Όσο έξυπνο και διασκεδαστικό είναι, άλλο τόσο σοβαρά γραμμένο και με σεβασμό. Δεν έγραψε δηλαδή η συγγραφέας κάτι για να περάσει την ώρα της η αναγνώστρια, αλλά δούλεψε πάνω στη δομή του μυθιστορήματος, έψαξε για τα πραγματολογικά στοιχεία που συνοδεύουν το κείμενο και η πλοκή ακολουθεί τις σωστές και «σοβαρές» προϋποθέσεις ενός μυθιστορήματος με αγωνία, εκπλήξεις και «κλείσιμο του ματιού».
Μαίρη Σταυροπούλου, κυρίες μου, πρώην δυναμική επιχειρηματίας και νυν υποψήφια αυτόχειρ. Ώσπου αποφασίζει να δεχτεί την πρόσκληση της προγιαγιάς της και να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, σίγουρη ότι θα αντιμετωπίσει ένα χούφταλο ετοιμοθάνατο και μια χασαποταβέρνα, την οποία η ίδια με την εμπειρία της και τις σπουδές της θα την κάνει talk of the town. Παθαίνει όμως το απόλυτο σοκ όταν μπαίνει σε ένα διώροφο αρχοντικό, γεμάτο συγγενείς και μια προγιαγιά αυστηρή, άτεγκτη, ατσάλινη, δαιμόνια, καπάτσα και με απόλυτη γνώση των πραγμάτων, των καταστάσεων και των δρώμενων στην οικογένειά της! Η οποία οικογένεια διοικεί σικ εστιατόρια και diners! Το στόμα της αργεί να κλείσει, γιατί αμέσως η προγιαγιά της της αποκαλύπτει πως τη θέλει δίπλα της γιατί την εμπιστεύεται, αρκεί να παντρευτεί με κάποιον από αυτούς που θα της προξενέψει! «Και δε θέλω να μείνεις απαφημένη. Και σβηστομοίρα» (σελ. 136).
Και αυτό είναι μόνο η αρχή! Μέσα από υπεράριθμα ευτράπελα περιστατικά, στα οποία δεν υπάρχει περίπτωση να αδιαφορήσετε και να μη γελάσετε, μετά από μια πανστρατιά υποψήφιων γαμπρών (ανεξάντλητη η ευρηματικότητα της συγγραφέως, πουθενά δεν επαλαμβάνεται στους χαρακτήρες και στις προσωπικότητες, ούτε στον τρόπο που τους φέρεται η Μαίρη), η Μαίρη καταλήγει σε έναν άντρα που τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή κατά την πτήση της στους Αντίποδες και συμπτωματικά τον πετυχαίνει πάλι μπροστά της! Ναι, μόνο που αυτός είναι απόγονος εχθρικής οικογένειας της προγιαγιάς τότε που έμενε στη Σπάρτη και η οικογένειά της θρηνούσε ήδη έναν νεκρό από τη βεντέτα! Η καλύτερη επιλογή! Και οι παρεξηγήσεις, τα αστεία, τα ευτράπελα συνεχίζονται!
Η συγγραφέας περιγράφει πολύ καλά το περιβάλλον της ελληνικής παροικίας στη Μελβούρνη, δεν τσιγκουνεύεται χρώματα και γραμμές που χαράζει στους χαρακτήρες που γεμίζουν τις σελίδες της (αγαπημένες ηρωίδες η Μπούλα, δεύτερη ξαδέρφη της προγιαγιάς Βασιλικής ή Μητέρας ή Ντον Κορλεόνε, η οποία μιλάει ψευδά, «μυρίγκει κιγκαρίλα» δηλαδή, και η Ρωξάνη, που είναι στην εμμηνόπαυση και συμπεριφέρεται με την τρέλα της Βάσιας Τριφύλλη, τον αυθορμητισμό της Λάσι και το ντύσιμο της Ζουμπουλίας από το Παραπέντε του MEGA) και περιγράφει όλο το φάσμα αισθημάτων που μπορεί να νιώσει ένας Έλληνας όταν αποδημεί. Ακριβώς επειδή ένα τέτοιο συναίσθημα είναι αρκετά βαρύ από μόνο του, πόσο μάλλον όταν συνδυαστεί με τις συνθήκες ζωής στον ξένο τόπο, τη γραφειοκρατία για τη βίζα και την εργασία κλπ. η συγγραφέας προτίμησε να το τυλίξει με ένα φαιδρό περιτύλιγμα και να προσπαθήσει να το κάνει κτήμα όλων των αναγνωστριών της.
