Το κυδώνι είναι ένα μυρωδάτο γλυκό, δύσκολο μέχρι να το φτιάξεις αλλά μετά...το αποτέλεσμα είναι θαυμάσιο! Εύγεστο, μεστό, κεχριμπαρένιο, γλυκό και πάντα θέλεις κι άλλο. Άσε που μοσχομυρίζει το σπίτι! Ε, αυτό ακριβώς είναι και το βιβλίο των εκδόσεων Τσουκάτου. Ένα επιτυχημένο γλυκό του κουταλιού, μυρωδάτο, δύσκολο να το γράψεις αλλά το αποτέλσμα είναι πετυχημένο και δικαίωσε τον νεαρότατο συγγραφέα! Εύγεστο, μεστό, κεχριμπαρένιο, γλυκό, θέλω κι άλλο! Όταν το τελείωσα στενοχωρέθηκα. Ήταν τόσο γεμάτο το ταξίδι σε αυτές τις σελίδες, ήταν τόσα πολλά τα μυστικά και οι περιπέτειες που μοιράστηκε ο συγγραφέας μαζί μας, που το βάζο άδειασε και τώρα γλύφω τον πάτο!
Το βιβλίο είναι ένα πετυχημένο γλυκό του κουταλιού: με το κυδώνι της πλοκής, το λεμόνι των ανατροπών και των δυσκολιών, το νερό της λησμονιάς που αντικαθιστά τα ευχάριστα με τα δυσάρεστα, τη ζάχαρη της χαράς και της ευτυχίας και την κανέλα μιας όμορφης, γεμάτης ζωής. Και το κουτάλι του μυαλού θέλει να βυθιστεί κι άλλο στις κεχριμπαρένιες λέξεις, στο σιρόπι των σελίδων, να διαβάσει παρακάτω και λίγο ακόμα.
Η ιστορία αφορά την οικογένεια Δημητρίου και Αναστασίας Δαδιώτη από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, μια αστική οικογένεια επιτυχημένων εμπόρων σε μια ελληνοκρατούμενη πόλη της Τουρκίας. Διαβάζουμε για την καθημερινότητά τους, την ανατροφή των παιδιών τους, Κατίνας, Δήμητρας και Βάγγου, για τις συνθήκες ζωής στις Κυδωνίες, για τα καφενεία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, το τελωνείο, το εμπόριο, τα παιχνίδια, τις εκδρομές, για όλα όσα αποτελούσαν τα όμορφα, ανέμελα χρόνια μιας καλοβαλμένης οικονομικά οικογένειας πριν ξεσηκωθεί ο τουρκικός όχλος.
Η οικογένεια Δαδιώτη αναγκάζεται να μεταναστεύσει το 1917, μετά τον πρώτο διωγμό που υπέστη το ελληνικό στοιχείο, στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσε ο αδερφός του Δημητρίου Δαδιώτη. Εκεί ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο για την οικογένεια και η υπέροχη γραφή μας ξεναγεί στις συνήθειες του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη της εποχής. Όταν αποβιβάζεται ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη η οικογένεια Δαδιώτη επιστρέφει στην οικία της, ανασκουμπώνεται και συνεχίζει την καθημερινότητά της ως το τραγικό τέλος του 1922 και τον διωγμό τους στη Μυτιλήνη.
Έρωτες, χαρές, αγάπες, λύπες, ανατροπές, η πιστή οικονόμος του σπιτού Κοκώ, μέλος της οικογένειας και όχι υπηρέτρια, ο Τούρκος Φατίχ Αλή που φυγάδευσε την αγαπημένη του οικογένεια στις δύσκολες στιγμές, η αγωνία του οριστικού ξεριζωμού, η κατάντια των προσφύγων, η άνοδος και η πτώση, όλα είναι εδώ, με τρόπο νοσταλγικό και γλυκόπικρο. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μαεστρία να αποφύγει τις συναισθηματικές κορώνες και τους παροξυσμούς και να δώσει έμφαση στην καθημερινότητα, τα ήθη και τις συνήθειες του ελληνικού στοιχείου και να μας μεταφέρει την τραγωδία των ανθρώπων ως ανθρώπων και όχι ως αριθμούς στη μικρασιατική εκστρατεία. Οι ήρωες έχουν ονόματα, ιστορία, παρελθόν, πλούτη, καταγωγή και ανατροφή. Και ας τους χτυπά αλύπητα η μοίρα, ορθοποδούν, με λεμόνι στην ψυχή και ζάχαρη στο στόμα.
