Μέσα Μάνη, τέλη 19ου αιώνα. Γη ξερή, άνυδρη, ψυχές το ίδιο, υποταγμένες σε άγραφους νόμους και παλαιότατα ήθη. Κανείς δεν είναι λεύτερος, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον κύκλο της οικογένειάς του. Αυστηρότητα, δωρικότητα, λιτότητα, μονοδιάστατες ζωές. Μια συγκλονιστική ιστορία για την Αμπελία που από γύρισμα της τύχης γίνεται σύγκρια στο σπίτι του ξακουστού άρχοντα του τόπου της. Ο πολυπόθητος γιος δεν έρχεται, ο Σκυλόγγονας κινδυνεύει να μείνει χωρίς εγγόνι, οπότε ο γιος πρέπει να πάει με ξένη γυναίκα και να τεκνοποιήσει. Εξαιρετικές αποδόσεις χαρακτήρων, λυρικότατες περιγραφές τόπου, ηθών, εθίμων, καθημερινότητας, αντιλήψεων, ένα υπέροχο κείμενο που με άφησε άφωνο με την αυστηρότητα του τόπου όπου μεγαλώνει η πρωταγωνίστρια του βιβλίου και με τις απανωτές ανατροπές στις ζωές των χαρακτήρων.
Ο ανυποψίαστος για την ανατρεπτική συνέχεια αναγνώστης διαβάζει στην αρχή του μυθιστορήματος: «Αντρειωμένος, δυνατός, ξαπλώνει εδώ ο Ταΰγετος με την πλάτη του στον ήλιο. Κοιτάζει το ακρωτήρι του Ακρίτα ακουμπώντας το δασύτριχο κεφάλι του στην πάμπλουτη μεσσηνιακή γη με τις χοντρές πολύκαρπες ελιές και ξεκουράζει το κορμί από την Αρεόπολη και κάτω. Σκληρή η σάρκα του στους τόπους τούτους, πέτρινα τα φυλλοκάρδια του, διψασμένα κι αδύνατα τα λιόδεντρα που ριζώνουν στα αγκωνάρια του γυμνού του στήθους. Καθώς λιάζεται στο πλευρό, κοιτάει τον ουρανό, κόβει φραγκόσυκα, τα καθαρίζει και δροσίζει το λαρύγγι του. Ύστερα, ευχαριστημένος, βουτάει τα ποδάρια του στη θάλασσα μα σαν τα αναδεύει να παίξει με τα κύματα, το Ταίναρο φουρτουνιάζει» (σελ. 14).
Σκληρή γη η Μάνη, ανελέητη, άκαρπη, τι να σπείρεις, τι να φυτρώσει, πώς να επιβιώσεις στη δύσκολη και απαιτητική ζωή; «Σαν τέλειωσε, λένε, ο Θεός το έργο του, κοσκίνισε τη γης μ’ ένα τεράστιο κόσκινο. Το χώμα το ‘ριξε στη Μεσσηνία και σε μερικά κομμάτια της λακωνικής γης ενώ όλες τις πέτρες που απόμειναν τις έριξε στη Μάνη» (σελ. 14-15). Πέτρες στη γη, πέτρες στην ψυχή. Φόβος για την ευγονία της πέτρας, φόβος για τις πέτρες του αναθέματος έτσι και υποπέσεις σε λάθος. Ένα κοφτερό, αμετανόητο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει η Χρύσα, κόρη ταπεινού αχαμνόμερου, η μετέπειτα σύζυγος. Κι έχει δύσκολο ρόλο, να γεννήσει «ντουφέκια», αρσενικά δηλαδή, όχι «φηλυκά» (άντε ένα το πολύ!). Και δεν της φτάνει μόνο αυτό αλλά έχει και τις δουλειές του νοικοκυριού της, εσωτερικές και εξωτερικές:
«Πού να βρουν καιρό για ξένες έννοιες, να τώρα ο θέρος, μετά το μάζεμα του αλατιού, πιο πίσω το κυνήγι στο Πόρτο Κάγιο, το όργωμα, η σπορά, το λιομάζωμα, η βοσκή, χώρια οι δουλειές του σπιτιού που δεν τελείωναν ποτέ: να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν, να πλύνουν, να κοσκινίσουν, να ζυμώσουν, να φουρνίσουν, να κάνουν τα σύγκλινα και τα λουκάνικα, να βράσουν, να τσουβαλιάσουν και να θαλασσώσουν τα λούπινα για να ξεπικρίσουν, να ξιάσουν ή να γνέσουν τα μαλλιά από τα ζώα, να τα βάψουν, να υφάνουνε σκουτιά και χίλιες άλλες ασχολίες» (σελ. 126).