Με το βιβλίο αυτό διασκέδασα αρκετά, γέλασα πολύ, χάρηκα που δεν ήταν μια ροζ σαπουνόφουσκα αλλά είχε ωραίους χαρακτήρες, έξυπνη πλοκή και κοινωνικά μηνύματα και το συνιστώ ανεπιφύλακτα για όσες θέλουν να ξεφύγουν από βάσανα, υποχρεώσεις και ευθύνες της καθημερινής ζωής.
Πάνος Τουρλής
Μαίρη Σταυροπούλου, κυρίες μου, πρώην δυναμική επιχειρηματίας και νυν υποψήφια αυτόχειρ. Ώσπου αποφασίζει να δεχτεί την πρόσκληση της προγιαγιάς της και να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, σίγουρη ότι θα αντιμετωπίσει ένα χούφταλο ετοιμοθάνατο και μια χασαποταβέρνα, την οποία η ίδια με την εμπειρία της και τις σπουδές της θα την κάνει talk of the town. Παθαίνει όμως το απόλυτο σοκ όταν μπαίνει σε ένα διώροφο αρχοντικό, γεμάτο συγγενείς και μια προγιαγιά αυστηρή, άτεγκτη, ατσάλινη, δαιμόνια, καπάτσα και με απόλυτη γνώση των πραγμάτων, των καταστάσεων και των δρώμενων στην οικογένειά της! Η οποία οικογένεια διοικεί σικ εστιατόρια και diners! Το στόμα της αργεί να κλείσει, γιατί αμέσως η προγιαγιά της της αποκαλύπτει πως τη θέλει δίπλα της γιατί την εμπιστεύεται, αρκεί να παντρευτεί με κάποιον από αυτούς που θα της προξενέψει! «Και δε θέλω να μείνεις απαφημένη. Και σβηστομοίρα» (σελ. 136).
Και αυτό είναι μόνο η αρχή! Μέσα από υπεράριθμα ευτράπελα περιστατικά, στα οποία δεν υπάρχει περίπτωση να αδιαφορήσετε και να μη γελάσετε, μετά από μια πανστρατιά υποψήφιων γαμπρών (ανεξάντλητη η ευρηματικότητα της συγγραφέως, πουθενά δεν επαλαμβάνεται στους χαρακτήρες και στις προσωπικότητες, ούτε στον τρόπο που τους φέρεται η Μαίρη), η Μαίρη καταλήγει σε έναν άντρα που τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή κατά την πτήση της στους Αντίποδες και συμπτωματικά τον πετυχαίνει πάλι μπροστά της! Ναι, μόνο που αυτός είναι απόγονος εχθρικής οικογένειας της προγιαγιάς τότε που έμενε στη Σπάρτη και η οικογένειά της θρηνούσε ήδη έναν νεκρό από τη βεντέτα! Η καλύτερη επιλογή! Και οι παρεξηγήσεις, τα αστεία, τα ευτράπελα συνεχίζονται!
Η συγγραφέας περιγράφει πολύ καλά το περιβάλλον της ελληνικής παροικίας στη Μελβούρνη, δεν τσιγκουνεύεται χρώματα και γραμμές που χαράζει στους χαρακτήρες που γεμίζουν τις σελίδες της (αγαπημένες ηρωίδες η Μπούλα, δεύτερη ξαδέρφη της προγιαγιάς Βασιλικής ή Μητέρας ή Ντον Κορλεόνε, η οποία μιλάει ψευδά, «μυρίγκει κιγκαρίλα» δηλαδή, και η Ρωξάνη, που είναι στην εμμηνόπαυση και συμπεριφέρεται με την τρέλα της Βάσιας Τριφύλλη, τον αυθορμητισμό της Λάσι και το ντύσιμο της Ζουμπουλίας από το Παραπέντε του MEGA) και περιγράφει όλο το φάσμα αισθημάτων που μπορεί να νιώσει ένας Έλληνας όταν αποδημεί. Ακριβώς επειδή ένα τέτοιο συναίσθημα είναι αρκετά βαρύ από μόνο του, πόσο μάλλον όταν συνδυαστεί με τις συνθήκες ζωής στον ξένο τόπο, τη γραφειοκρατία για τη βίζα και την εργασία κλπ. η συγγραφέας προτίμησε να το τυλίξει με ένα φαιδρό περιτύλιγμα και να προσπαθήσει να το κάνει κτήμα όλων των αναγνωστριών της.
Με το βιβλίο αυτό διασκέδασα αρκετά, γέλασα πολύ, χάρηκα που δεν ήταν μια ροζ σαπουνόφουσκα αλλά είχε ωραίους χαρακτήρες, έξυπνη πλοκή και κοινωνικά μηνύματα και το συνιστώ ανεπιφύλακτα για όσες θέλουν να ξεφύγουν από βάσανα, υποχρεώσεις και ευθύνες της καθημερινής ζωής.
Πάνος Τουρλής