Είναι τόσο καλογραμμένο το κείμενο, τόσο ολοζώντανοι οι χαρακτήρες, τόσο ψαγμένη η έρευνα και η μελέτη της εποχής και του τόπου που δε θαφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Με μεγάλη μου έκπληξη έμαθα στο τέλος του βιβλίου ότι ο συγγραφέας καταγράφει το χρονικό μιας υπαρκτής οικογένειας, την οποία εγώ αγνοούσα. Ο Βαγγέλης Δαδιώτης, ο γιος της οικογένειας, υπήρξε ιδρυτής της Ένωσης Κυδωνιατών και σημαντικός λόγιος, προσωπικός φίλος του Κόντογλου και του Βενέζη, εκδότης της εφημερίδας «Κήρυξ της Νέας Σμύρνης» κλπ. (περισσότερα μπορείτε να βρείτε σε πολλές πηγές). Έτσι, δεν κρατήθηκα και στην παρουσίαση του βιβλίου στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών ρώτησα και έμαθα ότι ο συγγραφέας μεγάλωσε με τις κόρες της οικογένειας και πραγματικά τον ζηλεύω που έγινε δέκτης σημαντικής ανατροφής και αγαπημένο πρόσπωο ανθρώπων με τόσο σημαντική παιδεία.
Αυτό που με κούρασε είναι που έπρεπε να παρακολουθήσουμε έστω και αποσπασματικά τη ζωή της οικογένειας μέχρι την Κατοχή και λίγο μετά, εκεί λίγο χάλασε το γλυκό. Ειλικρινά αν μέναμε μέχρι την εγκατάσταση στη Μυτιλήνη το κείμενο θα φαινόταν πιο πυκνό. Κατά τα άλλα, το βιβλίο είναι από τα αγαπημένα μου και θ? αργήσω να το αποχωριστώ!
Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«-Μας αγαπάς, Φατίχ; Να...εννοώ εμάς τους Ρωμιούς...-Γιατί να μη σας αγαπάμε κυρά...Ψωμί τρώμε κοντά σας» (σελ. 108).
Πάνος Τουρλής
Το βιβλίο είναι ένα πετυχημένο γλυκό του κουταλιού: με το κυδώνι της πλοκής, το λεμόνι των ανατροπών και των δυσκολιών, το νερό της λησμονιάς που αντικαθιστά τα ευχάριστα με τα δυσάρεστα, τη ζάχαρη της χαράς και της ευτυχίας και την κανέλα μιας όμορφης, γεμάτης ζωής. Και το κουτάλι του μυαλού θέλει να βυθιστεί κι άλλο στις κεχριμπαρένιες λέξεις, στο σιρόπι των σελίδων, να διαβάσει παρακάτω και λίγο ακόμα.
Η ιστορία αφορά την οικογένεια Δημητρίου και Αναστασίας Δαδιώτη από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, μια αστική οικογένεια επιτυχημένων εμπόρων σε μια ελληνοκρατούμενη πόλη της Τουρκίας. Διαβάζουμε για την καθημερινότητά τους, την ανατροφή των παιδιών τους, Κατίνας, Δήμητρας και Βάγγου, για τις συνθήκες ζωής στις Κυδωνίες, για τα καφενεία, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, το τελωνείο, το εμπόριο, τα παιχνίδια, τις εκδρομές, για όλα όσα αποτελούσαν τα όμορφα, ανέμελα χρόνια μιας καλοβαλμένης οικονομικά οικογένειας πριν ξεσηκωθεί ο τουρκικός όχλος.
