Οικονομικές κρίσεις υπήρχαν και πριν το 2008. Δεν θέλαμε να τις ξέρουμε γιατί θεωρούσαμε ότι δεν μας αφορούσαν. Σήμερα όμως ουδείς νομιμοποιείται στην άγνοια. Έτσι, από το 2009 έως σήμερα διάβασα αρκετά για τα αίτια των δεινών μας. Όμως, τίποτε δεν ήταν τόσο εύληπτο, επεξηγηματικό και συνοπτικό όσο το βιβλίο του Θοδωρή Αθανασιάδη «Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού».
Κατά τον συγγραφέα, τούτο το βιβλίο ξεκίνησε από ένα... καπρίτσιο. Μετά από συζητήσεις περί νεοφιλελευθερισμού και διαπιστώνοντας την «ελαφρότητα των επιχειρημάτων» των συνομιλητών του, αποφάσισε να γράψει στο ιστολόγιό του μια σειρά κειμένων που «θα απογύμνωναν τον νεοφιλελευθερισμό από τα φτιασίδια του και θα αποκάλυπταν το πραγματικό του πρόσωπο». Το οποίο δεν είναι -και δεν ήταν ποτέ- άλλο από τον παλιό, «καλό» καπιταλισμό, για τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι (κατά τον συγγραφέα) παρά το ενδιάμεσο στάδιο της φυσιολογικής του εξέλιξης από τον κεϋνσιανισμό στον ιμπεριαλισμό.
Διακρίνω όμως και έναν ακόμη, υπόρρητο, σκοπό. Κατά τον Μαρξ, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το να περιγράψουμε τον κόσμο όσο το να τον αλλάξουμε. Για να αλλάξουμε όμως κάτι σε κάτι άλλο, πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς τη φύση αυτού που επιθυμούμε να αλλάξουμε. Διαφορετικά, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να μένουμε αταβιστικά ικανοποιημένοι αν απλώς «εκτονωθούμε» (όπως έγινε με τους «αγανακτισμένους της πλατείας») ή να μας ικανοποιήσει ακόμα και μια ελάχιστη μεταβολή επί τα βελτίω, όπως αυταπατώμεθα, της προτέρας μας κατάστασης, όπως στην περίπτωση του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», του κεϋνσιανισμού κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, το μόνο που αποκομίζουμε τελικά είναι η παράταση των δεσμών μας, ενώ ο καπιταλισμός παίρνει την απαραίτητη ανάσα για να επιτεθεί και πάλι, με άλλες μεθόδους αλλά το ίδιο δριμύς.
Έτσι λοιπόν «η γνώση είναι δύναμη» και το βιβλίο του Θοδωρή Αθανασιάδη επιτυγχάνει ακριβώς αυτό: αναγνωρίζοντας την έλλειψη γνώσεων του μέσου πολίτη σχετικά με το θέμα και το σοκ που έχει υποστεί, κατανοώντας την εγγενή αδυναμία του να ανακαλύψει και να εξηγήσει το τι και γιατί (του) συμβαίνει και επιδιώκοντας να προσφέρει ένα εύληπτο αντίβαρο στην παραπληροφόρηση, την κατασυκοφάντηση και την προπαγάνδα που επιχειρείται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Ελλάδας, μη θεωρώντας τίποτε αυτονόητο, ούτε υποτιμώντας τη νοημοσύνη του αναγνώστη και ακόμη περισσότερο την (υπαρξιακή πια) αγωνία του, επιχειρεί μια συνοπτική «οντολογία» του νεοφιλελευθερισμού (ως οικονομολόγος), αρχίζοντας από τα βασικά (καθώς υπήρξε και πανεπιστημιακός δάσκαλος).
Ξεκινά εισάγοντάς μας στους απαραίτητους εννοιολογικούς προσδιορισμούς οικονομικών όρων και θεωριών (διότι «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»), καταγράφει τις βασικές του βιβλιογραφικές πηγές και μας γνωρίζει τους βασικούς «πρωταγωνιστές», ακαδημαϊκούς, οικονομολόγους και πολιτικούς, τόσο τους ηγέτες όσο και τους διορισμένους σε θέσεις-κλειδιά.
