
Ο συγγραφέας που με συγκλόνισε στο «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» ήρθε να αφηγηθεί μια διαφορετική ως προς την εξέλιξη της πλοκής και ως προς τη γραφή της ιστορία! Για πρώτη φορά απολαμβάνω τόσο έντονα την αφηγηματική δεινότητα και την ανεπανάληπτη χειραγώγηση του λόγου και των χαρακτήρων, που μόνο ο Γιάννης Φιλιππίδης γνωρίζει τόσο καλά! Οι ιστορίες των δύο γυναικών, το τότε και το τώρα, μπλέκουν αρμονικά στις σελίδες, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοκαλύπτονται. Πλούσιος σε συναισθήματα και εμπειρίες ο ψυχισμός των δύο γυναικών, ολοκληρωμένοι οι χαρακτήρες τους, λέξεις, λέξεις, λέξεις, δροσιά στα ασπρόμαυρα εφήμερα μονοπάτια των σημερινών βιβλίων. Και στο σήμερα, στην ιστορία της Άννας, φόντο η περιοχή της Κυψέλης στην Αθήνα, με τους στενούς δρόμους, τους μετανάστες, τα μικρομάγαζα, τις πλατείες, το Πεδίον του Άρεως. Καθημερινές και λιγότερο πρωτότυπες ιστορίες, διαφορετική κλιμάκωση, η ληστής που ερωτεύεται τον αστυνομικό που τη διώκει, η γυναίκα που χάνει το φως της και την αξιοπρέπειά της.....
Αν έχετε βαρεθεί να διαβάζετε τα ίδια και τα ίδια, αν πιστεύετε ότι δεν υπάρχουν βιβλία κοινωνικού περιεχομένου με ανατρεπτικό τέλος, διαβάστε αυτό το βιβλίο και θα αναθεωρήσετε! Ο Άνεμος Εκδοτική χαράζει τη δική του πορεία στα λογοτεχνικά δρώμενα και το περιδέραιο των εκδόσεών του εξακολουθεί να με μαγεύει με το ουσιαστικό περιεχόμενο του υλικού του και όχι με την εφήμερη λάμψη της εμφάνισης.
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«...γιατί δεν είχε καθόλου μα καθόλου συγγενείς, οι συγγενείς έτσι κι αλλιώς λιγοστεύουν όταν περισσεύουν σ' ένα σπίτι οι στενοχώριες» (σελ. 15).
«-Στα Γιάννενα μεγάλωσε. -Στα ποια; -Στα Γιαννιτσά. -Αχ, ναι, στα Γιαννιτσά. -Και πού είναι αυτά; -... -Πάνω κάτω; -Κάπου μετά τις Σέρρες. -Και πού πέφτουν οι Σέρρες; -Πλάι στη Φλώρινα. (Οι άτλαντες της Ελλάδας δεν είχαν ποτέ μεγάλη κυκλοφορία)» (σελ. 190).
«Έτσι ήτανε η Αλεξάνδρα: ένα άδειο δωμάτιο χωρίς έπιπλα, φωτιστικό ν' αναψει, άβαφη κι ανέτοιμη, με τα τούβλα θαρρείς. Απροετοίμαστος να δέχεται καλεσμένους ως χώρος κι όμως, εκείνη δεχόταν. Για να μάθει» (σελ. 363).
Πάνος Τουρλής