματα: Πήρε ο κόσμος στραβό δρόμο; Πρέπει να επέμβουν οι πνευματικοί άνθρωποι; Κι αν επέμβουν θα φέρουν την πολυπόθητη σωτηρία; Και πώς μπορούμε να πολεμήσουμε τον κίνδυνο; Η απάντηση είναι μία: επιστρατεύοντας τις φωτεινές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στον κάθε άνθρωπο και στον κάθε λαό: «Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο κόσμος πια αποτελεί έναν τόσο ενιαίο οργανισμό που δεν μπορεί ένας λαός να σωθεί αν δεν σωθούν όλοι» (σελ. 167). Αυτό και πρέπει να τονίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι, πως όλοι είμαστε αδέλφια. Όλα αυτά αποτυπώνουν το πραγματικό ταξίδι του συγγραφέα στο Λονδίνο αμέσως μετά τον πόλεμο, όπου μίλησε σε μια σειρά εκπομπών του BBC και συναναστράφηκε σημαίνουσες προσωπικότητες γραμμάτων και τεχνών. Με αφορμή το πνευματικό και όχι μόνο προσκύνημα του ήρωά του στην Αγγλία, με τις πόλεις των εργοστασίων Μπέρμιγχαμ, Λίβερπουλ και Μάντσεστερ να τον συγκλονίζουν και το Στράτφορντ-Απόν-Έιβον να του χαρίζει ένα καταφύγιο γαλήνης που τόσο χρειάζεται, ξεχύνει ακράτητος τον φιλειρηνικό λόγο του, καταθέτει το εύρος της ψυχής, της σοφίας και του πνεύματός του και καταγράφει πλέρια το σκεπτικό και τον λογισμό του με αυτό το υπέροχο, δυνατό, πλούσιο λεξιλόγιό του.
Αλήθεια, τι να σημειώσει κανείς για τη γραφή του Νίκου Καζαντζάκη, πώς να σχολιάσει επιθετικούς προσδιορισμούς, μεταφορές, παρομοιώσεις κι αυτό το μελίρρυτο, δυνατό, παραστατικό λεξιλόγιο; Πόσο δυνατή είναι η αφήγηση, πόσο ρεαλιστικές οι καταστάσεις και πόσο αληθινοί οι χαρακτήρες! Με τι δύναμη, με τι ενάργεια τους αποτυπώνει στο χαρτί! Η πρώτη ανάγνωση κυλάει ανεμπόδιστα, ποτίζεται από λέξεις, εικόνες, χρώματα, ανθρώπους αλλά και σε δεύτερη επαφή αναγνωρίζει κανείς τα οικεία σημεία του Νίκου Καζαντζάκη, τον Θεό, τη φιλοσοφία, τον χριστιανισμό, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, τον κομμουνισμό, το Πνεύμα, τη θρησκεία, μικρά σημεία από δω κι από κει που συναποτελούν την πλάση του μεγάλου αυτού συγγραφέα. Για να μην αναφερθώ στην αγάπη με την οποία περιβάλλει τα προτερήματα της λογοτεχνίας: «Όποιος διαβάζει ένα κείμενο, αν θέλει να το νιώσει, ένα και μόνο έχει να κάνει: να συντρίβει τη φλούδα, σκληρή ή μαλακιά, της κάθε λέξης και ν’ αφήνει το νόημα της να ξεσπάει μέσα στην καρδιά του. Όλη η τέχνη του δημιουργού είναι να στριμώγνει μαγικά μέσα στα γράμματα του αλφαβήτου ανθρώπινη ουσία κι όλη η τέχνη του αναγνώστη είναι ν’ ανοίγει τις μαγικές αυτές παγίδες και να λευτερώνει το φλογερό και γλυκύτατο περιεχόμενό τους. Κι είμαι βέβαιος, Νοεμή: όποιος μπορεί καλά να κυβερνήσει τη λέξη, μπορεί να σώσει τον κόσμο» (σελ. 100). Αργότερα ίσως αφήνει αιχμές για το λογοτεχνικό περιβάλλον που δεν τον άφηνε να σηκώσει κεφάλι: «Θες δε θες, αντικρίζοντας χοχλακιστά ακαταστάλαχτα ακόμα πάθη, θα πεις τη γνώμη σου κι η γνώμη σου αυτή, όποια και να ‘ναι, θα εξαγριώσει τους αντίγνωμους κι αν προσπαθήσεις, με αφιλοκέρδεια και μόχτο, πάνω από τους αντιμαχόμενους, να δημιουργήσεις μια σύνθεση, τότε πια θα σου ριχτούν μανιασμένα και τα δυο αντίμαχα στρατόπεδα. Γιατί να βλέπεις και να κρίνεις με ψυχική και πνευματική ανεξαρτησία τα ξεκαπίστρωτα σύγχρονα πάθη θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα κι από τις δυο παράταξες που αποτελούν την απλοϊκή και βελάζουσα μάζα του σκεπτόμενου όχλου» (σελ. 123-124).
