Ο Αλκιβιάδης Πικρός αγωνίζεται να γλυτώσει από τα απόνερα της υπόθεσης που λύθηκε στην «Αφιέρωση» και να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις και τις αποκαλύψεις που βίωσε. Η κατάθλιψή του χτυπά κόκκινο σχεδόν ένα χρόνο μετά ώσπου ο εκδότης του, ο Αποστόλης, του δίνει τον φάκελο ενός ανώνυμου θαυμαστή και αναγνώστη που, με το αντίστοιχο χρηματικό αντίτιμο βέβαια, του υπαγορεύει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να το γράψει, ξεκινώντας από την περσινή διπλή δολοφονία στον Σχοινιά. Τι θα συμβεί όμως όταν αυτά που περιγράφει αρχίζουν να γίνονται πραγματικότητα, τραβώντας έτσι την προσοχή της αστυνομίας; Κι όσο το κείμενο του Πικρού προχωράει και οι δολοφονίες αυξάνονται, τόσο η υπόθεση μπλέκεται περισσότερο, κάνοντας τη ζωή του Aστυνόμου Σφυρή εφιαλτική!
Σπουδή στο noir είναι το νέο μυθιστόρημα του κυρίου Αντώνη Γκόλτσου, μιας και είναι γραμμένο μ’ ένα άκρως προσωπικό ύφος και στυλ, περιστοιχίζεται από τις σκιές και τις γνώμες συγγραφέων όπως η Πατρίσια Χάισμιθ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, η Π. Ντ. Τζέιμς κ. ά., σεργιανάει στους δρόμους και τις ερημιές του Μετς κυρίως μα και του υπόλοιπου κέντρου και απόκεντρου της Αθήνας μα πάνω απ’ όλα ξετυλίγει μια δύσκολη υπόθεση μ’ έναν ρευστό και αεράτο τρόπο που δίνει έμφαση στους χαρακτήρες, στην ατμόσφαιρα, στις καταστάσεις, σε νοήματα όπως η απονομή δικαιοσύνης, η νέμεσις, η ύβρις.
Η προσωπικότητα του Αλκιβιάδη Πικρού καταγράφεται όπως ακριβώς και στην «Αφιέρωση», με τα ψυχολογικά και συναισθηματικά του προβλήματα, τη μοναξιά και την κατάθλιψη, την αρνούμενη να μπει σε φόρμες κανονικότητας θαλερή ζωή του, «..καπνίζοντας άφιλτρες φυτείες και πίνοντας θάλασσες καφέ» (σελ. 10), ενώ θεωρείται «πορειομανής και αγοραφοβικός», «φυγάνθρωπος», «κοινωνικά ασυγχώρητος δυσλεξικός». Αυτή η ενδιαφέρουσα προσωπικότητα μπλέκει σ’ ένα γαϊτανάκι εκπλήξεων και ανατροπών και αγωνίζεται να βγάλει άκρη σε μια υπόθεση που σελίδα τη σελίδα όλο και δυσχεραίνει. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη γοητεία της Ζουλού, τον ρόλο της Άννας στη ζωή του, τις πιέσεις της Αστυνομίας, το στρες του Σφυρή και των νέων και παλιών συναδέλφων του, να μπει στη θέση του δολοφόνου που σκοτώνει σχεδόν πάντα με το ίδιο μοτίβο. Πρόκειται για την πολύπλοκη και σύνθετη εξέλιξη μιας ως τότε απλής ζωής, οπότε ο Πικρός σίγουρα, αν μπορούσε, θα κρυβόταν όσο πιο βαθιά στη γη μπορούσε αντί να κλείνεται μέσα για να γράψει, να στύβει το μυαλό του να δει πώς μπορεί μέσα από το μυθιστόρημά του να παγιδέψει τον δολοφόνο, να συμμετέχει σε συγκεντρώσεις στη ΓΑΔΑ κλπ.
Αυτό που αρχικά με απομάκρυνε ήταν η επιμονή του συγγραφέα στις καταστάσεις που βίωσε ο ήρωας στην «Αφιέρωση», των οποίων τις συνέπειες βιώνει τώρα από συναισθηματικής και ψυχολογικής άποψης. Ξανά και ξανά δίνονταν σημεία-κλειδιά του προηγούμενου βιβλίου, χωρίς όμως να αποκαλύπτεται η λύση εκείνης της υπόθεσης ή άλλα περιστατικά που πρέπει να μείνουν κρυμμένα για όποιον δε διάβασε την αρχή των περιπετειών του Αλκιβιάδη Πικρού κι έτσι αυτή η ασάφεια με κούρασε και μου γέννησε την επιθυμία να σταματήσω για να διαβάσω ξανά την «Αφιέρωση». Σύντομα όμως έρχεται η εντολή συγγραφής κι έτσι βουτάμε αμέσως στα νέα βαθιά νερά!
