Καλημέρα με ένα ποιήμα...

Εν όψει της 21ης Μαρτίου, της παγκόσμιας ημέρας ποίησης,
το CaptainBook.gr αποφάσισε,
το μήνα Μάρτιο, να σας καλημερίζει με ένα ποιήμα!
Μπορείτε να συμμετέχετε και εσείς στην επιλογή των ποιημάτων
στέλνοντας μας στο info@captainbook.gr
το δικό σας αγαπημένο ποιήμα! =)
Περιμένουμε!

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Στη γυναίκα με το τσακισμένο χέρι

"... Εν αρχή ήν η αγάπη..." μελωδούσε
γιομίζονταςτο γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,

καθώς σ' έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες
πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σε τζάμια: "Έλεος! Έλεος! Έλεος!..."
Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να 'θελες να τους κόψεις
την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν
απαλά μες στον ύπνο σου: "... Ό,τι θέλει κανείς
μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
ροδώνες και κλήματα...". Αλλά εσύ προτιμούσες
μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
πουκάμισα κλειστά στο λαιμό -
γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!

Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,
έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στη τάξη
με δεκατέσσερις φορεσιές,
με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.
Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
Σε δίπλωνε σα μια λύπη το αδιάβροχό σου
κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο
σα να 'ταν κάποιος απάνω σου και να σ' έκρινε
για τ' άδεια σου χέρια. Σαν να 'φταιγες μάλιστα,
σ' όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ' αντικριζες
μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή
κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,
όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

Ώρα 8 και 20΄ακριβώς.
Το μάθημα αρχίζει κανονικά.
Εσύ πάνω απ' την έδρα κι απ' αντίκρυ σου ο Χριστός,
απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,
δίνεται τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους
να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,
γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα
κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,
όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.
Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι
κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει στις μπόλιες τους.

Ώρα 10 και 20΄. Το μάθημα συνεχίζεται.
Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.
Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.
Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:
" Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος... Ο μέγας Αλέξανδρος... ".

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
- τ' άλλο σου βρίσκεται τυλιγμέο σε συεφιά-
τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,
σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφφυλίζεις τον Αίσωπο,
κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τον ουρανό απ' το παράθυρο,
γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
δε μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.!!!


Νικηφόρος Βρεττάκος

Κάντε κλικ ΕΔΩ για να δείτε την βιβλιογραφία του Νικηφόρου Βρεττάκου

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη
και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες -μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μην ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που
παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται τη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδυνή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγαπημένης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα,
για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μές απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' το άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού ολο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα να γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξι ντουφέκια
σα να στεκόσουν μπροστά σ' ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Τάσος Λειβαδίτης

Κάντε κλικ ΕΔΩ για να δείτε την βιβλιογραφία του Τάσου Λειβαδίτη









«?Εν αρχή ην η αγάπη?» μελωδούσε γιομίζοντας

το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,

καθώς σ? έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,

σαν κλωνί λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν

πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες

πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.

Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα

και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν

σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»

τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,

τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να?θελες να τους κόψεις

την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν

απαλά μες στον ύπνο σου: «? Ό,τι θέλει κανείς

μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,

ροδώνες και κλήματα?». Αλλά εσύ προτιμούσες

μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,

πουκάμισα κλειστά στο λαιμό-

γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!

Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,

έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια

κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη

με δεκατέσσερις φορεσιές,

με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.

Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.

Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ? αδιάβροχό σου

κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.

Βάδιζες κι είχες σκυμμένο το πρόσωπο

σαν να?ταν κάποιος απάνω σου και να σ?έκρινε

για τ?άδεια σου χέρια. Σαν να?φταιγες μάλιστα,

σ?όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.

Έμπαινες στο σχολειό κι όπως τ? αντίκριζες

μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.

Θυμόσουν πως η αγκάλη σου ήταν μισή

κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου

άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες,

όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.

Ώρα 8 και 20 ακριβώς.

Το μάθημα αρχίζει κανονικά.

Εσύ πάνω απ?την έδρα και απ?αντίκρυ σου ο Χριστός,

απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,

δίνατε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους

να τους κάμετε μια σκέπη από ζεστασιά,

γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα

κι η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους,

όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.

Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι

κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.

Ώρα 10 και 20?. Το μάθημα συνεχίζεται.

Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.

Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκαλιασμένα τους δάχτυλα.

Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.

Τα λόγια σου βγαίνουν αργά, σα μια βρύση που στέρεψε:

«Ο μέγας Αλέξανδρος? Ο μέγας Αλέξανδρος?

Ο μέγας Αλέξανδρος?».

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.

Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου

-τ?άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-

τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,

κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι,

σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,

κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,

κοιτάζεις τον ουρανό απ?το παράθυρο,

γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,

δεν μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.

Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,

κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας

και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.

Τ? σύννεφα ?χουν μπε? μ?ς στ?ν τάξη.

?ντίκρυ σου κι ? Χριστ?ς παραδέρνει σ? ?μηχανία.

Θαρρε?ς κα? σηκώνει στ? ?λήθεια τ? χέρια του

?νωμένα στ? φ?ς πο? πέφτει ?π? πάνω του.

Νιώθει στενόχωρα ?πως τ? μεσάνυχτα στ? Γεθσημαν?

κα? δ?ν ε?μαι ?κε? ν? σο? χτυπήσω τ?ν ?μο

κα? δ?ν ε?μαι ?κε? ν? σο? ε?π?: Δός του θάρρος,

βοήθησέ τον ν? βγε? ?π? τ? δύσκολη θέση,

κατέβαινε, διάσχισε τ?ν α?θουσα γρήγορα,

μ?ν τ?ν ?φήνεις ?κτεθειμένο στ? βλέμματα τ?ν παιδι?ν,

δός του ?να βιβλίο ν? κάνει π?ς συλλαβίζει,

δός του ?να βιβλίο ν? κρύψει τ? μάτια του.