Η συγγραφέας διαλέγει πολύ προσεκτικά τα λόγια της και τα τοποθετεί σε μια ιδιόμορφη σύνταξη που δίνουν ποιητικότητα στο κείμενο, χωρίς όμως να ελαττώνεται η αυστηρότητα και η ωμότητα. Αποδίδει εξαιρετικά την εποχή, την ντοπιολαλιά, τον τρόπο σκέψης και τη νοοτροπία των Μανιατών (τα ιστορικά στοιχεία για τη δημιουργία της Μάνης που δίνονται στις σελίδες 162-163 ήταν αρκετά κατατοπιστικά), φωτογραφίζει περιστατικά αληθινά, όπως τους καβγάδες μεταξύ Μανιατών και Κρητών στο λιμάνι του Πειραιά τη δεκαετία του 1910 ή την πυρκαγιά στον κινηματογράφο «Καλιφόρνια» το 1950 με 8 θύματα.
Στενοχωρέθηκα και δυσαρεστήθηκα από τα βάσανα που τραβούσε μια γυναίκα, σύζυγος, νοικοκυρά και μάνα, εκείνη την εποχή σε αυτήν την περιοχή (και γενικά στην επαρχία). Αγανάκτησα με την εμμονή στο πατρώο έθιμο που ισοπεδώνει προσωπικότητες, επιθυμίες, πρωτοβουλίες και ελευθερία λόγου και κινήσεων. Ειδικά στο κομμάτι που η σύγκρια φαινόταν ως η μόνη λύση και η συγγραφέας κατέγραψε τους διαλόγους μεταξύ της Χρύσας και του συζύγου της ένιωσα να είμαι μαζί τους στον ίδιο χώρο και θαύμασα το μεγαλείο ψυχής και των δύο ανθρώπων, που η μία παραχωρεί τον σύζυγό της, το στεφάνι και κολώνα της ζωής της όλης, και ο άλλος ουσιαστικά πάει με άλλη γυναίκα, έστω και μόνο προς τεκνοποίηση αλλά πάει με μια ξένη ενώ ο γάμος του είναι σε ισχύ και η νόμιμη σύζυγος είναι στο διπλανό δωμάτιο!
Αυτό το υπέροχο πλαίσιο, αυτές οι σκηνές, η αυστηρότητα και το δέσιμο της πλοκής κατ’ εμέ ελαττώθηκαν όταν η ζωή της σύγκριας Αμπελιάς πήρε τελείως άλλη τροπή στο άτυπο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Ναι, ήταν μεγάλη έκπληξη όσα συνέβησαν, όμως, αν και εξίσου καλογραμμένη, μου φάνηκε σα μια τελείως διαφορετικη ιστορία, που δεν είχε σχέση με το υπόλοιπο κείμενο. Δηλαδή, παρ’ όλο που ο τίτλος του βιβλίου είναι «Η σύγκρια», φωτίζεται η ζωή της Χρύσας, της οικογένειάς της και της οικογένειας των πεθερικών της. Στην πορεία έρχεται η Αμπελιά και από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε τη ζωή της Αμπελιάς, που παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο εντελώς ξαφνικά! Δεν είμαι αντίθετος σε αυτές τις εκπλήξεις, ούτε υπολείπεται σε δύναμη γραφής ή ανατροπές η συνέχεια αλλά γιατί η Αμπελιά δεν πεταγόταν κάπου κάπου ανάμεσα στις προηγούμενες σελίδες, ώστε να αποκτήσει μια πρωτη γνωριμία ο αναγνώστης μαζί της, να καταλάβει ότι το μυθιστόρημα είναι πολυεπίπεδο και θα μας μεταφέρει σε άλλα σημεία του χρόνου και του τόπου στη συνέχεια (a propo το τέλος του βιβλίου ήταν καλή ιδέα, έδεσε σωστά όλες τις άκρες του νήματος);
Αυτό είναι η μόνη μου ένσταση, δηλαδή ο μονομερής φωτισμός σημαντικών προσώπων της ιστορίας, γιατί το κείμενο εν όλω είναι υπέροχο, λεπτοδουλεμένο, καλογραμμένο, ψαγμένο, αληθινό, άμεσο, ωμό και ειλικρινές. Χάρηκα πολύ που γνώρισα άλλη μια εξαιρετική πένα, η οποία είμαι σίγουρος ότι έχει να δώσει πολλά ακόμη!
