
Η Ελένη Δαφνίδη επιστρέφει με ένα διαφορετικό στην κεντρική ιδέα μυθιστόρημα, που εξελίσσεται εξίσου ευχάριστα με το προηγούμενο που διάβασα, την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων. Ως βιβλίο από μόνο του, ήταν ανάλαφρο, αστείο, με ωραία ιδέα και έξυπνη εξέλιξη της πλοκής, με μη αναμενόμενη ανατροπή στο τέλος. Συγκριτικά με την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων, ήταν πιο αδύναμο, χωρίς μια εξίσου δυνατή και πολυεπίπεδη ιστορία. Παρ’ όλ’ αυτά, η γραφή της κυρίας Δαφνίδη δεν παύει να με κάνει να γελάω ουσιαστικά και όχι βεβιασμένα.
Μου άρεσαν πάρα πολύ οι περιπέτειες της Σμαράγδας στο χωριό: από τον ερωτύλο, δασύτριχο και λιγδιάρη μπακάλη-βενζινοπώλη-μανάβη-
Το πόσο συναρπαστικά περνάει η πρωταγωνίστρια και πώς αποκαλύπτεται σιγά σιγά μια μυστηριώδης δολοφονία σας αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Είναι μια αξέχαστη εμπειρία που θα σας κάνει να γελάσετε με την ψυχή σας. Και λάτρεψα το γεγονός ότι στο τελευταίο κεφάλαιο εμφανίζεται η αγαπημένη μου Αλίκη από το βιβλίο που ανέφερα στην αρχή, την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων, σε έναν ρόλο έκπληξη!
Σημείωση Σπιρτούλη: το βιβλίο διαδραματίζεται το 2014 και η Σμαράγδα είχε αρκετά λεφτά και μεγάλη οικονομική άνεση. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην έχει στην κατοχή της κινητό με Ίντερνετ αλλά να τρέχει στο κοντινό χωριό για να βρει κάποιες πληροφορίες που θέλει ψάχνοντας σε ίντερνετ καφέ;
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Θα ταμπουρωνόμουν εδώ μέχρι ο εισβολέας να κουραζόταν να περιμένει κι έφευγε για να βρει ένα πιο εύκολο θύμα: κάποιον απ’ αυτούς που μόλις ακούσουν θόρυβο πετάγονται έξω και το παίζουν παλικάρια. Τους ήξερα καλά. Τους είχα δει σε ταινίες, συνήθως στην πρώτη σκηνή, που ήταν και η τελευταία τους» (σελ. 83).
«Πρωτοποριακοί οι μηχανισμοί της τοπικής αστυνομίας. Σου έλυναν τα προβλήματα με παροιμίες. Πάω στοίχημα πως αν κατήγγειλες εμπρησμό, θα σου έλεγαν «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει» ή αν κατήγγειλες ξυλοδαρμό, θα σου απαντούσαν «τη γυναίκα σσου χτυπάς, το σπιτάκι σου χαλάς» κι έπειτα θα έβαζαν την υπόθεση στο αρχείο με την ένδειξη Διαλευκάνθηκε στον φάκελο» (σελ. 107).
«-Άσ’το κάτω αυτό. Δεν είναι προς πώληση. –Και τι είναι εδώ; Μουσείο είναι; Και τα μπρόκολα εκθέματα; απάντησα ειρωνικά και το άρπαξα ξανά μέσα απ’ τα χέρια του. -Όχι, δεν είναι εκθέματα, είπε ξαναπαίρνοντας το πράσινο λάφυρο στα χέρια του με τη βία, αλλά εσύ δεν μπορείς να τα αγοράσεις. Τα έχω προπωλήσει. «Τα έχει προπωλήσει;» -Για τ’ όνομα του Θεού, κύριε Θεμιστοκλή, διαμαρτυρήθηκα, τι πάει να πει τα έχεις προπωλήσει; Για μπρόκολα μιλάμε, όχι για εισιτήρια συναυλίας των U2» (σελ. 113).
«Έτσι είναι η ζωή στην επαρχία. Καθαρό οξυγόνο, φύση και χαρά, μέχρι να σου καρφωθεί στα μαλλιά η ακρίδα...» (σελ. 166).
«Συνέχισα να προσποιούμαι ότι όλα στην καινούργια μου ζωή ήταν υπέροχα. Είχα ένα τέλειο σπίτι -το στοιχειωμένο-, καταπληκτικούς γείτονες –τη γιαγιά με το Αλτσχάιμερ-, το χωριό ήταν γεμάτο ζωή -τις Κυριακές τα πρωινά στην εκκλησία ήταν και οι τριάντα κάτοικοι μαζεμένοι-, και πως είχα κάνει εκπληκτικές γνωριμίες -την Αρετή, τον μπακάλη, τη Μαριγώ την παρθένα, τη Ζαχάρω με το ένα μάτι. Ακόμα και τα ρύζια στο ράφι γελούσαν μ’ αυτά που έλεγα» (σελ. 168).
Πάνος Τουρλής