Στη συνέχεια, μεθοδικά και αναλυτικά, μας προσφέρει τα απαραίτητα ιστορικά και πολιτικά προηγούμενα της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού, με χρονολογική σειρά, εύληπτα και με ακρίβεια και τέλος ασχολείται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα τεκταινόμενα εντός της, ώστε να αποκτήσουμε κι εμείς γνώση και άποψη και να τοποθετήσουμε τη χώρα μας και τον εαυτό μας στη διεθνή, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, απενοχοποιώντας μας επιτέλους από εκείνο το «μαζί τα φάγαμε» και το «τεμπέληδες» που μας στοιχειώνουν.
Ο αναγνώστης θα βρει τελικά απαντήσεις σε ουσιώδη ερωτήματα. Τί πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα και στην παγκόσμια οικονομία; Ήταν η κατάσταση αυτή που ζούμε ένα γεγονός που οφειλόταν στην καταναλωτική μας αποχαλίνωση ή η αναπόφευκτη συνέπεια οικονομικών συμβάντων και επιδιώξεων γνωστών από καιρό; Αποτελεί η Ελλάδα ένα μοναδικό πειραματόζωο ή μήπως αυτά που γίνονται εδώ έχουν γίνει και στο παρελθόν, σε άλλες ηπείρους και χώρες και γιατί, αν είναι έτσι, συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα; Ποιός/τί αποτελεί την αιτία όλων αυτών; Ποιός ωφελείται και πώς; Έχει αυτό που ζούμε τέλος ή βρισκόμαστε σε μια αέναη και διαρκή περιδίνηση, από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε παρά με έναν -και μόνο- τρόπο;
Ο συγγραφέας σέβεται τον αναγνώστη. Έτσι αφήνει τον ίδιο να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Ο ίδιος του προσφέρει το πλαίσιο της ανάλυσης. Ξεκινώντας από τα πιο πρόσφατα διεθνή γεγονότα και πρόσωπα, όπως η συμφωνία στο Μπρέτον - Γουντς, εστιάζει στον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρήντμαν και τα παιδιά του Σικάγου και αναφέρεται αναλυτικά στα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Γουατεμάλα, Βραζιλία, Ινδονησία και Χιλή και στη σχέση του νεοφιλελευθερισμού με τα δικτατορικά καθεστώτα στις χώρες αυτές. Έρχεται η σειρά της εισόδου του νεοφιλελευθερισμού στην Αμερική (Νίξον, Ρέηγκαν) και στην Ευρώπη (Θάτσερ, Γιέλτσιν), της επέκτασης του πειράματος στην Νότια Αφρική, της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της εισβολής του νεοφιλελευθερισμού στην Πολωνία και τη Ρωσία. Μετά από το πέρασμα σε μια ακόμη ήπειρο και την αναφορά στις «Ασιατικές τίγρεις» ξαναγυρνά στην Αμερική του 2001 και στις νέες ευκαιρίες για τον νεοφιλελευθερισμό (Αφγανιστάν, Ιράκ). Κλείνει με την τρέχουσα συγκυρία. Το 2008 και η νέα κρίση-ευκαιρία (Αμερική), η εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων μεθόδων στην Ευρώπη σε ένα τσουνάμι-σοκ για τις χώρες του Νότου, η διαμάχη μεταξύ ευρώ και δολλαρίου για την κυριαρχία στο παγκόσμιο αποθεματικό σύστημα και η περίπτωση της Ελλάδας.
