
Ιστορίες, ανατροπές, άνθρωποι, ένα διακριτικό ιστορικό φόντο μα πάνω απ’ όλα η εκπληκτική γραφή του Τζέφρι Άρτσερ με κράτησαν και σε αυτό το βιβλίο στο οποίο γυρνούσα μανιωδώς τις σελίδες για να προχωρήσω παρακάτω. Σε πολύ γενικές γραμμές το μοτίβο εξακολουθεί να είναι το ίδιο όμως ο στρατηγικός σχεδόν σχεδιασμός των εξελίξεων εξακολουθεί να με αφήνει με κομμένη την ανάσα. Πάλι έχουμε δολοπλοκίες με το χρηματιστήριο και με τα ποσοστά των μετοχών που ανεβοκατεβάζουν μέλη του ΔΣ όλη την ώρα ακριβώς την πιο κρίσιμη για τα σχέδια των καλών και των κακών στιγμή, ξανά δικαστικές σκηνές, ολοζώντανες, λες και ο συγγραφέας μετέτρεψε σε μυθιστόρημα πραγματικές δίκες, απλώς τώρα δε μας χωράει η Αγγλία και επεκτεινόμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο και το Λένινγκραντ.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως η περίπτωση του Μπαμπάκοφ δε με ενδιαφέρει και κακώς εντάχθηκε και αναπτύχθηκε ως ιδέα. Από την άλλη όμως είμαστε στη δεκαετία του 1960, επομένως πώς θα δώσει ιστορικό ρεαλισμό κάποιος σε αυτήν την περίοδο, αν δεν αναφερθεί στην τρομερή εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με όλες τις συνέπειες που είχε για τον κόσμο, από τη στιγμή μάλιστα που η δράση εκτυλίσσεται στην κραταιά Μεγάλη Βρετανία; Έτσι λοιπόν απόλαυσα τη γραφή του Τζέφρι Άρτσερ που μου θύμισε τα κατασκοπικά έργα του Τζων Λε Καρέ, αγνόησα την υπερφυσική ιδιότητα του Χάρι Κλίφτον να είναι σε θέση να απομνημονεύσει ολόκληρο βιβλίο και να το ξαναγράψει αυτολεξεί και συγκινήθηκα με τον αδιέξοδο έρωτα που γεννήθηκε μεταξύ Τζάιλς Μπάρινγκτον και Κάριν Μπραντ, της διερμηνέως του. Μέσα από αυτές τις ιστορίες αναπαραστάθηκαν πειστικά οι συνθήκες διαβίωσης και σχεδόν φυλάκισης των κατοίκων στο Ανατολικό Βερολίνο και στη Ρωσία, οι ιστορίες των ανθρώπων που παγιδεύτηκαν και χωρίστηκαν από τις οικογένειές τους. Ειδικά ως προς το Βερολίνο οι διαδικασίες των συνόρων (στο Σημείο Ελέγχου Τσάρλυ είχα μεταβεί κι εγώ πρόσφατα κι ακόμη υπάρχει μια ανατριχίλα) ήταν ρεαλιστικές και απόλυτα αληθοφανείς.
Δε θα ξεχάσω επίσης ποτέ τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο Χάρι Κλίφτον την υπόθεση του βιβλίου που έγραψε ο Μπαμπάκοφ για τον Στάλιν κι εξαιτίας του φυλακίστηκε κατόπιν μιας δίκης-παρωδία. Έφτασε σε σημείο να αναγκαστεί να υπογράψει μια δήλωση που θα τον ταπείνωνε σε όλο τον κόσμο και θα έριχνε την καριέρα του στα Τάρταρα, η αμάθεια όμως των Ρώσων τον βοήθησε να εκεμταλλευτεί την κατάσταση υπέρ του με τον πιο έξυπνο και ευρηματικό τρόπο που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Κάτι τέτοια μικροτεχνάσματα είναι που δε με αφήνουν να βαρεθώ όσο διαβάζω τα συναρπαστικά Χρονικά!
Από την άλλη, δε μου άρεσε η νέα προεκλογική εκστρατεία του Τζάιλς Μπάρινγκτον, μιας και πάλι είχαμε άγρα υποψηφίων, αναλυτική καταγραφή των διαδικασιών που απαιτούνται, debates (μέχρι και η ίδια ερώτηση περί των συζύγων των υποψηφίων διατυπώθηκε) και ξανά η διαφορά μεταξύ Βουλής των Λόρδων και Βουλής των Κοινοτήτων. Απλώς εδώ έγινε πιο ενδιαφέρον το πράγμα, μιας και αντίπαλον δέος του Τζάιλς ήταν ο ταγματάρχης Φίσερ! Ποιος λοιπόν από τους δύο θα εκλεγεί και τι συνέπειες θα έχει αυτό στη ζωή του αντιπάλου;
Η Μπάρινγκτον κατάφερε να αποκρύψει την απόπειρα της τρομοκρατικής επίθεσης του ΙΡΑ και το Μπάκιγχαμ τα πάει πολύ καλά ενώ γενικώς η ακτοπλοΐα πολυτελείας αρχίζει ν’ ανθίζει στον κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά ο Φίσερ και η Βιρτζίνια, ο Σλόουν και ο Μέλορ μπαινοβγαίνουν στο ΔΣ και στις ζωές των πρωταγωνιστών με πάμπολλα τερτίπια και μηχανορραφίες, με διαφορετικές κάθε φορά συνέπειες και κόστος. Δυστυχώς έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουμε κάποιον από αυτούς με έναν τρόπο που με κλόνισε. Τον θεώρησα άδικο και ίσως άκαιρο, σύντομα όμως κατάλαβα πως μόνο έτσι θα μπορούσε να δοθεί ολόκληρη η προσωπικότητα: ακεραιότητα μέχρι τέλους, πίστη και υποταγή σε έναν και μοναδικό σκοπό κι αν δεν τα καταφέρεις, θεαματική εξοδος!
Κλείνοντας, έχω να πω πως το τέλος του βιβλίου ήταν πραγματική έκπληξη! Διάβαζα, διάβαζα, γυρνούσα σελίδες, γυρνούσα και τσουπ! Ξαφνικά δεν είχε άλλο! Δε σταμάτησε δηλαδή το βιβλίο με ένα ολοκληρωμένο κεφάλαιο, αφήνοντας τη συνέχεια της ιστορίας σε εκκρεμότητα αλλά ήταν λες και διακόπηκε ξαφνικά το βιβλίο ή τελείωσε το χαρτί! Κι έμεινα μετέωρος! Όσο και να θες να αφήνεις τον αναγνώστη σε αγωνία για το επόμενο βιβλίο, δεν είναι καλό να ακολουθείς τέτοιες ιδέες. Σε αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο κόβανε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 τις περιπέτειες των ηρώων τους τα λαϊκά μυθιστορήματα και τα εξαίσια δείγματα παραλογοτεχνίας, τύπου Μικρός Ήρως και Μικρός Αρχηγός κλπ. Κατ’εμέ λοιπόν, αν και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές και ψυχογραφικές αξιώσεις, τα Χρονικά των Κλίφτον και κυρίως οι αναγνώσες τους δεν αξίζουν μιας τέτοιας αντιμετώπισης. Κάτι τέτοια είναι που με αναγκάζουν να συγκεντρώνω πρώτα όλα τα βιβλία της σειράς και μετά να τα διαβάζω. Πάω για το επόμενο!
Πάνος Τουρλής