Πάνος Τουρλής
Ο ανυποψίαστος για την ανατρεπτική συνέχεια αναγνώστης διαβάζει στην αρχή του μυθιστορήματος: «Αντρειωμένος, δυνατός, ξαπλώνει εδώ ο Ταΰγετος με την πλάτη του στον ήλιο. Κοιτάζει το ακρωτήρι του Ακρίτα ακουμπώντας το δασύτριχο κεφάλι του στην πάμπλουτη μεσσηνιακή γη με τις χοντρές πολύκαρπες ελιές και ξεκουράζει το κορμί από την Αρεόπολη και κάτω. Σκληρή η σάρκα του στους τόπους τούτους, πέτρινα τα φυλλοκάρδια του, διψασμένα κι αδύνατα τα λιόδεντρα που ριζώνουν στα αγκωνάρια του γυμνού του στήθους. Καθώς λιάζεται στο πλευρό, κοιτάει τον ουρανό, κόβει φραγκόσυκα, τα καθαρίζει και δροσίζει το λαρύγγι του. Ύστερα, ευχαριστημένος, βουτάει τα ποδάρια του στη θάλασσα μα σαν τα αναδεύει να παίξει με τα κύματα, το Ταίναρο φουρτουνιάζει» (σελ. 14).
Σκληρή γη η Μάνη, ανελέητη, άκαρπη, τι να σπείρεις, τι να φυτρώσει, πώς να επιβιώσεις στη δύσκολη και απαιτητική ζωή; «Σαν τέλειωσε, λένε, ο Θεός το έργο του, κοσκίνισε τη γης μ’ ένα τεράστιο κόσκινο. Το χώμα το ‘ριξε στη Μεσσηνία και σε μερικά κομμάτια της λακωνικής γης ενώ όλες τις πέτρες που απόμειναν τις έριξε στη Μάνη» (σελ. 14-15). Πέτρες στη γη, πέτρες στην ψυχή. Φόβος για την ευγονία της πέτρας, φόβος για τις πέτρες του αναθέματος έτσι και υποπέσεις σε λάθος. Ένα κοφτερό, αμετανόητο περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει η Χρύσα, κόρη ταπεινού αχαμνόμερου, η μετέπειτα σύζυγος. Κι έχει δύσκολο ρόλο, να γεννήσει «ντουφέκια», αρσενικά δηλαδή, όχι «φηλυκά» (άντε ένα το πολύ!). Και δεν της φτάνει μόνο αυτό αλλά έχει και τις δουλειές του νοικοκυριού της, εσωτερικές και εξωτερικές:
«Πού να βρουν καιρό για ξένες έννοιες, να τώρα ο θέρος, μετά το μάζεμα του αλατιού, πιο πίσω το κυνήγι στο Πόρτο Κάγιο, το όργωμα, η σπορά, το λιομάζωμα, η βοσκή, χώρια οι δουλειές του σπιτιού που δεν τελείωναν ποτέ: να μαγειρέψουν, να καθαρίσουν, να πλύνουν, να κοσκινίσουν, να ζυμώσουν, να φουρνίσουν, να κάνουν τα σύγκλινα και τα λουκάνικα, να βράσουν, να τσουβαλιάσουν και να θαλασσώσουν τα λούπινα για να ξεπικρίσουν, να ξιάσουν ή να γνέσουν τα μαλλιά από τα ζώα, να τα βάψουν, να υφάνουνε σκουτιά και χίλιες άλλες ασχολίες» (σελ. 126).