Σε αυτό το ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και ενδεικτικά σταχυολογώντας, ο αναγνώστης θα βρει στοιχεία για την διασύνδεση του νεοφιλελευθερισμού με κυβερνήσεις και καθεστώτα καθώς και το πώς ακαδημαϊκοί (Φρήντμαν, φον Χάγιεκ κ.α), διεθνούς φήμης πανεπιστήμια (Μπέρκλεϋ, Σικάγο), Ιδρύματα (Φορντ), Χορηγοί (USAID) και Οργανώσεις (CIA) προσέφεραν και προσφέρουν στην καπιταλιστική σκέψη τον απαραίτητο ακαδημαϊκό μανδύα και την ευκαιρία για την επιθετική του εξάπλωση. Θα μάθει, μέσα από τη νηφάλια ματιά του συγγραφέα, γιατί η δημοκρατία αποτελεί ακατάλληλο περιβάλλον για τον καπιταλισμό αυτής της μορφής και θα καταλήξει εάν ορθώς ή όχι δυσπιστεί και οργίζεται με έναν τρόπο διακυβέρνησης μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, νομοσχεδίων των οκτακοσίων σελίδων σε ένα μόνο άρθρο, συνεχών επιστρατεύσεων επαγγελματικών κλάδων και εξουσιοδοτήσεων μιας δημοκρατικής Βουλής εν λευκώ και a priori σε μονοπρόσωπα όργανα να δεσμεύουν υπέρμετρα μια χώρα. Θα θυμηθεί τι είναι οι «δημοκρατίες της μπανάνας» και θα εκπλαγεί από την ομοιότητα της κυνικής φρασεολογίας που χρησιμοποίησαν πανεπιστημιακοί καθηγητές στη Χιλή με αυτήν που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα της κρίσης. Θα μάθει ακόμα πως όταν η νεοφιλελεύθερη «αντεπανάσταση» του καπιταλισμού δείχνει να ξεφουσκώνει μπορεί να επιστρατευτεί ακόμα και ένας πόλεμος για να αλλάξει το κλίμα (νησιά Φώκλαντ) και πώς, δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες (Θάτσερ) βλέπουν ως «εσωτερικό εχθρό» κομμάτι του λαού τους (απεργούντες ανθρακωρύχοι) και τους πατάσσουν με χρήση «νόμιμης» βίας (8.000 ένοπλοι αστυνομικοί - 700 τραυματίες). Και θα φρίξει διαβάζοντας ότι «ο (τότε) Υπουργός Οικονομικών της Θάτσερ ισχυρίστηκε ότι η απειλή από τις εργατικές διεκδικήσεις ήταν ίδια με την απειλή του Χίτλερ και έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα!». Και εάν πολλές φορές έχει μια αίσθηση deja vu, αυτό συμβαίνει γιατί εν τέλει, αν κάτι μοιάζει με λύκο και ουρλιάζει σαν λύκος είναι επειδή είναι λύκος.
Τέλος θα αναγνωρίσει ότι οι επιταγές του νεοφιλελευθερισμού ήταν και είναι παντού οι ίδιες: επίθεση στο κοινωνικό κράτος με μεγάλες περικοπές δαπανών για την παιδεία, την υγεία, την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση. Περικοπές μισθών και συντάξεων και απολύσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα χωρίς αποζημίωση. Υπερφορολόγηση των πολιτών και απαλλαγές για το κεφάλαιο. Ιδιωτικοποιήσεις όλης της δημόσιας περιουσίας (ακόμη και των... νεκροταφείων!) έναντι πινακίου φακής και επενδύσεις που αποφέρουν ιλιγγιώδη κέρδη μόνο στις πολυεθνικές, ενώ ο λαός λιμοκτονεί και η ανεργία καλπάζει. Εν ολίγοις, ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των χρεών.
Όλα αυτά ο συγγραφέας τα καταδεικνύει χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μεθοδολογικά εργαλεία του κεϋνσιανισμού. «Όχι βέβαια», όπως ο ίδιος λέει, «επειδή δεν είχαμε εμπιστοσύνη στην ορθότητα της μαρξιστικής ανάλυσης αλλά για να μην μπορεί κάποιος αναγνώστης να μας κατηγορήσει για προκατάληψη, στενοκεφαλιά ή οτιδήποτε άλλο».
