1940-1980: σαράντα χρόνια (κι άλλα τόσα μέσα από τις αναμνήσεις των ηρώων) στο μυθιστόρημα «Άσ' το κι ας αποθάνει» της Αντωνίας Μποτονάκη. Τρεις γενιές στα ορεινά Χανιά, με φόντο την τοπική κοινωνία, μάχονται ενάντια στις αντιξοότητες, τη μοίρα, την κοινωνική απομόνωση, την προκατάληψη, την Ιστορία που απαιτεί την επανάληψη. Η κεντρική ηρωίδα γεννιέται τη δεκαετία του '60 και παίρνει το όνομα της γιαγιάς της, της Αντιγόνης, που θεωρείται νεκρή από τα είκοσι επτά της, χωρίς όμως να υπάρχει πουθενά ο τάφος της. Το γεγονός αυτό την ωθεί, σχεδόν από τη στιγμή που γεννιέται, σ' έναν λυσσαλέο αγώνα να μάθει και να δείξει την αλήθεια, να αποκαταστήσει τη μνήμη των νεκρών, να ρίξει φως στο ασυνείδητο των ζωντανών, να τους δώσει «λόγο» και βήμα, για να τους παραδώσει καθαρούς στους ίδιους τους εαυτούς τους, στη μικρή τους κοινωνία, στην Ιστορία.
Παράλληλα με τη μυθοπλασία, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μάς προσφέρεται ένας μικρός θησαυρός πολιτιστικής κληρονομιάς, ηθών και εθίμων που η καταγωγή τους ανάγεται ακόμα και στη μινωική Κρήτη, λαϊκών δοξασιών για φαντάσματα και ξωτικά, καταγραφή παραδοσιακών τρόπων παραγωγής του μεταξιού, του κάρβουνου και άλλων, με τρόπο γλαφυρό και ανάγλυφο, γνήσια λογοτεχνικό με όλη τη σημασία του όρου.
Σ' έναν κόσμο που φαντάζει χωρίς ορίζοντα και προοπτική, η συγγραφέας τα ζωγραφίζει και τα δυο, αποτυπώνοντας την προσωπική -βαθιά αισιόδοξη- ματιά της στο φυσικό ορεινό τοπίο και αργότερα σε αυτό της πόλης των Χανίων, με δυσεύρετη ευαισθησία, με θαυμαστή παρατηρητικότητα, κάνοντάς μας να κοιτάμε θαμπωμένοι τον άνεμο «να σφυρίζει μέσα από τα παγωμένα δόντια του το Χειμώνα», να τσούζουν και τα δικά μας ρουθούνια από τη μυρωδιά του ασπρόθυμου και της θρούμπης, να ακούμε μαζί της το κελάηδημα του κότσυφα το σούρουπο «σαν πέτρα που κατρακυλά πάνω στα βράχια, ανάμεσα στις φυλλωσιές».
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στις θρησκευτικές αναφορές. Παρόλο που η μικρή Αντιγόνη δεν διστάζει να τα βάλει με τους Αγίους, περιτριγυρισμένη από τις δεκαεπτά βυζαντινές εκκλησίες, βλέποντάς τους να της παραγγέλνουν να «υπομένει» ενώ αυτή θέλει να «επιμένει», παρ' όλο τον φόβο και την αποστροφή που της γεννούν οι αγιογραφίες, το τυπικό της μετάληψης, οι «φιλανθρωπίες» (κάνοντάς την να αντικαθιστά στη φαντασία της το άγιο Πνεύμα με μια κότα που φτερουγίζει μέσα σε μια δέσμη ήλιου στο σκοτεινό κατώι), παρ' όλα αυτά ολόκληρο το έργο διαπνέεται από γνήσια θρησκευτικότητα και μια διαρκή υπαρξιακή αγωνία, που συμπλέει περίφημα με την πορεία της από την παιδικότητα στην εφηβεία κι από 'κει προς την ενηλικίωση. Εν τέλει ίσως μας δίνει την ελπιδοφόρα απάντησή της στον πρόλογο και στον επίλογο, αφού ξεκινά αφηγούμενη την ιστορία της σ' έναν άγγελο με άλφα μικρό και τελειώνει αποχαιρετώντας τον Άγγελο με άλφα κεφαλαίο, που δεν είναι άλλος από τον ψυχαναλυτή της, ο οποίος της κρατά συμβολικά το χέρι κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
«Άσ' το κι ας αποθάνει», λέει η μάνα της, όταν βλέπει πως έκανε κι άλλη θυγατέρα. «Και δεν βαφτίζω καλλιά έναν σκύλο», λέει ο προύχοντας του χωριού όταν του προτείνουν να γίνει ανάδοχός της. Μα αυτή μεταποιεί το «συμβολικό» σε πραγματικό και την πραγματικότητα σε τέχνη.
Πλάτων Μαλλιάγκας, συγγραφέας