Ο Άλεξ ζει στη Βιέννη και προσπαθεί να ξεφύγει από τη μέτρια ζωή του και τη βαρετή δουλειά του. Έχει έναν κύκλο γνωριμιών, κάνει διαλογισμό, δυο γυναίκες όμως θα τον φέρουν στα όριά του και θα τον αναγκάσουν να δει βαθιά μέσα του για να γλυτώσει τη μοναξιά και την απόγνωση. Θα καταφέρει μια δεύτερη μύηση να του δείξει το σωστό μονοπάτι και να τον βοηθήσει να βρει τη λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα;
Ο Μάνος Ταμιωλάκης στο πρώτο του μυθιστόρημα ενηλίκων καταγράφει με τρόπο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον την προσωπική οδύσσεια ενός άντρα που προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του και τη θέση του στο γύρω του περιβάλλον. Είναι ένα κείμενο πλούσιο σε σκηνές, εξελίξεις και ανατροπές, αν και η εσωτερικότητά του μειώνει τη δράση. Ο συγγραφέας, δάσκαλος του τάι τσι και του κουνγκ φου, δεν εκμεταλλεύεται το κείμενο για να το γεμίσει με πληροφορίες γύρω από την ανατολική φιλοσοφία ούτε έχει γράψει ένα βιβλίο αυτοβοήθειας. Αντίθετα, έχει καταστρώσει πολύ προσεκτικά τη ζωή του Άλεξ, έχει σχεδιάσει με μεγάλη προσοχή τις ανατροπές στη ζωή του ήρωα που θα αλλάξουν τον δρόμο του καθ’ οδόν για την αυτογνωσία, τον έχει πλαισιώσει με εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες και χρησιμοποιεί ωραία καλολογικά και πολλά πραγματολογικά στοιχεία κυρίως γύρω από τη Βιέννη και τη Σεούλ ώστε να προσδώσει αληθοφάνεια και ρεαλισμό στα γεγονότα.
Ο Άλεξ εργάζεται σ’ ένα Ινστιτούτο Έρευνας Αγοράς κι έχει κουραστεί από τη μονοτονία της δουλειάς, όπου επιπλέον αντιμετωπίζει ίντριγκες, χειραγώγηση από το αφεντικό, τρικλοποδιές, γκρίνια. Είναι αρκετά νέος για ν’ ακολουθεί κάθε θέληση για ζωή και τις εύκολες ευτυχίες, πράγματα που τον οδηγούν σε λάθη και εσωτερικούς προβληματισμούς. Ο Άλεξ βγήκε από μια σχέση που είχε τελειώσει με ψυχικά τραύματα και σύντομα μπλέκεται σε μία άλλη που σταδιακά θα αποδειχθεί χειρότερη από ψυχολογικής άποψης κι αυτό είναι ένα βαρίδι που τον τραβάει όλο και πιο κάτω. Δύο χρόνια μετά τη σχέση του με την Άννα, ο Άλεξ νιώθει πως παραδόθηκαν σε μια συμβατική καθημερινότητα. Ακόμη κι όταν μια αναποδιά φέρνει την Άννα στα όριά της ο Άλεξ επιμένει: «…δεν μπορούσα να φύγω εγώ, έπρεπε να μ’ αφήσει εκείνη»! Φυσικά ακολουθούν διάφορες ανατροπές ώσπου συναντάει τη Σαμπίνε, τη σύντροφο ενός από τους ιδιοκτήτες του μπαρ όπου συχνάζει και μαγεύεται από την παρουσία της. Είναι μια γυναίκα μ’ έναν αέρα «εξυπνάδας, ευελιξίας και διαπερατότητας» που θα κάνει τον Άλεξ να ζήσει πολλά μαζί της με ψυχικό και ψυχολογικό κόστος. Η σχέση τους καταγράφεται αντικειμενικά και αμερόληπτα, φωτίζονται και οι δύο εξίσου, τα λάθη τους, η υπομονή τους, τα αισθήματά τους. Κακοποίηση και παθητικότητα αποτυπώνονται σε αυτήν τη σχέση και βλέπουμε πώς οδηγούνται αυτοί οι δύο άνθρωποι από την αγάπη και το πάθος στην αναμονή, στα πισωγυρίσματα, στα άκρα. Η αλήθεια της Σαμπίνε «έχει πάντα δύο όψεις και γι’ αυτό δεν ξέρει ποια να υπερασπιστεί κάθε φορά» (σελ. 311).
