Ο Μάριο Κόντε είναι υπολοχαγός της αστυνομίας στην Αβάνα (η αστυνομία στην Κούβα έχει βαθμούς αντίστοιχους με του στρατού). Ανεξάρτητος (όσο μπορεί και όσο του επιτρέπεται), νοσταλγός (χρόνων που πέρασαν και έφυγαν, ανθρώπων που αποχώρησαν, στιγμών που χαράχτηκαν), φίλος (με την έννοια που έχει πλέον εκλείψει), έντιμος (με την έννοια που παραμένει άγνωστη σε πολλούς), βιβλιόφιλος και μουσικόφιλος, συμπαθών τη μπύρα και το ρούμι.
Στην ιστορία αυτή συμπληρώνει τα χαρακτηριστικά του με μία ακόμα ιδιότητα, του ομοφοβικού.
Ούτως ή άλλως το βιβλίο μιλάει, δια χειρός Παδούρα, μεταξύ άλλων και για την υποκρισία. Ο Κόντε όμως εμφανίζεται διάφανος. Είναι ομοφοβικός και το λέει. Όχι σαν την πλειοψηφία παγκοσμίως που φαίνεται προοδευτική, φιλοσοφημένη και ανοιχτών αντιλήψεων αλλά τα συννεφάκια μέσα στο μυαλό της είναι μαύρα από την απόρριψη, την κακοήθεια και την υποκρισία. Διότι άλλο το φαίνεσθαι και άλλο το πιστεύειν εν τω βάθει. Η μέρα και η νύχτα. Βεβαίως και τα άτομα με ειδικές ανάγκες είναι ξεχωριστά και τα φροντίζουμε κλπ κλπ αλλά το συννεφάκι της προσωπικής μας σκέψης, στα κατ΄ιδίαν, τα ανομολόγητα, για συντομία μπορεί να τα αποκαλέσει χαζά, καθυστερημένα και ηλίθια. Με τον ίδιο τρόπο, αυτός ο ίδιος ο υπεράνω, μέσα του θα χαρεί να πεί "γεμίσαμε πούστηδες ένα γύρω, πα πα πα".
Ο Κόντε το παραδέχεται. Δεν τα μπορεί αυτά με τους ομοφυλόφιλους. Οι απόψεις του συνάδουν με την εκφοβιστική εξουσία του κράτους, τουλάχιστον σε αυτό το θέμα. Αν και δεν είχε την ευκαιρία να το επεξεργαστεί. Έτσι μεγάλωσε και έτσι πιστεύει ότι είναι. Σε έναν κόσμο αντρών, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί το διαφορετικό.
Με αφορμή όμως το θάνατο ενός νεαρού άντρα, γιού ενός προύχοντος της εξουσίας, αναγκάζεται να εισχωρήσει, όσο και αν δεν το θέλει, στον ιδιαίτερο κόσμο των ομοφυλόφιλων της Αβάνας.
Μάσκες μεταμόρφωσης και υποκρισίας αποκαλύπτονται παντού και αυτό κάνει και τον ίδιο τον Κόντε να αναρωτηθεί ποια φοράει και εκείνος. Διερευνώντας την ιστορία του φόνου, έρχεται αντιμέτωπος με τις προκαταλήψεις του και μερικές από τις παγιωμένες απόψεις του.
Το τέλος και η λύση του γρίφου τον βρίσκουν πιο φιλοσοφημένο και ικανό να βλέπει και να συμβιώνει με την άλλη όψη των πραγμάτων. Γιατί έτσι είναι : τα πράγματα για τον καθένα αλλάζουν άρδην όταν λούζεται αυτά που ενδόμυχα κοροϊδεύει ή/και φοβάται. Γιατί πώς θα τολμούσε κάποιος που αποκτά ένα άτομο με ειδικές ανάγκες στο εγγύς περιβάλλον του να το αποκαλέσει ηλίθιο πχ. όταν πρόκειται για το ίδιο το παιδί του; Όταν κάποιος έχει μεγαλώσει με ομοφυλόφιλο άτομο στο περιβάλλον του πώς θα μπορούσε να το αποκαλέσει υποτιμητικά με τα διάφορα ονόματα της αργκό;
Όλα λοιπόν είναι θέμα του τι έχει κάτσει στη γούνα σου και σε έχει αλλάξει αληθινά ως άνθρωπο, πέρα από υποκρισίες και συγκαταβατικότητες.
