"Η καρδερίνα" της Donna Tartt είναι ένα ογκώδες βιβλίο σχεδόν χιλίων σελίδων, που υμνήθηκε σφόδρα από τους κριτικούς, κέρδισε το Pulitzer λογοτεχνίας του 2014 και δίχασε το αναγνωστικό κοινό.
Αν και προσωπικά τρέφω τεράστια απέχθεια για τα πολύ μεγάλα βιβλία, το συγκεκριμένο μου άρεσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη μπορώ να του βρω το παραμικρό ψεγάδι, να αδυνατώ καν να κατανοήσω πώς υπήρξαν άνθρωποι - πολλοί γνωστοί μου, μάλιστα - που το θεώρησαν ανιαρό, αργό, υπερβολικά περιγραφικό. Έκανα καιρό να το τελειώσω, ναι. Με συντρόφεψε γύρω στους δυο μήνες, όπου το διάβαζα τα παγωμένα απογεύματα μετά τη δουλειά, τις νύχτες λίγο προτού πέσω για ύπνο, κάποια αρρωστημένα πρωινά μετά από μεθύσια ή κουκουλωμένη κάτω από κουβέρτες με ρίγη πυρετού και πονόλαιμο.
Αρχικά, είχα μια αίσθηση κλασικού βιβλίου του Dickens : το παιδάκι που υποφέρει και τραβάει τα πάνδεινα μέσα στον σκληρό και αφιλόξενο κόσμο - γενικά, μου δημιούργησε στην αρχή μια αίσθηση παλαιότερου, καθόλου σύγχρονου μυθιστορήματος. Αργότερα, αυτή η αίσθηση μεταλλάχθηκε πολλές φορές : από παραληρηματικό road / drug novel σε κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα τύπου Fitzgerald και από βίαιο αστυνομικό σε φιλοσοφική πραγματεία περί τέχνης, ομορφιάς και νοήματος της ζωής.
Η ιστορία, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής : ο δεκατριάχρονος Θίο Ντέκερ χάνει την αγαπημένη του μητέρα σε μια τρομοκρατική επίθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος καταφέρνει να βγει ζωντανός από αυτό το τραυματικό συμβάν, αφού έχει πρώτα γνωρίσει μες στα ερείπια έναν ετοιμοθάνατο, αινιγματικό, γηραιό κύριο, ο οποίος του δίνει το δαχτυλίδι του και τον στέλνει συστημένο σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Τον ωθεί, επίσης, να πάρει μαζί του την \"Καρδερίνα\", τον διάσημο, μικροσκοπικό πίνακα του Carel Fabritius. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκινά για τον μικρό Θίο ένας περιπετειώδης και άγριος βίος : από ένα μαγαζί με αντίκες, όπου βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του στο πλούσιο σπίτι του φίλου του, Άντι, και από εκεί στο Λας Βέγκας με τον αλκοολικό και τζογαδόρο πατέρα του, όπου θα γνωρίσει το πλέον μοιραίο άτομο της ζωής του, τον ρώσο απατεωνίσκο και ναρκομανή Μπόρις, και από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά στη διαρκή αναζήτηση για κάτι φευγαλέο και άπιαστο, στη σκληρή δουλειά, τις απατεωνιές και τα πλούτη, για να καταλήξει τελικά σε ένα ζοφερό ταξίδι στο Άμστερνταμ, όπου όλα αρχικά θα συσκοτιστούν και έπειτα θα ξεκαθαρίσουν μια για πάντα.
Η "Καρδερίνα" είναι πυκνογραμμένη, καθώς όμως είναι χωρισμένη σε πολλά μικρά κεφάλαια και διαθέτει διαρκείς ανατροπές, δε σε αφήνει να βαρεθείς στιγμή, δε σε αφήνει, ουσιαστικά, να πάρεις ανάσα. Δεν είναι απλά μια αγχωμένη οδύσσεια, ένα δραματικό, μυητικό ταξίδι ενηλικίωσης του ήρωα. Είναι κυρίως ένα συμβολικό έργο για τη δύναμη της ομορφιάς, για αυτό το \"εντελώς ιδιωτικό σκίρτημα...που μας διδάσκει να τραγουδάμε στον εαυτό μας για να αντέξουμε την απόγνωση\". Είναι ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα, ένα βιβλίο που αξίζει να θεωρείται πια κλασικό!