Σε δύο από τις πιο αποκαλυπτικές για εμάς σελίδες του βιβλίου ο Αθανασιάδης αποτυπώνει ολοκάθαρα και απερίφραστα την αλήθεια για την αρχή του «πειράματος Ελλάδα». Σημειώνει με τραγική ειρωνεία: «Είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά υπάρχουν και πολλοί που συμφωνούν με την άποψη του Μαρξ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ειδικά γι' αυτούς τους τελευταίους, αν αυθεντική ιστορία είναι τα όσα έγιναν το 1985 στη Βολιβία, τότε τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία αποτελούν την φάρσα (η πλάγια γραφή δική του). Όπως όμως λέει ο ίδιος, αλλού, «ας μάθουμε τι λέει η Ιστορία και μετά μαντεύουμε πώς θα εξελιχθεί η φάρσα στον τόπο μας».
Η γραφή του Αθανασιάδη είναι ρέουσα και στιβαρή, σχεδόν δωρική. Καμία λέξη δεν περισσεύει. Το χιούμορ του ενίοτε γίνεται καυστικό και η κριτική του είναι πάντοτε οξεία και εύστοχη. Σφυροκοπά τον αναγνώστη με ένα συγκλονιστικό «πολιτικό και οικονομικό θρίλερ» όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο ποιος-το-έκανε αλλά και πώς-το-έκανε και κυρίως γιατί-το-έκανε.
Σχολαστικά μεθοδικός, τεκμηριώνει τις αναφορές του και μάλιστα με τον εύχρηστο τρόπο των παραπομπών κυρίως στο διαδίκτυο (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βιβλίο γράφηκε αρχικά ως σημειώσεις στο προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα και όχι ως διατριβή). Για εκείνους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα και αναγνωστικές περιπέτειες η (ενδεικτική) βιβλιογραφία είναι περισσότερο από επαρκής.
Παθιασμένος εραστής της ορθής χρήσης της Ελληνικής γλώσσας δηλώνει ότι η ορθογραφία του βιβλίου είναι επιλογή του «... σε πείσμα των βλακωδεστάτων κρετινοειδών κατασκευασμάτων που προσβάλλουν τα αυτιά μου».
Το συμπέρασμα κατόπιν όλων αυτών προκύπτει αβίαστα και ο έχων οφθαλμούς οράν, οράτω.
Καλή ανάγνωση και καλή τύχη.
Στάσα Μπαΐλα
Κατά τον συγγραφέα, τούτο το βιβλίο ξεκίνησε από ένα... καπρίτσιο. Μετά από συζητήσεις περί νεοφιλελευθερισμού και διαπιστώνοντας την «ελαφρότητα των επιχειρημάτων» των συνομιλητών του, αποφάσισε να γράψει στο ιστολόγιό του μια σειρά κειμένων που «θα απογύμνωναν τον νεοφιλελευθερισμό από τα φτιασίδια του και θα αποκάλυπταν το πραγματικό του πρόσωπο». Το οποίο δεν είναι -και δεν ήταν ποτέ- άλλο από τον παλιό, «καλό» καπιταλισμό, για τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι (κατά τον συγγραφέα) παρά το ενδιάμεσο στάδιο της φυσιολογικής του εξέλιξης από τον κεϋνσιανισμό στον ιμπεριαλισμό.
Διακρίνω όμως και έναν ακόμη, υπόρρητο, σκοπό. Κατά τον Μαρξ, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το να περιγράψουμε τον κόσμο όσο το να τον αλλάξουμε. Για να αλλάξουμε όμως κάτι σε κάτι άλλο, πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς τη φύση αυτού που επιθυμούμε να αλλάξουμε. Διαφορετικά, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να μένουμε αταβιστικά ικανοποιημένοι αν απλώς «εκτονωθούμε» (όπως έγινε με τους «αγανακτισμένους της πλατείας») ή να μας ικανοποιήσει ακόμα και μια ελάχιστη μεταβολή επί τα βελτίω, όπως αυταπατώμεθα, της προτέρας μας κατάστασης, όπως στην περίπτωση του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», του κεϋνσιανισμού κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές, το μόνο που αποκομίζουμε τελικά είναι η παράταση των δεσμών μας, ενώ ο καπιταλισμός παίρνει την απαραίτητη ανάσα για να επιτεθεί και πάλι, με άλλες μεθόδους αλλά το ίδιο δριμύς.