Μου αρέσει πολύ ο Παδούρα, είναι μάλλον εμφανές. Και μου αρέσει πολύ ο Κόντε. Αν έπρεπε να ήμουν σώνει και καλά κάποιος άλλος, θα μου άρεσε να είμαι ο Κόντε.
Έμιλυ Ιωάννου
Στην ιστορία αυτή συμπληρώνει τα χαρακτηριστικά του με μία ακόμα ιδιότητα, του ομοφοβικού.
Ούτως ή άλλως το βιβλίο μιλάει, δια χειρός Παδούρα, μεταξύ άλλων και για την υποκρισία. Ο Κόντε όμως εμφανίζεται διάφανος. Είναι ομοφοβικός και το λέει. Όχι σαν την πλειοψηφία παγκοσμίως που φαίνεται προοδευτική, φιλοσοφημένη και ανοιχτών αντιλήψεων αλλά τα συννεφάκια μέσα στο μυαλό της είναι μαύρα από την απόρριψη, την κακοήθεια και την υποκρισία. Διότι άλλο το φαίνεσθαι και άλλο το πιστεύειν εν τω βάθει. Η μέρα και η νύχτα. Βεβαίως και τα άτομα με ειδικές ανάγκες είναι ξεχωριστά και τα φροντίζουμε κλπ κλπ αλλά το συννεφάκι της προσωπικής μας σκέψης, στα κατ΄ιδίαν, τα ανομολόγητα, για συντομία μπορεί να τα αποκαλέσει χαζά, καθυστερημένα και ηλίθια. Με τον ίδιο τρόπο, αυτός ο ίδιος ο υπεράνω, μέσα του θα χαρεί να πεί "γεμίσαμε πούστηδες ένα γύρω, πα πα πα".
Ο Κόντε το παραδέχεται. Δεν τα μπορεί αυτά με τους ομοφυλόφιλους. Οι απόψεις του συνάδουν με την εκφοβιστική εξουσία του κράτους, τουλάχιστον σε αυτό το θέμα. Αν και δεν είχε την ευκαιρία να το επεξεργαστεί. Έτσι μεγάλωσε και έτσι πιστεύει ότι είναι. Σε έναν κόσμο αντρών, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί το διαφορετικό.
Με αφορμή όμως το θάνατο ενός νεαρού άντρα, γιού ενός προύχοντος της εξουσίας, αναγκάζεται να εισχωρήσει, όσο και αν δεν το θέλει, στον ιδιαίτερο κόσμο των ομοφυλόφιλων της Αβάνας.
Μάσκες μεταμόρφωσης και υποκρισίας αποκαλύπτονται παντού και αυτό κάνει και τον ίδιο τον Κόντε να αναρωτηθεί ποια φοράει και εκείνος. Διερευνώντας την ιστορία του φόνου, έρχεται αντιμέτωπος με τις προκαταλήψεις του και μερικές από τις παγιωμένες απόψεις του.
Το τέλος και η λύση του γρίφου τον βρίσκουν πιο φιλοσοφημένο και ικανό να βλέπει και να συμβιώνει με την άλλη όψη των πραγμάτων. Γιατί έτσι είναι : τα πράγματα για τον καθένα αλλάζουν άρδην όταν λούζεται αυτά που ενδόμυχα κοροϊδεύει ή/και φοβάται. Γιατί πώς θα τολμούσε κάποιος που αποκτά ένα άτομο με ειδικές ανάγκες στο εγγύς περιβάλλον του να το αποκαλέσει ηλίθιο πχ. όταν πρόκειται για το ίδιο το παιδί του; Όταν κάποιος έχει μεγαλώσει με ομοφυλόφιλο άτομο στο περιβάλλον του πώς θα μπορούσε να το αποκαλέσει υποτιμητικά με τα διάφορα ονόματα της αργκό;
Όλα λοιπόν είναι θέμα του τι έχει κάτσει στη γούνα σου και σε έχει αλλάξει αληθινά ως άνθρωπο, πέρα από υποκρισίες και συγκαταβατικότητες.
Μου αρέσει πολύ ο Παδούρα, είναι μάλλον εμφανές. Και μου αρέσει πολύ ο Κόντε. Αν έπρεπε να ήμουν σώνει και καλά κάποιος άλλος, θα μου άρεσε να είμαι ο Κόντε.
Έμιλυ Ιωάννου