Ο Άλεξ έχει κι έναν κύκλο από φίλους και γνωστούς, όπως τον Γουάνγκ, λάτρη του διαλογισμού, στον οποίο μυεί τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Τον χαρακτηρίζει μάλιστα βάσει των τσάκρα του «εγωκεντρικό ηδονιστή» και τον βοηθάει στο ταξίδι της αυτογνωσίας: «…δεν έχεις τον έλεγχο του εαυτού σου αφού τα συναισθήματά σου εξαρτώνται από τη συμπεριφορά των άλλων απέναντί σου». Χάρη στον Γουάνγκ έμαθα πως όσοι διαλογίζονται, όσοι προσεύχονται κλπ. αυξάνουν την ευαισθησία τους, μιας κι έχει αλλάξει η κατάσταση του νου τους, κάτι που όμως προέρχεται από την ευαισθητοποίηση του σώματος κι αυτό θέλει εξάσκηση. «Οι σκέψεις γίνονται λίγο πιο ευγενείς, είμαστε λιγότερο εγωιστές και δείχνουμε περισσότερο σεβασμό και προσοχή στον άλλον» (σελ. 49). Το «Κουτί της Πανδώρας», το στέκι του Άλεξ και της παρέας του, είναι ένα μπαρ ξεχασμένο κι απ’ τον Θεό, μια «σκουληκότρυπα του χωροχρόνου», ένα «καταφύγιο για τη ζωή που κυλούσε ορμητικά στις φλέβες μας αλλά και η καλύτερη πρόφαση για την αυτοεπιβεβαίωσή μας» (σελ. 17). Αυτό το μέρος είναι η μόνη σταθερά στη ζωή του ήρωά μας και των φίλων του κι εκεί συμβαίνουν διάφορα κωμικοτραγικά περιστατικά, μέσα από τα οποία τους γνωρίζουμε καλύτερα και βλέπουμε πώς αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους και με τον Άλεξ.
Ο συγγραφέας ρίχνει τη διεισδυτική του ματιά και στους τόπους δράσης του βιβλίου του, με προεξάρχουσα τη Βιέννη, την πόλη που, ειδικά μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, άλλαξε η ζωή της. Περπατάμε σε λεωφόρους και δρόμους, σε μνημεία και πάρκα, στον Δούναβη και στον αντεργκράουντ έβδομο τομέα που παίρνει ζωή τη νύχτα. Μια πόλη που «…μοιάζει ήσυχη σαν τον χειμώνα και παίρνει πάντα καιρό στον κάθε επισκέπτη μέχρι να διαπιστώσει την υφέρπουσα ένταση» (σελ. 33). Κι όμως «ξεπηδάνε από μέσα της χιλιάδες μοναξιές μέσα στο πλήθος και στους πολύβουους δρόμους της» (σελ. 34). Εξίσου παραστατικά δίνονται η Νότια Κορέα, με τη Σεούλ να δίνει πρωτόγνωρα ερεθίσματα στον Άλεξ αλλά και το Ρέθυμνο, όπου ο πρωταγωνιστής βιώνει στιγμές ανάπαυλας από τα μπερδέματα και τους προβληματισμούς του. «Το Ρέθυμνο έχει μια ανάλαφρη γλυκύτητα», αναφέρεται στο κείμενο. Με απρόσμενο τρόπο μπαίνουν στη ροή της αφήγησης και η Σκιάθος με το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένα προσκύνημα για τον αφηγητή που εντυπωσιάστηκε από τη μορφή του και αποφάσισε να διαβάσει τα γραπτά του. Τελικά: «…ο κόσμος είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να αντιληφθούμε… Η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο είναι στην πραγματικότητα μια συμβιβαστική μετάφραση που κάνει ο νους μας» (σελ. 116). Αναφορές στην Άνοιξη της Πράγας, στον Φραντς Κάφκα, στον Ρίχαρντ Βάγκνερ κ. ά. εμπλουτίζουν το κείμενο ακόμη περισσότερο, βάζοντας τους ήρωες να δρουν και να σκέφτονται σ’ ένα υπαρκτό σύμπαν, σ’ έναν ρεαλιστικό χωροχρόνο, όσο ο συγγραφέας αφήνει ψήγματα φιλοσοφίας και αυτοβοήθειας σε διάφορα σημεία ως μικρές εκπλήξεις, απόλυτα ταιριαστές όμως με τις αντιδράσεις και τον τρόπο σκέψης των χαρακτήρων, μιας και επηρεάζονται από αυτά λιγότερο ή περισσότερο.