Έτσι λοιπόν «η γνώση είναι δύναμη» και το βιβλίο του Θοδωρή Αθανασιάδη επιτυγχάνει ακριβώς αυτό: αναγνωρίζοντας την έλλειψη γνώσεων του μέσου πολίτη σχετικά με το θέμα και το σοκ που έχει υποστεί, κατανοώντας την εγγενή αδυναμία του να ανακαλύψει και να εξηγήσει το τι και γιατί (του) συμβαίνει και επιδιώκοντας να προσφέρει ένα εύληπτο αντίβαρο στην παραπληροφόρηση, την κατασυκοφάντηση και την προπαγάνδα που επιχειρείται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Ελλάδας, μη θεωρώντας τίποτε αυτονόητο, ούτε υποτιμώντας τη νοημοσύνη του αναγνώστη και ακόμη περισσότερο την (υπαρξιακή πια) αγωνία του, επιχειρεί μια συνοπτική «οντολογία» του νεοφιλελευθερισμού (ως οικονομολόγος), αρχίζοντας από τα βασικά (καθώς υπήρξε και πανεπιστημιακός δάσκαλος).
Ξεκινά εισάγοντάς μας στους απαραίτητους εννοιολογικούς προσδιορισμούς οικονομικών όρων και θεωριών (διότι «αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις»), καταγράφει τις βασικές του βιβλιογραφικές πηγές και μας γνωρίζει τους βασικούς «πρωταγωνιστές», ακαδημαϊκούς, οικονομολόγους και πολιτικούς, τόσο τους ηγέτες όσο και τους διορισμένους σε θέσεις-κλειδιά.
Στη συνέχεια, μεθοδικά και αναλυτικά, μας προσφέρει τα απαραίτητα ιστορικά και πολιτικά προηγούμενα της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού, με χρονολογική σειρά, εύληπτα και με ακρίβεια και τέλος ασχολείται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα τεκταινόμενα εντός της, ώστε να αποκτήσουμε κι εμείς γνώση και άποψη και να τοποθετήσουμε τη χώρα μας και τον εαυτό μας στη διεθνή, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, απενοχοποιώντας μας επιτέλους από εκείνο το «μαζί τα φάγαμε» και το «τεμπέληδες» που μας στοιχειώνουν.
Ο αναγνώστης θα βρει τελικά απαντήσεις σε ουσιώδη ερωτήματα. Τί πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα και στην παγκόσμια οικονομία; Ήταν η κατάσταση αυτή που ζούμε ένα γεγονός που οφειλόταν στην καταναλωτική μας αποχαλίνωση ή η αναπόφευκτη συνέπεια οικονομικών συμβάντων και επιδιώξεων γνωστών από καιρό; Αποτελεί η Ελλάδα ένα μοναδικό πειραματόζωο ή μήπως αυτά που γίνονται εδώ έχουν γίνει και στο παρελθόν, σε άλλες ηπείρους και χώρες και γιατί, αν είναι έτσι, συμβαίνουν τώρα στην Ελλάδα; Ποιός/τί αποτελεί την αιτία όλων αυτών; Ποιός ωφελείται και πώς; Έχει αυτό που ζούμε τέλος ή βρισκόμαστε σε μια αέναη και διαρκή περιδίνηση, από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε παρά με έναν -και μόνο- τρόπο;
Ο συγγραφέας σέβεται τον αναγνώστη. Έτσι αφήνει τον ίδιο να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Ο ίδιος του προσφέρει το πλαίσιο της ανάλυσης. Ξεκινώντας από τα πιο πρόσφατα διεθνή γεγονότα και πρόσωπα, όπως η συμφωνία στο Μπρέτον - Γουντς, εστιάζει στον γκουρού του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρήντμαν και τα παιδιά του Σικάγου και αναφέρεται αναλυτικά στα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Γουατεμάλα, Βραζιλία, Ινδονησία