Δε γίνεται να μη σταθείς στη συμπυκνωμένη φράση που λέει ο Κοσμάς θαυμάζοντας την τέχνη των Μινωιτών όταν περιδιαβαίνει στην Κνωσό: «-Τι να ‘ταν ο λαός τούτος…τι άθλους να ‘καμε και τούτος, από τι δρόμο κι αυτός να ‘καμε το χρέος του, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα… έφερε το Θεό στην κλίμακα του ανθρώπου» (σελ. 55); Κι αυτή η κληρονομιά φτάνει ως τις μέρες μας με το μεγαλείο της κρητικής ψυχής να θεριεύει: «Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω κι από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δύσκολο να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος» (σελ. 72-73). Πόση απλότητα και ταυτόχρονα πόση δύναμη σε αναπάντεχες σκηνές: «-Τι γίνεσαι, κυρά; … Πώς τα καλοπερνάς; -Πώς τα καλοπερνούν οι σκύλοι, παιδί μου; αποκρίθηκε. Ο Θεός να μη δώσει του ανθρώπου τα όσα μπορεί να βαστάξει» (σελ. 67). Και αργότερα: «-Αντέχει ο άνθρωπος, κυρά μου, είπε ο Μανολιός, αντέχει. Το σίδερο, η πέτρα, το διαμάντι δεν αντέχουν, ο άνθρωπος αντέχει» (σελ. 68).
«Ο ανήφορος» είναι ένα δυνατό και βαθιά φιλοσοφημένο κείμενο γύρω από το χρέος των πνευματικών ανθρώπων να σώσουν τον κόσμο από μεταγενέστερη λαίλαπα και ταυτόχρονα ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα της ανθρώπινης γενικότερα και της κρητικής ειδικότερα νοοτροπίας, συμπεριφοράς, κουλτούρας καθώς και του τρόπου πρόσληψης εννοιών που (πρέπει να) απασχολούν τον άνθρωπο. Πλούσιο, χορταστικό, πρωτότυπο λεξιλόγιο, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, χιλιάδες αφορμές για σκέψεις και προβληματισμούς είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός κειμένου που παραμένει επίκαιρο στην εποχή μας με όλους αυτούς τους κινδύνους που εξακολουθούν να απειλούν την ανθρωπότητα και που μπορεί να προσελκύσει νέους αναγνώστες που θα το αγκαλιάσουν και θα ενστερνιστούν το πλούσιο πνευματικό του περιεχόμενο. Το βιβλίο περιέχει πρόλογο και επίμετρο των Νίκου Μαθιουδάκη και Παρασκευής Βασιλειάδη και σημείωμα της Βίκυς Κατσαρού. Οι εκδόσεις Διόπτρα απέκτησαν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και σχεδίασαν από την αρχή γραμματοσειρές (αποκλειστική για τα κείμενα αυτά, χωρίς τυπογραφικό προηγούμενο) και εξώφυλλα (ξεχωριστά, λιτά και εφάμιλλα του περιεχομένου του κάθε βιβλίου), δημιουργώντας έτσι ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή, πριν καν διαβάσω το περιεχόμενο. Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε στις 26 Οκτωβρίου1957 και σήμερα, 26 Οκτωβρίου 2022, ξανάρχεται στη ζωή μέσα από τις καλαίσθητες αυτές επανεκδόσεις, με μπροστάρη τον συγκλονιστικό «Ανήφορο».
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Το φως τράνεψε, από χλωμό πρωινό τριαντάφυλλο έγινε άγριο ρόδο κάτασπρο κι η θάλασσα γέμισε μαστούς, χοροπηδούσε και δέχουνταν τον ήλιο… Ο ουρανός αποπάνω είχε χάσει τη γλύκα του την πρωινή κι είχε γίνει γαλάζιο ατσάλι» (σελ. 35).
«…τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει να πριονίζουν τον αγέρα…» (σελ. 53)
«…ήταν πια μεσημέρι. Ακίνητη, κατακόρυφη ώρα, οι ίσκιοι κουλουριάζουνταν, σα φοβισμένοι, στις ρίζες των δέντρων, οι πέτρες στο λιοπύρι συσήλιζαν» (σελ. 59).
«…έξω καταπράσινο λιβάδι, νωθρό, υγρό, ευτυχισμένο» (σελ. 134).
Ρωτάνε τον καπετάν Σήφακα: «-Πώς σου φάνηκε η ζωή, παππού, στα εκατό αυτά χρόνια; -Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό. -Και διψάς ακόμα, παππού; -Ανάθεμά τον που ξεδίψασε» (σελ. 81-82)! Και με πόσο λυρισμό και εκπληκτικό λεξιλόγιο και διεισδυτική ματιά περιγράφεται ο θάνατός του από γεράματα, η τελευταία του ανάσα!
«-Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεό; -Αγαπώντας τους ανθρώπους. -Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τους ανθρώπους; -Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο. -Ποιος είναι ο σωστός δρόμος; -Ο ανήφορος».
Πάνος Τουρλής