
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε ευδιάκριτες ενότητες: 1) στιγμιότυπα από τα δικαστήρια της εποχής («οι εφημερίδες έστελναν εκεί τις καλύτερες πένες, γιατί το δικαστικό ρεπορτάζ διαβαζόταν ανελλιπώς»), 2) κωμικοτραγικά περιστατικά με επαγγελματίες του παλιού καιρού, 3) τραγελαφικές περιπτώσεις συνοικεσίων και όχι μόνον, 4) ταβέρνες, εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία, 5) θέατρα, συναυλίες, ακόμη και ιπποδρομίες και αγώνες μποξ!
Στο 1ο μέρος παρελαύνουν πάμπολλα φαιδρά και σχεδόν σουρεαλιστικά περιστατικά που αποτυπώθηκαν στις εφημερίδες και χάρισαν μειδίαμα σε δικαστές και ακροατήριο. Πλημμελειοδικείο, πταισματοδικείο, αισχροδικείο και ειρηνοδικείο διανθίζουν το πινάκιό τους με ουκ ολίγες ευχάριστες στιγμές ανάπαυλας από την αυστηρότητα των καθηκόντων. Στο 2ο μέρος ο συγγραφέας αναφέρεται σε επαγγέλματα και επαγγελματίες («Η δική μου αίσθηση είναι ότι υπήρχε τότε άλλη στάση ζωής απέναντι στην εργασία. Άλλη οπτική. Όσο σκληρή κι αν ήταν η δουλειά, κανείς δεν βαρυγκομούσε», σελ. 85) και σε συντεχνίες («Αυτές εξασφάλιζαν στην αγορά, με τον τρόπο λειτουργίας τους, πρώτα τίμιους ανθρώπους και μετά καλούς και επιδέξιους τεχνίτες», όπ. π.): φανοκόροι, αρτοποιοί, υποδηματοποιοί και φυσικά ο παλαιοπώλης Μποχώρ Γιουσουρούμ έχουν τη θέση τους σε αυτές τις σελίδες. Αν ανοίξουμε δε συζήτηση για τις υπηρέτριες, καταλαβαίνετε τι θα βρείτε εδώ!
Στο 3ο κεφάλαιο ξεκαρδίστηκα με τη Σχολή Γάμου (1911), τα διάφορα συνοικέσια, τη φαντασία στην άγρα γαμπρού αλλά και τα περιστατικά στα νυφοπάζαρα, τον δεκάλογο του καλού συζύγου και τόσα άλλα. Φυσικά σε όλα αυτά τα τερπνά και ευφάνταστα δε θα μπορούσε να λείπει ο γαστρονομικός περίπατος του επόμενου κεφαλαίου, με τις μαγειρικές του, τα ψώνια του, τους λουκουμάδες του (ναι, φυσικά και αναφέρεται ο «Κρίνος»), τα παντοπωλεία και τις λαϊκές αγορές.
Στο 5ο κεφάλαιο σεργιανίζουμε στα θέατρα, τα καφέ-σαντάν, τα καφέ-αμάν, τον κινηματογράφο και τις συναυλίες, με ιδιαίτερη μνεία στην παριλίσια κοίτη, όπου άρχισε να εμφανίζεται το ελαφρό θέατρο. Το σαβουάρ βιβρ στους πρωτόγνωρους αυτούς χώρους είναι για γέλια και για κλάματα, καθώς και οι αντιδράσεις των θεατών σχετικά με τους γύρω τους, τους πίσω τους ή το θέαμα που απολαμβάνουν, μιας και πολλές φορές δεν ήξερες ούτε τι θα δεις αλλά ούτε και τι θα πάθεις μες στα σκοτάδια! Συγκινήθηκα ιδιαίτερα με την πολυσέλιδη αναφορά στον Καραγκιόζη, που συνοδεύεται από φωτογραφίες-ντοκουμέντα σκηνών και σκηνικών. Στη συνέχεια, Νινή Ζαχά, Ζοζεφίν Μπαίκερ, Αττίκ, τα πρώτα σινεμά και θέατρα της πόλης των Αθηνών, όλα παρατίθενται σε αυτές τις σελίδες. Αλλά και αγώνες πυγμαχίας και ιπποδρομίες και άλλα πολλά σπορ για.. σποράκια!
Ένας πραγματικός θησαυρός είναι αυτό το βιβλίο, γεμάτο περιστατικά και φυσιογνωμίες, διασκεδαστικά στιγμιότυπα και αύρα από αλησμόνητες εποχές. Ο κύριος Σιταράς παρέδωσε στους αναγνώστες το προϊόν άλλης μιας κοπιώδους έρευνας χρόνων, την οποία στόλισε με το προσωπικό του χιούμορ και τη διεισδυτική του ματιά και με ταξίδεψε πάλι σε ζωές ανθρώπων και στιγμιότυπα που θα ήθελα να είχα ζήσει εκ του σύνεγγυς. Το βιβλίο κλείνει με μια τρυφερή παρατήρηση: «Πολλά μηνύματα, πολλές εικόνες, πολλή νοσταλγία για μια άλλη ποιότητα ζωής, που αμφιβάλλω πολύ αν θα την ξαναζήσουμε ποτέ» (σελ. 445). Ένα νοσταλγικό ταξίδι με τον πιο διασκεδαστικό κι ευφάνταστο τρόπο!
Πάνος Τουρλής