και Χιλή και στη σχέση του νεοφιλελευθερισμού με τα δικτατορικά καθεστώτα στις χώρες αυτές. Έρχεται η σειρά της εισόδου του νεοφιλελευθερισμού στην Αμερική (Νίξον, Ρέηγκαν) και στην Ευρώπη (Θάτσερ, Γιέλτσιν), της επέκτασης του πειράματος στην Νότια Αφρική, της πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της εισβολής του νεοφιλελευθερισμού στην Πολωνία και τη Ρωσία. Μετά από το πέρασμα σε μια ακόμη ήπειρο και την αναφορά στις «Ασιατικές τίγρεις» ξαναγυρνά στην Αμερική του 2001 και στις νέες ευκαιρίες για τον νεοφιλελευθερισμό (Αφγανιστάν, Ιράκ). Κλείνει με την τρέχουσα συγκυρία. Το 2008 και η νέα κρίση-ευκαιρία (Αμερική), η εισαγωγή των νεοφιλελεύθερων μεθόδων στην Ευρώπη σε ένα τσουνάμι-σοκ για τις χώρες του Νότου, η διαμάχη μεταξύ ευρώ και δολλαρίου για την κυριαρχία στο παγκόσμιο αποθεματικό σύστημα και η περίπτωση της Ελλάδας.
Σε αυτό το ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και ενδεικτικά σταχυολογώντας, ο αναγνώστης θα βρει στοιχεία για την διασύνδεση του νεοφιλελευθερισμού με κυβερνήσεις και καθεστώτα καθώς και το πώς ακαδημαϊκοί (Φρήντμαν, φον Χάγιεκ κ.α), διεθνούς φήμης πανεπιστήμια (Μπέρκλεϋ, Σικάγο), Ιδρύματα (Φορντ), Χορηγοί (USAID) και Οργανώσεις (CIA) προσέφεραν και προσφέρουν στην καπιταλιστική σκέψη τον απαραίτητο ακαδημαϊκό μανδύα και την ευκαιρία για την επιθετική του εξάπλωση. Θα μάθει, μέσα από τη νηφάλια ματιά του συγγραφέα, γιατί η δημοκρατία αποτελεί ακατάλληλο περιβάλλον για τον καπιταλισμό αυτής της μορφής και θα καταλήξει εάν ορθώς ή όχι δυσπιστεί και οργίζεται με έναν τρόπο διακυβέρνησης μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, νομοσχεδίων των οκτακοσίων σελίδων σε ένα μόνο άρθρο, συνεχών επιστρατεύσεων επαγγελματικών κλάδων και εξουσιοδοτήσεων μιας δημοκρατικής Βουλής εν λευκώ και a priori σε μονοπρόσωπα όργανα να δεσμεύουν υπέρμετρα μια χώρα. Θα θυμηθεί τι είναι οι «δημοκρατίες της μπανάνας» και θα εκπλαγεί από την ομοιότητα της κυνικής φρασεολογίας που χρησιμοποίησαν πανεπιστημιακοί καθηγητές στη Χιλή με αυτήν που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα της κρίσης. Θα μάθει ακόμα πως όταν η νεοφιλελεύθερη «αντεπανάσταση» του καπιταλισμού δείχνει να ξεφουσκώνει μπορεί να επιστρατευτεί ακόμα και ένας πόλεμος για να αλλάξει το κλίμα (νησιά Φώκλαντ) και πώς, δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες (Θάτσερ) βλέπουν ως «εσωτερικό εχθρό» κομμάτι του λαού τους (απεργούντες ανθρακωρύχοι) και τους πατάσσουν με χρήση «νόμιμης» βίας (8.000 ένοπλοι αστυνομικοί - 700 τραυματίες). Και θα φρίξει διαβάζοντας ότι «ο (τότε) Υπουργός Οικονομικών της Θάτσερ ισχυρίστηκε ότι η απειλή από τις εργατικές διεκδικήσεις ήταν ίδια με την απειλή του Χίτλερ και έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα!». Και εάν πολλές φορές έχει μια αίσθηση deja vu, αυτό συμβαίνει γιατί εν τέλει, αν κάτι μοιάζει με λύκο και ουρλιάζει σαν λύκος είναι επειδή είναι λύκος.
