Αχ, η Τόνι Μόρισον...Κάθε λέξη της κι ένα ταξίδι, κάθε ιστορία της κι ένας πόνος (χωρίς λύτρωση). Κάποτε διάβασα την Αγάπη κι έτσι πρωτόρθα σε επαφή με αυτήν τη συγγραφέα. Επιτέλους έπεσαν στα χέρια μου κι άλλα βιβλία της. Με το βιβλίο αυτό έπαθα απανωτά σοκ, ένιωσα χαρές και λύπες. Κλασική Μόρισον, ξεκινάει χωρίς έλεος: "Παρ' όλο που το κρατήσαμε μυστικό, το φθινόπωρο του 1941 δεν είχαμε κατιφέδες. Τότε είχαμε σκεφτεί πως οι κατιφέδες δεν άνθισαν επειδή η Πέκολα γέννησε μωρό από τον πατέρα της". Μπαμ και κάτω. Στο βιβλίο διαβάζουμε για το παρελθόν και το παρόν τριών παιδιών και των οικογενειών τους: τα αδέρφια Κλώντια και Φρίντα, η Πέκολα και οι γονείς τους (περισσότερο η οικογένεια της Πέκολα). Άνθρωποι μαύροι, στη σκληρή Αμερική των δεκαετιών 1930 και 1940. Όνειρα, ελπίδες και απογοήτευση. Δεν ξέρω σε τι να πρωτοσταθώ, ποια πρόταση να καταχωρήσω.
"Κρεμόμαστε από τα ρέλια του φορέματος του κόσμου και αγωνιζόμαστε να ανέβουμε λίγο παραπάνω, έστω στο στρίφωμα"...
"Οι μόνοι που δεν φωνάζουν στις έγχρωμες γυναίκες είναι οι άλλες έγχρωμες γυναίκες και τα παιδιά". Όλοι οι άλλοι τους φωνάζουν, άντρες μαύροι και λευκοί, γυναίκες λευκές.
Δε θα ξεχάσω την εξής σκηνή: έρχεται φίλος της μαμάς Κλώντια και Φρίντα στο σπίτι, και δείχνει τα παιδιά, δεν τα συστήνει, σαν να λέμε: από δω η κουζίνα, το σαλόνι, τα παιδιά, α αυτό το παράθυρο δεν ανοίγει, προσέξτε!!!!!
Η μάνα της Πεκολα, που έχει ξεχάσει πια τι σημαίνει αγάπη, ελπίδα, πόθος, ακόμη αναπολεί με πίκρα τη μοναδική στιγμή που ήρθε σε οργασμό, μια στιγμή που η συγγραφέας την περιγράφει με την αίσθηση του ουράνιου τόξου!
Τα τρία παιδιά λοιπόν μας περιγράφουν τον μικρόκοσμό τους, η Πέκολα έχει περίοδο, ο πατέρας της κι η μάνα της καβγαδίζουν συνέχεια (είναι ένας τρόπος να ξεδίνουν αλλά κι αυτό κατήντησε ρουτίνα, ποτέ δε θα θέλαν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, τους αρκούν που πονάει ο ένας τον άλλον!) ώσπου ο πατέρας της, γιά άλλη μια φορά μεθυσμένος, τους καίει το σπίτι και χτυπά σοβαρά τη γυναίκα του κι έτσι φυλακίζεται. Σε μια τέτοια έντονη στιγμή μεθυσιού ρίχνεται στην κόρη του, μπερδέυοντας στο ανύπαρκτο μυαλό του το παιδί με τη μάνα του, επειδή το κορίτσι έκανε την ίδια αυθόρμητη κι αθώα κίνηση με αυτήν που είχε κάνει η μάνα της όταν την είχε πρωτογνωρίσει ο Τσάλυ: να ξύσει το πόδι της!!!!Φτώχεια, δυστυχία, τα όνειρα των παιδιών να προσπαθούν να βρουν λίγο ήλιο στο πεζοδρόμιο της ζωής, κι αυτά σαν τα αγριόχορτα στα πεζοδρόμια. Κι η 11χρονη Πέκολα, παρόλο που το παιδί που γέννησε δεν τα κατάφερε, να έχει μπει στο στόμα του κόσμου και να της ρίχνουν κι εκείνης βάρος. Τα αδέρφια Κλώντια και Φρίντα, με τα ασημιά όνειρα του κινηματογράφου να τις συντροφεύουν και να τις καθοδηγούν στον ενήλικο κόσμο που τα καλεί η ζωή, να βλέπουν το φάντασμα πια της Πέκολα να τριγυρνά στους σκουπιδοτενεκέδες για να βρει φαΐ για κείνη και τη μάνα της. Τι να πω, μπορεί να ακούγεται πεσιμιστικό και θλιβερό, αλλά είναι τόσο καλογραμμένο, τόσο σοκαριστικό, τόσο δυνατό, τόσο μοναδικό, που δεν παύεις να βλέπεις εικόνες και να σκέφτεσαι ούτε λεπτό. Εξαιρετική πένα, εξαιρετική συγγραφέας, εξαιρετικές ιστορίες, εξαιρετικοί χαρακτήρες.
Πάνος Τουρλής