Μαρία Τσουκανά
Αν και προσωπικά τρέφω τεράστια απέχθεια για τα πολύ μεγάλα βιβλία, το συγκεκριμένο μου άρεσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη μπορώ να του βρω το παραμικρό ψεγάδι, να αδυνατώ καν να κατανοήσω πώς υπήρξαν άνθρωποι - πολλοί γνωστοί μου, μάλιστα - που το θεώρησαν ανιαρό, αργό, υπερβολικά περιγραφικό. Έκανα καιρό να το τελειώσω, ναι. Με συντρόφεψε γύρω στους δυο μήνες, όπου το διάβαζα τα παγωμένα απογεύματα μετά τη δουλειά, τις νύχτες λίγο προτού πέσω για ύπνο, κάποια αρρωστημένα πρωινά μετά από μεθύσια ή κουκουλωμένη κάτω από κουβέρτες με ρίγη πυρετού και πονόλαιμο.
Αρχικά, είχα μια αίσθηση κλασικού βιβλίου του Dickens : το παιδάκι που υποφέρει και τραβάει τα πάνδεινα μέσα στον σκληρό και αφιλόξενο κόσμο - γενικά, μου δημιούργησε στην αρχή μια αίσθηση παλαιότερου, καθόλου σύγχρονου μυθιστορήματος. Αργότερα, αυτή η αίσθηση μεταλλάχθηκε πολλές φορές : από παραληρηματικό road / drug novel σε κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα τύπου Fitzgerald και από βίαιο αστυνομικό σε φιλοσοφική πραγματεία περί τέχνης, ομορφιάς και νοήματος της ζωής.
Η ιστορία, σε γενικές γραμμές, έχει ως εξής : ο δεκατριάχρονος Θίο Ντέκερ χάνει την αγαπημένη του μητέρα σε μια τρομοκρατική επίθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος καταφέρνει να βγει ζωντανός από αυτό το τραυματικό συμβάν, αφού έχει πρώτα γνωρίσει μες στα ερείπια έναν ετοιμοθάνατο, αινιγματικό, γηραιό κύριο, ο οποίος του δίνει το δαχτυλίδι του και τον στέλνει συστημένο σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Τον ωθεί, επίσης, να πάρει μαζί του την \"Καρδερίνα\", τον διάσημο, μικροσκοπικό πίνακα του Carel Fabritius. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκινά για τον μικρό Θίο ένας περιπετειώδης και άγριος βίος : από ένα μαγαζί με αντίκες, όπου βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του στο πλούσιο σπίτι του φίλου του, Άντι, και από εκεί στο Λας Βέγκας με τον αλκοολικό και τζογαδόρο πατέρα του, όπου θα γνωρίσει το πλέον μοιραίο άτομο της ζωής του, τον ρώσο απατεωνίσκο και ναρκομανή Μπόρις, και από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά στη διαρκή αναζήτηση για κάτι φευγαλέο και άπιαστο, στη σκληρή δουλειά, τις απατεωνιές και τα πλούτη, για να καταλήξει τελικά σε ένα ζοφερό ταξίδι στο Άμστερνταμ, όπου όλα αρχικά θα συσκοτιστούν και έπειτα θα ξεκαθαρίσουν μια για πάντα.
Η "Καρδερίνα" είναι πυκνογραμμένη, καθώς όμως είναι χωρισμένη σε πολλά μικρά κεφάλαια και διαθέτει διαρκείς ανατροπές, δε σε αφήνει να βαρεθείς στιγμή, δε σε αφήνει, ουσιαστικά, να πάρεις ανάσα. Δεν είναι απλά μια αγχωμένη οδύσσεια, ένα δραματικό, μυητικό ταξίδι ενηλικίωσης του ήρωα. Είναι κυρίως ένα συμβολικό έργο για τη δύναμη της ομορφιάς, για αυτό το \"εντελώς ιδιωτικό σκίρτημα...που μας διδάσκει να τραγουδάμε στον εαυτό μας για να αντέξουμε την απόγνωση\". Είναι ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα, ένα βιβλίο που αξίζει να θεωρείται πια κλασικό!
Μαρία Τσουκανά