Ο κύριος Αντώνης Γκόλτσος πειραματίστηκε υφολογικά και κατ’ εμέ πέτυχε μια μικρή νίκη έναντι του εαυτού του, μιας και η αφήγηση και οι σκηνές που περιγράφονται είναι από την αρχή ως το τέλος γεμάτες εκπλήξεις για τον αναγνώστη. Μικρές κοφτές φράσεις, επεξηγηματικές δευτερεύουσες προτάσεις και πλούσιες παραθέσεις που ανακόπτουν από τη φόρα της πλοκής όμως δίνουν εναργέστερη εικόνα του αφηγητή, υποδόριο χιούμορ (απολαύστε στις σελίδες 14-15 τον τρόπο με τον οποίο «γειώνει» ο Αλκιβιάδης Πικρός τις συμβουλές αποφυγής της κατάθλιψης, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτήν), εξαιρετικός χειρισμός των χρόνων αφήγησης, πολλές φορές ανακατεύοντας μέλλοντα και ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα, στην ίδια πρόταση, ακόμη και εναλλαγές τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Αναπάντεχοι επιθετικοί προσδιορισμοί και ξαφνικά επιρρήματα δίνουν μια εξαιρετική σφριγηλότητα στην εξιστόρηση και μια νέα πνοή στη γραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος.
Οι δολοφονίες ολοένα και αυξάνονται, μαζί με τις αμφιβολίες και τις υπόπτους. Σε ελάχιστα σημεία παρατίθενται αποσπάσματα του βιβλίου που γράφει καθ’ υπόδειξιν ο Πικρός, παραλληλίζοντας έτσι την πραγματικότητα του Πικρού με αυτήν του «χάρτινου» αστυνόμου Μαύρου που προσπαθεί να ξεμπλέξει την υπόθεση. Ιστορίες μέσα στην ιστορία, διαφορετικές οπτικές γωνίες, ένας επιτυχημένος εγκιβωτισμός, που μου θύμισε αμυδρά την τεχνική που συνάντησα στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, είναι κάποια ξέφτια από ένα κουβάρι που δείχνει δυσεπίλυτο. Η πλοκή μπλέκει αρμονικά τη φαντασία με τη (λογοτεχνική) πραγματικότητα και δημιουργεί συνέχεια νέα ερωτηματικά, στα οποία απαντά χωρίς υπερβολή, βιασύνες και ακρότητες. Μάλιστα, ακριβώς λόγω της άρτια δομημένης ατμόσφαιρας και των υποδειγματικών χαρακτήρων, σύντομα βρέθηκα περισσότερο να παρακολουθώ τις εξελίξεις στις ζωές των πρωταγωνιστών και των δευτεραγωνιστών και λιγότερο να κρατάω σημειώσεις ώστε να βρω τον κατά συρροή δολοφόνο. Εν κατακλείδι, διαπίστωσα πως το μυθιστόρημα ξεφεύγει κατά πολύ από τη ραχοκοκαλιά ενός κλασικού whodunit και ακολουθεί δικούς του κανόνες και πορεία εξέλιξης.
Ο «Οδηγός φόνων» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θέλει κάποια μικρή συγκέντρωση κατά την ανάγνωση λόγω των αδρά δοσμένων σκηνών και της ελαστικότητας στη ροή, αλλά διεκπεραίωσε μια καινοτόμα κεντρική ιδέα πολύ καλά και μ’ έφερε σ’ επαφή με έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης ενός δολοφόνου. Γρήγορη, κινηματογραφική δράση, πρωτοποριακή και εντελώς προσωπική λογοτεχνική γραφή, ιδιαίτερες ατραποί επίλυσης του μυστηρίου και σωστός χειρισμός της κεντρικής ιδέας που κρύβεται πίσω από τα εγκλήματα είναι ελάχιστα από τα θετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νέου μυθιστορήματος του κυρίου Γκόλτσου.
Πάνος Τουρλής