Χάρη στο μυθιστόρημα, που είναι γεμάτο από ενδιαφέροντα και διεισδυτικά ψυχογραφήματα, έμαθα πολλά γύρω από τη φιλοσοφία του κόσμου που μας περιβάλλει και κατάλαβα πολλές βασικές αρχές για ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Μάλιστα, οι σκέψεις του συγγραφέα, οι απόψεις του και τα διαχρονικά μηνύματα που παρατίθενται ως αντικείμενο εμβριθούς μελέτης του στην ανατολική φιλοσοφία, καταγράφονται συντομευμένα και περιληπτικά, ίσα για να τονίσουν / τεκμηριώσουν την τρέχουσα κατάσταση του Άλεξ και των συνοδοιπόρων του σε αυτό το ταξίδι. Πολλές φορές μάλιστα εντυπωσιαζόμουν από την απλότητα της διατύπωσης και τις ενδιαφέρουσες παρομοιώσεις: «…όλη μας η προσπάθεια ως άνθρωποι είναι πώς να βγάλει ο καθένας το δικό του κεφάλι έξω απ’ το νερό…η στάθμη ως διά μαγείας ανυψώνεται κι πάλι απ’ την αρχή…Οι περισσότεροι κάνουμε σημαία αυτή μας την προσπάθεια, δημιουργούμε γύρω της μια προσωπική μυθοπλασία…ικανοποιούμαστε όταν το δικό μας κεφάλι είναι πάνω απ’ το νερό, απελπιζόμαστε όταν βυθίζεται κι όλο αυτό … το θεωρούμε ζωή» (σελ. 22-23). Οι άνθρωποι είναι: «Υποτακτικοί στους από πάνω, σκληροί στους από κάτω. Πάνω στον φόβο τους χτίστηκαν κοινωνίες, πάνω στο δέος τους εξαπλώθηκαν θρησκείες» (σελ. 27). Κι εμείς: «…επιλέγουμε μάλλον σε τι να υποταχθούμε παρά από τι να απελευθερωθούμε» (σελ. 37). Στις σχέσεις «νιώθουμε συνήθως οικειότητα, πολλές φορές δυνατό έρωτα, όμως εγώ πιστεύω ότι ο παράγοντας που κρίνει εντέλει τη διάρκεια είναι το αν υπάρχει από την αρχή βαθιά αίσθηση ηρεμίας ή όχι» (σελ. 162), οπότε «…μέσα σ’ αυτόν τον ωφελιμιστικό κόσμο είναι ευλογία και αληθινή τύχη να σ’ αγαπάει κάποιος χωρίς να του είσαι χρήσιμος» (σελ. 121). Πόσο σημαντικές και ευτυχισμένες είναι οι παιδικές αναμνήσεις: «…δεν υπάρχει ανεμελιά, αν δεν υπάρχει κάποιος να σε περιμένει» (σελ. 254).
«Η δεύτερη μύηση» είναι ένα μυθιστόρημα ποτισμένο με την ανατολική φιλοσοφία και τα πλεονεκτήματα του διαλογισμού αλλά δεν παύει να είναι ένα καλογραμμένο κείμενο γεμάτο ανατροπές και απρόσμενα γεγονότα. Από τη μια, μαθαίνουμε πολλά για τον εαυτό μας και για το σύμπαν μέσα από τις συνεδρίες με τον Γουάνγκ κι από την άλλη παρακολουθούμε τον δύσκολο αγώνα αυτογνωσίας ενός ανθρώπου που μπλέκει με τη μία ακατάλληλη γυναίκα μετά την άλλη, νιώθει χειραγωγημένος στη δουλειά του και προσπαθεί να λύσει το ψυχοσυναισθηματικό του κουβάρι κάνοντας διαρκώς λάθη. Έχουμε έτσι μια βαθιά, διεισδυτική ψυχογραφία ενός ανθρώπου που πνίγεται σε μια τελματωμένη καθημερινότητα και προσπαθεί να βρει τι του φταίει, τι πρέπει να αλλάξει, χωρίς να παύει να υποκύπτει στις ανθρώπινες αδυναμίες, είτε εγωισμός είναι αυτό είτε ανάγκη για εξωσυζυγική σχέση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν οι περιγραφές της Βιέννης και της Σεούλ που ζωντανεύουν παραστατικά και ρεαλιστικά κάθε σκοτεινή και φωτεινή γωνιά, οδηγώντας μας σε σημεία λιγότερο γνωστά από τις τουριστικές ατραξιόν. Είναι μια ιστορία που ξεδιπλώνεται αργά αλλά ουσιαστικά και περιεκτικά, με έναν τρόπο γραφής που μου θύμισε την εσωτερικότητα του συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη, ειδικά στο «Μπαρ Φλωμπέρ», χωρίς έντονες ανατροπές και σκηνές δράσης. Η πλοκή εξελίσσεται κυρίως μέσα από τις αλληλοεπιδράσεις των χαρακτήρων, αλλά η αφήγηση, οι εναλλαγές οπτικών γωνιών, η αρμονική μίξη φιλοσοφίας και μυθοπλασίας και πολλά άλλα θετικά γνωρίσματα με κράτησαν ως το τέλος. Είναι μια διαφορετική αναγνωστική πρόταση που με κέρδισε από την αρχή ως το τέλος.
Πάνος Τουρλής