Τέλος θα αναγνωρίσει ότι οι επιταγές του νεοφιλελευθερισμού ήταν και είναι παντού οι ίδιες: επίθεση στο κοινωνικό κράτος με μεγάλες περικοπές δαπανών για την παιδεία, την υγεία, την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση. Περικοπές μισθών και συντάξεων και απολύσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα χωρίς αποζημίωση. Υπερφορολόγηση των πολιτών και απαλλαγές για το κεφάλαιο. Ιδιωτικοποιήσεις όλης της δημόσιας περιουσίας (ακόμη και των... νεκροταφείων!) έναντι πινακίου φακής και επενδύσεις που αποφέρουν ιλιγγιώδη κέρδη μόνο στις πολυεθνικές, ενώ ο λαός λιμοκτονεί και η ανεργία καλπάζει. Εν ολίγοις, ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των χρεών.
Όλα αυτά ο συγγραφέας τα καταδεικνύει χρησιμοποιώντας αποκλειστικά μεθοδολογικά εργαλεία του κεϋνσιανισμού. «Όχι βέβαια», όπως ο ίδιος λέει, «επειδή δεν είχαμε εμπιστοσύνη στην ορθότητα της μαρξιστικής ανάλυσης αλλά για να μην μπορεί κάποιος αναγνώστης να μας κατηγορήσει για προκατάληψη, στενοκεφαλιά ή οτιδήποτε άλλο».
Σε δύο από τις πιο αποκαλυπτικές για εμάς σελίδες του βιβλίου ο Αθανασιάδης αποτυπώνει ολοκάθαρα και απερίφραστα την αλήθεια για την αρχή του «πειράματος Ελλάδα». Σημειώνει με τραγική ειρωνεία: «Είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά υπάρχουν και πολλοί που συμφωνούν με την άποψη του Μαρξ ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ειδικά γι' αυτούς τους τελευταίους, αν αυθεντική ιστορία είναι τα όσα έγιναν το 1985 στη Βολιβία, τότε τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία αποτελούν την φάρσα (η πλάγια γραφή δική του). Όπως όμως λέει ο ίδιος, αλλού, «ας μάθουμε τι λέει η Ιστορία και μετά μαντεύουμε πώς θα εξελιχθεί η φάρσα στον τόπο μας».
Η γραφή του Αθανασιάδη είναι ρέουσα και στιβαρή, σχεδόν δωρική. Καμία λέξη δεν περισσεύει. Το χιούμορ του ενίοτε γίνεται καυστικό και η κριτική του είναι πάντοτε οξεία και εύστοχη. Σφυροκοπά τον αναγνώστη με ένα συγκλονιστικό «πολιτικό και οικονομικό θρίλερ» όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο ποιος-το-έκανε αλλά και πώς-το-έκανε και κυρίως γιατί-το-έκανε.
Σχολαστικά μεθοδικός, τεκμηριώνει τις αναφορές του και μάλιστα με τον εύχρηστο τρόπο των παραπομπών κυρίως στο διαδίκτυο (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βιβλίο γράφηκε αρχικά ως σημειώσεις στο προσωπικό ιστολόγιο του συγγραφέα και όχι ως διατριβή). Για εκείνους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα και αναγνωστικές περιπέτειες η (ενδεικτική) βιβλιογραφία είναι περισσότερο από επαρκής.
Παθιασμένος εραστής της ορθής χρήσης της Ελληνικής γλώσσας δηλώνει ότι η ορθογραφία του βιβλίου είναι επιλογή του «... σε πείσμα των βλακωδεστάτων κρετινοειδών κατασκευασμάτων που προσβάλλουν τα αυτιά μου».
Το συμπέρασμα κατόπιν όλων αυτών προκύπτει αβίαστα και ο έχων οφθαλμούς οράν, οράτω.
Καλή ανάγνωση και καλή τύχη.
Στάσα Μπαΐλα