Το χιόνι του καλοκαιριού

του Νίκου Μαντή

Αν το όνομα «Νίκος Μάντης» δεν σας λέει κάτι, τότε χάσατε μια συλλογή διηγημάτων με το όνομα «Ψευδώνυμο» (2006), η οποία αφήνει καλές εντυπώσεις, ειδικά σε μερικά-της διηγήματα. Κι όσο κι αν η συγγραφική πνοή του νεαρού συγγραφέα σταδιακά ξεφούσκωνε, το πρώτο-του αυτό έργο άφηνε υποσχέσεις. Βλέπε και την ανάρτηση της 20ης Ιανουαρίου 2007.

Τώρα τι προέκυψε με το δεύτερο βιβλίο-του και πρώτο μυθιστόρημά-του; Πόσο κατάφερε να φτάσει ή και να ξεπεράσει το πρώτο-του έργο; Και κυρίως τι οιωνούς αφήνει για το μέλλον;

Ο αφηγητής γνωρίζει τον κόσμο, καταρχάς το στενό-του περιβάλλον στη βόρεια Πελοπόννησο όπου ζει, και σιγά σιγά την ευρύτερη πραγματικότητα. Και το βλέμμα-του ακολουθεί αυτή ακριβώς την πορεία, αφού πρόκειται για τον οκτάχρονο Λεωνίδα, ο οποίος το καλοκαίρι του 1983 βιώνει μια επανασύνδεση που δεν ήταν όπως την περίμενε. Η μητέρα-του, που τους είχε εγκαταλείψει για ένα χρόνο, επιστρέφει στο σπίτι όπου ζει αυτός, ο πατέρας-του και η νόνα-του, αλλά ο μικρός έχει την έντονη αίσθηση ότι δεν είναι η πραγματική-του μητέρα. Η γνωριμία-του με ένα κοριτσάκι, τη Μαρισόλ, θα τον οδηγήσει σε έναν Σοβιετικό κατάσκοπο (;), ο οποίος θα απαγάγει τα δύο παιδιά σε αναζήτηση της πραγματικής μητέρας του Λεωνίδα. Παρένθετες ημερολογιακές καταγραφές της ίδιας της μητέρας μάς πληροφορούν ότι αυτή ήταν Γεωργιανή, παντρεμένη με τον Βίκτορ (τον Σοβιετικό), αλλά το έσκασε με τον πατέρα του Λεωνίδα.

Η περίληψη της ιστορίας, δεν ξέρω καθόλου, αν προσελκύει την προσοχή του αναγνώστη ή αν φαντάζει κοινή και τεχνητά εξωτική.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει αργά και νωχελικά, καθώς ο μικρόκοσμος του Λεωνίδα δεν προκαλεί δράση. Μετά τη μέση η εμφάνιση του Βίκτορ επιχειρεί να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και να σπιντάρει τον ρυθμό. Το μυστήριο της χαμένης μητέρας είναι πολύ ρηχό όμως για να κρατήσει το ενδιαφέρον κι αυτό κάνει το όλο εγχείρημα ανούσιο και άβαθο. Ο Μάντης ξέρει να γράφει χωρίς να στραμπουλίζει τη γλώσσα, ξέρει να πλάθει σκηνές και να μεταφέρει την αύρα της δεκαετίας του '80 στον αναγνώστη. Από εκεί και πέρα, τα υλικά-του βρέθηκαν σε μια μεγάλη κατσαρόλα, μέσα στην οποία δεν μπόρεσαν να δέσουν σε μια εύγευστη συνταγή.

Το μυθιστόρημα απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και σοφά επιλεγμένες κορυφώσεις, που δεν βρίσκουμε. Το μυθιστόρημα θέλει μέσα από το ειδικό να φαίνεται το γενικό και το ανάποδο, ζητά στιβαρή υπόθεση και αν είναι δυνατόν μια πλημμύρα ιδεών που να απορρέουν από τους χαρακτήρες ή τα γεγονότα. Ο Μάντης πρέπει να ξαναβρεί τη δύναμη να χρησιμοποιήσει τις τεχνικές των καλών διηγημάτων-του και να τις γαλβανίσει με τη δυναμική του μυθιστορήματος, αν θέλει να σηκώσει το όνομά-του ψηλότερα.

Πατριάρχης Φώτιος
αναδημοσίευση από: http://vivliocafe.blogspot.com