Η οικογένεια Δαδιώτη αναγκάζεται να μεταναστεύσει το 1917, μετά τον πρώτο διωγμό που υπέστη το ελληνικό στοιχείο, στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσε ο αδερφός του Δημητρίου Δαδιώτη. Εκεί ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο για την οικογένεια και η υπέροχη γραφή μας ξεναγεί στις συνήθειες του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη της εποχής. Όταν αποβιβάζεται ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη η οικογένεια Δαδιώτη επιστρέφει στην οικία της, ανασκουμπώνεται και συνεχίζει την καθημερινότητά της ως το τραγικό τέλος του 1922 και τον διωγμό τους στη Μυτιλήνη.
Έρωτες, χαρές, αγάπες, λύπες, ανατροπές, η πιστή οικονόμος του σπιτού Κοκώ, μέλος της οικογένειας και όχι υπηρέτρια, ο Τούρκος Φατίχ Αλή που φυγάδευσε την αγαπημένη του οικογένεια στις δύσκολες στιγμές, η αγωνία του οριστικού ξεριζωμού, η κατάντια των προσφύγων, η άνοδος και η πτώση, όλα είναι εδώ, με τρόπο νοσταλγικό και γλυκόπικρο. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μαεστρία να αποφύγει τις συναισθηματικές κορώνες και τους παροξυσμούς και να δώσει έμφαση στην καθημερινότητα, τα ήθη και τις συνήθειες του ελληνικού στοιχείου και να μας μεταφέρει την τραγωδία των ανθρώπων ως ανθρώπων και όχι ως αριθμούς στη μικρασιατική εκστρατεία. Οι ήρωες έχουν ονόματα, ιστορία, παρελθόν, πλούτη, καταγωγή και ανατροφή. Και ας τους χτυπά αλύπητα η μοίρα, ορθοποδούν, με λεμόνι στην ψυχή και ζάχαρη στο στόμα.
Είναι τόσο καλογραμμένο το κείμενο, τόσο ολοζώντανοι οι χαρακτήρες, τόσο ψαγμένη η έρευνα και η μελέτη της εποχής και του τόπου που δε θαφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Με μεγάλη μου έκπληξη έμαθα στο τέλος του βιβλίου ότι ο συγγραφέας καταγράφει το χρονικό μιας υπαρκτής οικογένειας, την οποία εγώ αγνοούσα. Ο Βαγγέλης Δαδιώτης, ο γιος της οικογένειας, υπήρξε ιδρυτής της Ένωσης Κυδωνιατών και σημαντικός λόγιος, προσωπικός φίλος του Κόντογλου και του Βενέζη, εκδότης της εφημερίδας «Κήρυξ της Νέας Σμύρνης» κλπ. (περισσότερα μπορείτε να βρείτε σε πολλές πηγές). Έτσι, δεν κρατήθηκα και στην παρουσίαση του βιβλίου στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών ρώτησα και έμαθα ότι ο συγγραφέας μεγάλωσε με τις κόρες της οικογένειας και πραγματικά τον ζηλεύω που έγινε δέκτης σημαντικής ανατροφής και αγαπημένο πρόσπωο ανθρώπων με τόσο σημαντική παιδεία.
Αυτό που με κούρασε είναι που έπρεπε να παρακολουθήσουμε έστω και αποσπασματικά τη ζωή της οικογένειας μέχρι την Κατοχή και λίγο μετά, εκεί λίγο χάλασε το γλυκό. Ειλικρινά αν μέναμε μέχρι την εγκατάσταση στη Μυτιλήνη το κείμενο θα φαινόταν πιο πυκνό. Κατά τα άλλα, το βιβλίο είναι από τα αγαπημένα μου και θ? αργήσω να το αποχωριστώ!
Χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«-Μας αγαπάς, Φατίχ; Να...εννοώ εμάς τους Ρωμιούς...-Γιατί να μη σας αγαπάμε κυρά...Ψωμί τρώμε κοντά σας» (σελ. 108).
Πάνος Τουρλής