Η συγγραφέας διαλέγει πολύ προσεκτικά τα λόγια της και τα τοποθετεί σε μια ιδιόμορφη σύνταξη που δίνουν ποιητικότητα στο κείμενο, χωρίς όμως να ελαττώνεται η αυστηρότητα και η ωμότητα. Αποδίδει εξαιρετικά την εποχή, την ντοπιολαλιά, τον τρόπο σκέψης και τη νοοτροπία των Μανιατών (τα ιστορικά στοιχεία για τη δημιουργία της Μάνης που δίνονται στις σελίδες 162-163 ήταν αρκετά κατατοπιστικά), φωτογραφίζει περιστατικά αληθινά, όπως τους καβγάδες μεταξύ Μανιατών και Κρητών στο λιμάνι του Πειραιά τη δεκαετία του 1910 ή την πυρκαγιά στον κινηματογράφο «Καλιφόρνια» το 1950 με 8 θύματα.
Στενοχωρέθηκα και δυσαρεστήθηκα από τα βάσανα που τραβούσε μια γυναίκα, σύζυγος, νοικοκυρά και μάνα, εκείνη την εποχή σε αυτήν την περιοχή (και γενικά στην επαρχία). Αγανάκτησα με την εμμονή στο πατρώο έθιμο που ισοπεδώνει προσωπικότητες, επιθυμίες, πρωτοβουλίες και ελευθερία λόγου και κινήσεων. Ειδικά στο κομμάτι που η σύγκρια φαινόταν ως η μόνη λύση και η συγγραφέας κατέγραψε τους διαλόγους μεταξύ της Χρύσας και του συζύγου της ένιωσα να είμαι μαζί τους στον ίδιο χώρο και θαύμασα το μεγαλείο ψυχής και των δύο ανθρώπων, που η μία παραχωρεί τον σύζυγό της, το στεφάνι και κολώνα της ζωής της όλης, και ο άλλος ουσιαστικά πάει με άλλη γυναίκα, έστω και μόνο προς τεκνοποίηση αλλά πάει με μια ξένη ενώ ο γάμος του είναι σε ισχύ και η νόμιμη σύζυγος είναι στο διπλανό δωμάτιο!
Αυτό το υπέροχο πλαίσιο, αυτές οι σκηνές, η αυστηρότητα και το δέσιμο της πλοκής κατ’ εμέ ελαττώθηκαν όταν η ζωή της σύγκριας Αμπελιάς πήρε τελείως άλλη τροπή στο άτυπο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Ναι, ήταν μεγάλη έκπληξη όσα συνέβησαν, όμως, αν και εξίσου καλογραμμένη, μου φάνηκε σα μια τελείως διαφορετικη ιστορία, που δεν είχε σχέση με το υπόλοιπο κείμενο. Δηλαδή, παρ’ όλο που ο τίτλος του βιβλίου είναι «Η σύγκρια», φωτίζεται η ζωή της Χρύσας, της οικογένειάς της και της οικογένειας των πεθερικών της. Στην πορεία έρχεται η Αμπελιά και από ένα σημείο και μετά παρακολουθούμε τη ζωή της Αμπελιάς, που παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο εντελώς ξαφνικά! Δεν είμαι αντίθετος σε αυτές τις εκπλήξεις, ούτε υπολείπεται σε δύναμη γραφής ή ανατροπές η συνέχεια αλλά γιατί η Αμπελιά δεν πεταγόταν κάπου κάπου ανάμεσα στις προηγούμενες σελίδες, ώστε να αποκτήσει μια πρωτη γνωριμία ο αναγνώστης μαζί της, να καταλάβει ότι το μυθιστόρημα είναι πολυεπίπεδο και θα μας μεταφέρει σε άλλα σημεία του χρόνου και του τόπου στη συνέχεια (a propo το τέλος του βιβλίου ήταν καλή ιδέα, έδεσε σωστά όλες τις άκρες του νήματος);
Αυτό είναι η μόνη μου ένσταση, δηλαδή ο μονομερής φωτισμός σημαντικών προσώπων της ιστορίας, γιατί το κείμενο εν όλω είναι υπέροχο, λεπτοδουλεμένο, καλογραμμένο, ψαγμένο, αληθινό, άμεσο, ωμό και ειλικρινές. Χάρηκα πολύ που γνώρισα άλλη μια εξαιρετική πένα, η οποία είμαι σίγουρος ότι έχει να δώσει πολλά ακόμη!
Πάνος Τουρλής